Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Ένα ποίημα και πολύ περισσότερο μια συλλογή ποιημάτων γράφεται για διάφορους λόγους. Λόγοι που μπορεί να είναι καθαρά προσωπικοί μέχρι και αυστηρώς κοινωνικοπολιτικοί. Οποιοσδήποτε λοιπόν είναι ο λόγος ενός ποιητικού προϊόντος είναι γεγονός ότι πάντα έχει κάτι να πει. Το ότι όμως ένα ποιητικό προϊόν έχει κάτι να πει δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το λέει. Η απαιτητική διαδικασία της ποιητικής τέχνης έγκειται πάντα εκ του αποτελέσματος. Το να γράψει ο ποιητής αυτό που έχει ήδη ως πρόθεση πάνω στο χαρτί απαιτείται μια τεράστια προσπάθεια και το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ απόλυτα ταυτισμένο με τις προθέσεις του. Ο Καβάφης το εκφράζει εξαιρετικά όταν στο πεζό-ποίημα με τίτλο Τα Πλοία γράφει:
«᾿Απὸ τὴν Φαντασίαν ἕως εἰς τὸ Χαρτί. Εἶναι δύσκολον πέρασμα, εἶναι ἐπικίνδυνος θάλασσα. Ἡ ἀπόστασις φαίνεται μικρὰ κατὰ πρώτην ὄψιν, καὶ ἐν τοσούτῳ πόσον μακρὸν ταξίδι εἶναι, καὶ πόσον ἐπιζήμιον ἐνίοτε διὰ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα τὸ ἐπιχειροῦν.»1
Στη δική μας περίπτωση, ο Γιώργος Καλοζώης με τη νέα του ποιητική συλλογή Η άφιξη των θηρίων (Ενύπνιο 2023) επιδεικνύει τόλμη και σθένος στην προσπάθειά του να διασχίσει την επικίνδυνη αυτή θάλασσα· ωστόσο αυτό δεν αρκεί για την επίτευξη του στόχου ή προορισμού του. Είναι δεδομένο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τις προθέσεις του ποιητή ώστε να κρίνει την όσο το δυνατόν ταύτιση μ’ αυτές. Συνεπώς, η παρούσα ανάλυση θα επικεντρωθεί μόνο στο ποιητικό προϊόν που έχουμε ενώπιόν μας. Συγκεκριμένα, στο ποιητικό οπλοστάσιο του Καλοζώη εντοπίζει κανείς αρκετά εύκολα τη μορφολογική συνέπεια της γραφής του όσο και το είδος που αντιπροσωπεύει. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης εντοπίζει επίσης τη συγκεκριμένη ποιητική συνέπεια όταν ισχυρίζεται – για την τέταρτη συλλογή του ποιητή Η μετατόπιση της γης – ότι «δεν επιφέρει καμιά ουσιαστική μεταβολή στο από ετών διαμορφωμένο τοπίο της».2 Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ποιητικού λόγου του Καλοζώη πραγματοποιείται μεταξύ της κίνησης από το παράλογο και τους ατέρμονους αιφνίδιους συσχετισμούς στην «εξαιρετικά συνειδητή ενέργεια» της ποιητικής του παραγωγής.3 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Νικολαΐδης ερμηνεύει τον όγκο των ποιημάτων του Καλοζώη – ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποιητικής του γραφής – ως μια «αυτόματη φωνή που εκτοξεύει ποιητική λάβα».4 Επίσης, όπως ισχυρίζεται ο Νικολαΐδης, ο «ηφαιστειακός κρατήρας»5 αυτής της ποιητικής παραγωγής φαίνεται να δοκιμάζει τις αντοχές του αναγνώστη.6 Συμπληρώνω λοιπόν, ότι μαζί με τις δοκιμασμένες αντοχές του αναγνώστη προστίθεται σήμερα εξ αφορμής της τελευταίας του ποιητικής συλλογής και μια ανοιχτή πλέον πρόκληση στην υπομονή η οποία απαιτείται από τον αναγνώστη που βρίσκεται μπροστά στο τελικό προϊόν του ποιητή. Η υπομονή είναι η διατήρηση της σχέσης μεταξύ ενός ποιητικού προϊόντος με τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, σ’ αυτή την περίπτωση ο ποιητικός λόγος του Καλοζώη φαίνεται να εγκλωβίζεται στον ίδιο τον λόγο που εκφέρει. Με άλλα λόγια, η αυθορμησία του ποιητικού του λόγου7 οδηγεί, παραδόξως, σ’ έναν λεκτικό και εκφραστικό εγκλωβισμό. Συγκεκριμένα, ο εγκλωβισμός αυτός προκύπτει αρχικά από τον ακατέργαστο χαρακτήρα των νοηματικών εικόνων και την αλόγιστη χρήση της τυχαίας εναλλαγής τους σε καινούργιες εικόνες. Οι εικόνες για παράδειγμα δεν συνηγορούν υπέρ μιας συμφωνίας μεταξύ τους αλλά χάνονται μέσα σ’ ένα κυκεώνα ανολοκλήρωτων αποσπασματικών εικόνων. Εν συνεχεία, ο λόγος του φαίνεται να εγκλωβίζεται σε δεύτερο χρόνο μέσα σ’ μια επιφανειακή νοηματική ζώνη από καταιγιστικές αποσπασματικές δηλώσεις/στίχους με τις οποίες δύσκολα επιτυγχάνεται ένας ώριμος και επεξεργασμένος ποιητικός συνειρμός. Η σχέση των στίχων μεταξύ τους δεν διατηρούν νοηματικές γέφυρες με αποτέλεσμα να συντελούνται νοηματικά άλματα. Κατά συνέπεια, μια τέτοια χρήση της γλώσσας ακυρώνει τις υπερρεαλιστικές απόπειρες του ποιητή. Ακυρώνει επίσης και τις υπαρξιακού τύπου γλωσσικές περιπέτειες επιχειρώντας έτσι την κάθε φορά απεμπλοκή του αναγνώστη από κάθε του ποίημα. Φαίνεται ότι η προσπάθεια του Καλοζώη να συντάξει μια υπερρεαλιστική ποιητική γραφή γίνεται συστηματικά προβληματική. Αν η προσδιοριζόμενη αυτή τεχνική έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα πιο συνειδητοποιημένο brain storming τότε θα είχε αποκατασταθεί το ποιητικό προϊόν του τουλάχιστον ως ένα είδος εκφραστικής καταγραφής της προσωπικής του συνειδησιακής ροής. Έχω την πεποίθηση ότι ο ποιητής βρίσκεται εγκλωβισμένος στη μέγγενη του brain storming παρά στην υπερρεαλιστική ποιητική γλώσσα. Προφανώς, αυτός ο τύπος έκφρασης δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Παπαλεοντίου, «διδάγματα του υπερρεαλισμού».8 Η έλλειψη σαφούς θεματολογικού άξονα επιφέρει πολλά αναγνωστικά και νοηματικά προβλήματα με αποτέλεσμα να μην οικοδομείται η απαιτούμενη υπομονή που χρειάζεται για να γίνει η ποίηση κτήμα του αναγνώστη. Ο ποιητής τοποθετεί τον αναγνώστη στη μειονεκτική θέση της απομόνωσης και της εσωστρέφειας που εκπέμπει ο λόγος. Αντίθετα, ο ίδιος ο ποιητής τοποθετεί τον εαυτό του σε θέση ισχύος όντας ο ίδιος ο γράφων. Συγκεκριμένα, το ομότιτλο ποίημα Η άφιξη των θηρίων είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα της αοριστίας του χωρο-χρονικού νοηματικού προϊόντος. Εδώ, για προφανείς λόγους παρατίθεται ολόκληρο το ποίημα:
« Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ
Ήρθαν οι λεοπαρδάλεις που
ήταν αγκαλιασμένες σφιχτά με
τους λαιμούς των δέντρων
Καμιά ακακία δεν εκφράζει το
παράπονο για το γδάρσιμό
της από τα νύχια
ούτε τα σφάγια εκφράζουν
το δίκαιο παράπονό τους
επειδή δεν μπορείς να είσαι
κάτι άλλο εκτός από αυτό
που είσαι και τότε οι ιδιότητες
δεν είναι δισυπόστατες
Πείτε μου γιατί οι κυνηγημένοι
δεν ανταλλάσσουν τους
λαιμούς τους
με ακριβά περιδέραια;
Μάλλον τα περιδέραια είναι οι
πράξεις που στοιχίζουν
Ήρθαν λοιπόν οι λεοπαρδάλεις
κι άρχισαν να μιλούν
μια γλώσσα που καταλαβαίνουν
μονάχα οι θηριώδεις
κι είπαν το μόνο νόημα του
κόσμου που μπορούμε να
σκεφτούμε είναι
οι μικροί μπαμπουίνοι ψημένοι
στα κάρβουνα
ούτε καν το λεξιλόγιο των
λίγων λέξεων που έχουν οι
κωφοί
αν λοιπόν τα παιδιά μας στο
λεοπαρδαλικό σχολείο έχουν
ανάγκη από στήριξη
ποιος θα μας σεβαστεί ποιος
θα δακρύσει ποιος θα
χτυπήσει με ενσυναίσθηση
την πλάτη μας αφού
απέχουμε τόσο πολύ
από καθετί το ανθρώπινο
είπαν οι λεοπαρδάλεις
κι ύστερα αποχώρησαν
μαζί με τις φυγές τους.»
Το συγκεκριμένο ποίημα μοιράζεται ένα κοινό χαρακτηριστικό με τα άλλα ποιήματα της συλλογής. Διατηρούν σχεδόν όλα μια επιτηδευμένη προσπάθεια αφαίρεσης κάθε ίχνους προσδιορισμένου χώρου και χρόνου. Αν ο ποιητής όμως χρησιμοποιούσε επιτυχώς μια αφαιρετική τύπου διαδικασία γραφής θα ήταν αναγκαία η επιτέλεση του ποιήματος στον χώρο και στον χρόνο. Ο ίδιος ο Νικολαΐδης στο κριτικό κείμενό του «Άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι»: Σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γιώργο Καλοζώη Η Πλαστικότητα των μορίων (Νέο Πλανόδιο 19/1/2020) διαπιστώνει ακριβώς την ίδια αφαίρεση. Διαβάζουμε συγκεκριμένα:
«Ο χρόνος των ποιημάτων του δεν έχει τελειώσει, γιατί ακριβώς δεν ξεκίνησε ποτέ. Η ποίησή του λειτουργεί προφανώς σαν γλωσσικός μηχανισμός, σαν ερώτημα που εμφανίζεται σταδιακά και επίμονα στη διαδικασία της γραφής, μιας γραφής που δεν περιορίζεται ποτέ στην παρουσία της, στις σχέσεις που τη συνιστούν. Παρουσιάζεται απεναντίας ως άρνηση του εαυτού της και της δομικά περιορισμένης ύπαρξης της, ως αέναη τάση προς μια ετερότητα η οποία την εδραιώνει και της δίνει ζωή. Έτσι ο χώρος του ασυνειδήτου ταυτίζεται ακριβώς με αυτή την ετερότητα, η οποία δεν εκφράζεται ούτε απεικονίζεται, αλλά υποκαθιστά τη δυνατότητα αποκάλυψης του ασυνεχούς και του κενού της ανθρώπινης ύπαρξης.»
Το απόσπασμα του Νικολαΐδη καταδεικνύει αρχικά μια ουσιαστική αδυναμία στην ποίηση του Καλοζώη. Αν η γραφή δεν περιορίζεται ποτέ στην παρουσία της ή στις σχέσεις που τη συνιστούν τότε η γραφή μένει μετέωρη, επισφαλής και ασταθής. Επίσης, αν παρουσιάζεται η γραφή όπως ισχυρίζεται ο Νικολαΐδης ως άρνηση του εαυτού της τότε εδώ προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με την ερμηνευτική εγκυρότητα του Νικολαΐδη. Η χρήση του φιλοσοφικού όρου άρνηση και δη «η άρνηση του εαυτού» πάσχει φιλοσοφικά στο κείμενο. Επιγραμματικά, ο όρος άρνηση είναι λογικά διαλεκτικός προσδιορισμός και δεν μπορεί να θεωρηθεί δόκιμη η διατύπωση η «άρνηση του εαυτού». Η «άρνηση του εαυτού» μάλλον μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια ψυχολογική κατάσταση και όχι ως φιλοσοφική έννοια ως τέτοια. Κατά συνέπεια, η γραφή, πόσο μάλλον η λογοτεχνική γραφή, δεν δύναται να προσδιορίζεται ως «άρνηση του εαυτού».
Επιστρέφοντας στο ποίημα – ως ενδεικτικό παράδειγμα – είναι αναγκαίο να εστιάσω στο πως εκκινεί ο ποιητής. Αρχίζοντας ως πρώτο στίχο το «ήρθαν οι λεοπαρδάλεις» τίθενται αυτόματα κάποια ερωτήματα σχετικά με το ποια ποιητικά ή άλλα κριτήρια γίνεται η αφαίρεση του ανθρώπινου χώρου και χρόνου. Ο χωροχρόνος του ποιήματος αναφέρεται στα μέσα του ποιήματος με τους εξής στίχους: «αν λοιπόν τα παιδιά μας στο / λεοπαρδαλικό σχολείο έχουν / ανάγκη από στήριξη». Τοποθετώντας τον αναγνώστη σ’ ένα λεοπαρδαλικό σύμπαν χωρίς τον μίτο της Αριάδνης, χωρίς δηλαδή τουλάχιστον μια πυξίδα νοηματικού προσανατολισμού, τον φέρνει αντιμέτωπο με σημασιολογικά και νοηματικά ζητήματα. Συνεπώς, δεν αντανακλάται η εκφραστική ροή σε καμιά νοηματική ζώνη του ποιήματος έτσι ώστε έστω να θεωρείται υπερρεαλιστικό. Ο αιφνιδιασμός, έχω την πεποίθηση, ότι δεν είναι χαρακτηριστικό του υπερρεαλισμού. Ο ποιητής επιλέγει τις λεοπαρδάλεις. ένα ζώο πράγματι άγριο, άγριο όμως είναι και το λιοντάρι, η αρκούδα και ο αετός. Το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο η επιλογή του ζώου όσο η επιλογή των κριτηρίων ώστε να επιτρέπεται στον ποιητή να ταυτίζει την έννοια του θηρίου με τη λεοπάρδαλη και δη στην περίπτωσή μας μ’ ένα ζώο. Η χρήση των λέξεων «θηρίο», «λεοπάρδαλη» και «πίθηκος» εντοπίζονται και στην ποιητική συλλογή Μεταμορφώσεις του 1992 (Εκδόσεις Λευκωσία) στο ποίημα με τίτλο Ο ποιητής και το θηρίο. Εδώ, το θηρίο κατατρώει τους ποιητές με «μέτωπο κριαριού». Ο ζωομορφισμός του θανάτου ως λεοπάρδαλη που επιθυμεί να κατασπαράξει τον πίθηκο είναι κοινή με το ποίημα Η άφιξη των θηρίων. Και στα δύο ποιήματα, αν και τους χωρίζουν δύο δεκαετίες, επιτελείται χωρίς καμία απολύτως διαφορά η ταύτιση του ζώου με τον θάνατο. Επίσης, μπορεί να διαφεύγει στον ποιητή ότι το θηρίο ως οντότητα είναι συν τοις άλλοις και αιμοβόρο. Ένα αιμοβόρο θηρίο βαπτισμένο παράλληλα με ηθικές έξεις. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει για τα θηρία:
«απέχουμε τόσο πολύ
από καθετί το ανθρώπινο»
Έχω την πεποίθηση ότι προκύπτουν τόσο ηθικά όσο και φιλοσοφικά ζητήματα με την ταύτιση της έννοιας του κακού με το ζώο. Ο Kαλοζώης φαίνεται να το κάνει συστηματικά επιμένοντας και στο ποίημα Η Κιβωτός 3 από τη ποιητική συλλογή του 2019 Η πλαστικότητα των μορίων (Εκδόσεις Φαρφουλάς). Όπως αποδεικνύεται είναι κοινό γνώρισμα και στις τρεις συλλογές η ταύτιση της έννοιας του κακού με το ζώο. Ο ποιητής θέλει στην Κιβωτό του, όπως γράφει, να έχει μεταξύ άλλων και:
«… ήμερα άγρια ημιάγρια
οικόσιτα χορτοφάγα
σαρκοβόρα παμφάγα
και πολλά χαριτωμένα ιμπάλα
που τα άρπαξαν
οι λεοπαρδάλεις από τον λαιμό
και τα στραγγάλισαν
γιατί πρέπει να υπάρχει
το κακό για να συγκρίνεται
με το καλό και να
αποφεύγεται κατά το δυνατόν»
Επίσης, σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο σχετικά με το περιεχόμενο των ποιημάτων του διακρίνονται αρκετές διφορούμενες ή κι ακόμα συντηρητικές πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, ως ένα αυτόνομο συμβάν στο ποίημα Η άφιξη των θηρίων – κάτι σύνηθες στα ποιήματα του Καλοζώη – εγείρει κάποια ερωτήματα στον αναγνώστη όσον αφορά τη νοηματική γλώσσα. Είναι πολύ πιθανόν να διαφεύγει στον κ. Καλοζώη ότι οι νοηματικές γλώσσες είναι πλήρως αυτόνομες γλώσσες με τη δική τους γραμματική και σύνταξη. Στις νοηματικές γλώσσες υπάρχουν ιδιωματισμοί και αρκετά δύσκολα μεταφράσιμες λέξεις και έννοιες όπως επίσης και ορισμένα σύμβολα που δεν έχουν ακριβή μετάφραση ούτε καν σ’ άλλη νοηματική γλώσσα· ο ποιητής γράφει:
«ούτε καν το λεξιλόγιο των
λίγων λέξεων που έχουν οι
κωφοί»
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τα ποιήματα του Καλοζώη φαίνεται να αφορούν όχι μόνο την ποιητική αλλά και κοινωνικά ζητήματα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν απαντώνται πουθενά στη συλλογή ή έστω να λειτουργούν ειρωνικά ή ακόμα σκωπτικά. Αφήνουν τον αναγνώστη μετέωρο να ψάχνει ίχνη υπομονής ώστε να καταφέρει να διατηρηθεί συγκεντρωμένος στα πάμπολλα μεμονωμένα περιστατικά που έρχεται αντιμέτωπος σε κάθε ποίημα χωρίς να βρίσκει κάποιες διευκρινήσεις. Δεν γνωρίζω αν εν ονόματι της υπερρεαλιστικής γραφής ένας ποιητής έχει το ελεύθερο ν’ αφήνει μετέωρους τους αναγνώστες του αλλά και την ίδια την ποιητική του παραγωγή. Ο Π. Νικολαΐδης στο Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας (Εκδόσεις Διόραμα 2018) στο σχετικό κείμενο που αφορά τον Καλοζώη υποστηρίζει ότι ο ποιητής είναι ένας κατεξοχήν υπερρεαλιστής ποιητής. Ο Νικολαΐδης επιχειρηματολογεί για τη θέση του παρουσιάζοντας ακόμη και τις αρχές του υπερρεαλισμού για να μας εντάξει στη θεώρηση του Καλοζώη ως υπερρεαλιστή. Αντιθέτως, στο κριτικό κείμενο «Άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι»: Σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γιώργο Καλοζώη Η Πλαστικότητα των μορίων (Νέο Πλανόδιο 19/1/2020) δεν εντοπίζεται πουθενά κανένας προσδιορισμός της γραφής του ποιητή ως υπερρεαλιστική. Εδώ, πιθανολογείται ο Νικολαΐδης να ξεχνά ότι ο Καλοζώης «δεν επιφέρει καμιά ουσιαστική μεταβολή στο από ετών διαμορφωμένο τοπίο»9 της ποίησης του. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά η ποίηση του Καλοζώη διατηρεί την υπερρεαλιστικότητά της αν και ο Νικολαΐδης δεν το έθεσε όχι μόνο ως προτεραιότητα στο κριτικό του κείμενο αλλά ούτε ως νύξη.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης επαναλαμβάνει στο άρθρο «Άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι»: Σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γιώργο Καλοζώη Η Πλαστικότητα των μορίων (Νέο Πλανόδιο 19/1/2020) υποστηρίζοντας ότι η τεχνική της ποίησης του Καλοζώη έχει ουσιαστικό γνώρισμα το αυθόρμητο. Ένα αυθόρμητο το οποίο προφανώς – όπως καταδείχθηκε στην παρούσα ανάλυση – συνοδεύεται μ’ ένα συνειρμικό νοηματικό κενό. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί όμως είναι το γεγονός ότι ο Νικολαΐδης διακρίνει την αναγνωστική διαδικασία από τη νοηματική ζώνη ενός ποιήματος. Γράφει συγκεκριμένα: «η παρατήρηση και η ανάγνωση αποκτά σημασία αφ’ εαυτής· όχι μέσω των πραγμάτων και των εννοιών που διαβάζουμε, αλλά λόγω του γεγονότος και μόνο ότι διαβάζουμε.» Αν κι έχει εν μέρει δίκαιο όσον αφορά την ποίηση του Καλοζώη, προκύπτουν παράλληλα γνωσιολογικά τύπου ζητήματα για τα οποία ο Νικολαΐδης δεν προσφέρει περαιτέρω ανάπτυξη. Εδώ, εκτενέστερα το σχετικό απόσπασμα:
«Εστιάζοντας τώρα στο πώς, στο ποιητικό εργαστήρι, με άλλα λόγια, του ποιητή, παρατηρούμε ότι με την αυθόρμητη, ως επί το πλείστον, τεχνική του, ο Kαλοζώης επιχειρεί να δείξει σε μια κοινωνία που όσο λιγότερο δημιουργεί τόσο περισσότερο παράγει ότι, αν η παραγωγή είναι συνώνυμη της εργασίας, η δημιουργία είναι συνώνυμη του παιχνιδιού. Για αυτό μπροστά σε ένα συνειρμικό και χειμαρρώδες ποίημα του Καλοζώη μπαίνουμε ανυποψίαστοι και μετά δεν μπορούμε να σταματήσουμε, λες και πέφτουμε σε ένα βάραθρο. Η παρατήρηση και η ανάγνωση αποκτά σημασία αφ’ εαυτής· όχι μέσω των πραγμάτων και των εννοιών που διαβάζουμε, αλλά λόγω του γεγονότος και μόνο ότι διαβάζουμε. Κανείς δεν θα μπορέσει να περιγράψει πλήρως ένα ποίημα του Καλοζώ.»10
Τέλος, η θέση του Νικολαΐδη για την ποίηση του Καλοζώη είναι άκρως ενδιαφέρουσα – μάλλον κατά τη προσωπική μου άποψη υπερβολικά ενθουσιώδης – όταν ο ίδιος ο Νικολαΐδης αναγνωρίζει στον ποιητή ίχνη της ποιητικής του Ανδρέα Εμπειρίκου. Διαβάζουμε αυτολεξεί το απόσπασμα από την κριτική του Νικολαΐδη:
«Πιο συγκεκριμένα, ένας ενδιαφέρων και δημιουργικός διάλογος συστήνεται, κατά την άποψή μου, με το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Κι αυτό γιατί, ενώ το ποιητικό έργο του πρόγονου υπερρεαλιστή διασαλεύει κυρίως τη λογική συνάφεια και όχι τη συντακτική, δημιουργώντας έτσι μιαν ιδιότυπη και δυσπροσδιόριστη λογική ακολουθία, το έργο του Καλοζώη προχωρεί ένα βήμα παραπέρα διασαλεύοντας σε αρκετές περιπτώσεις την ίδια τη σύνταξη του ποιητικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα, οι συχνές γραμματικές ανακοπές και η συντακτική εξάρθρωση του ποιητικού κειμένου, σε συνδυασμό με την έντονα υποτακτική σύνταξη, στοιχεία που εντοπίζονται με κάποια συχνότητα στην παρούσα συλλογή, εξυπηρετούν τη συμπαράθεση των πολλαπλών εκφάνσεων της υπερ-πραγματικότητας, προσδίδοντας παράλληλα πολυσχιδή κίνηση στην αφήγηση.»
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η ποίηση του Γιώργου Καλοζώη είναι για πολλούς λόγους μοναδική και χρήζει σε κάθε νέα συλλογή που εκδίδει την απαιτούμενη ανάλυση, ερμηνεία και κριτική. Η συλλογή Η άφιξη των θηρίων ακολουθεί πιστά τη συγγραφική του δραστηριότητα με βασικό εργαλείο την «ποιητική αυθορμησία». Είναι αναμφίβολα μια ιδιάζουσα στο είδος της ποιητική τοποθέτηση.
1. Κ.Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα 1877;-1923, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, σελ. 115.
2. Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας (σελ. 33), Εκδόσεις Διόραμα, 2018.
3. Ibid (σελ. 40)
4. Ibid (σελ. 39)
5. Ibid (σελ. 39)
6. Ibid (σελ. 39)
7. Ibid (σελ. 40)
8. Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τρεις νέοι ποιητές, (Γ. Καλοζώης, Μ. Παπαδόπουλος, Γ. Χριστοδουλίδης), περ. Άνευ, τχ. 3, Λευκωσία, 2002, 48-49.
9. Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας (σελ. 33), Εκδόσεις Διόραμα, 2018.
10. «Άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι»: Σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γιώργο Καλοζώη Η Πλαστικότητα των μορίων (Νέο Πλανόδιο 19/1/2020)