[«…οι τρεις γυναίκες έφυγαν μες σε γαλάζιο σύθαμπο …»]
Ανέβηκαν και οι τρεις μαζί στο βήμα του μάρτυρα. Σήκωσαν τα καθώς πρέπει χεράκια τους, ντυμένα με γάντια από την πιο λεπτή οργάντζα – ο κύριος Φιλ διαθέτει ένα σωρό εξωτικά υφάσματα και αυτό συνιστά ένα είδος χαρίσματος για αυτήν την αδιάφορη πόλη. Ο δικαστής ρώτησε τα ονόματά τους. Η ζέστη τρύπωνε από τα κλεισμένα στόρια και τον έκανε να μοιάζει με μια θαυματουργή εικόνα που δακρύζει, έτσι όπως έστεκε ακίνητος. Ήταν μια κορυφή μες σε εκείνη την αίθουσα ο κύριος δικαστής.
Δις Μωλ, δις Μάγκι, δις Μέλανι είπαν κάθε μια τους με μια διακριτική υπόκλιση. Ο δικαστής τις παρατήρησε για λίγο, είναι βέβαιο πως έκανε σκέψεις σκοτεινές. Κυρίως γιατί έγλειψε το πάνω χείλος του, σαν να δοκίμαζε την ηδονή μιας άγνωστης γεύσης. Στην αίθουσα ακούστηκε εκείνος ο βόμβος που προκύπτει κάθε φορά που το δικαστήριο περνά σε μια ενδιαφέρουσα φάση. Έξω το Μάντισον καιγόταν μες στο φριχτό και απόκοσμο μεσημέρι. Στην δύση τίποτε δεν σου χαρίζεται και αν δεν ήταν το μαγαζί του κυρίου Φιλ, ποιος ξέρει αν θα ΄μενε κανείς εδώ, μόνο και μόνο για να μετρά τις μέρες που του απομένουν. Κάθε τόσο κάποιοι φεύγουν. Τους βλέπουν μέρες μετά, αποδεκατισμένους από τη ζέστη να επιστρέφουν. Έχουν την απογοήτευση στο πρόσωπο και έπειτα από λίγο καιρό πεθαίνουν.
Κυρίες μου, το δημοτικό συμβούλιο σας κατηγορεί πως αρνείστε τις υπηρεσίες σας. Και όλα αυτά για τον άμοιρο κύριο Τζίμι Φέιθ, που τον κατατρέχουν πνευματικές αδυναμίες, ολότελα αξεπέραστες. Είπατε, λένε οι κατήγοροι πως θα κλείσετε το κατάστημα και θα φύγετε από την πόλη, αφήνοντας ένα τσούρμο άνδρες άγρια φορτισμένους. Το δημοτικό συμβούλιο σας καλεί να ανακαλέσετε την απόφασή σας και σε αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους, ζητούν μια βραδιά με δωρεάν χαρίσματα. Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης.
Όλοι γελάσανε και μια ελαφρότητα έπεσε σαν φύλλο μες σε εκείνη την αίθουσα. Ο Τζίμι Φέιθ ήταν παράξενος και ντυνόταν σαν κορίτσι. Οι άλλοι τον κυνηγούσαν και δεν ήσαν λίγες οι φορές που τον είχαν άσχημα χτυπήσει. Έκλαιγε για μέρες και όταν έβγαινε και πάλι στον κόσμο, θες από πίστη στη ζωή, θες από αφέλεια έμοιαζε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Εκείνη τη βραδιά χτύπησε απελπισμένος την πόρτα των κοριτσιών. Η δις Μωλ που είναι θαρραλέα και κανείς δεν της παραβγαίνει στο κουράγιο, άνοιξε την πόρτα. Πήρα τον Τζίμι στην αγκαλιά μου και έκανα ότι επιβάλλει η ανθρωπιά κύριε. Σε λίγο φάνηκαν οι άλλοι.
Η Μέλανι που ήταν λιγάκι αφελής μα απέραντα όμορφη και ονειρευόταν πως κάποτε θα αγαπηθεί, επανέλαβε, οι άλλοι κύριε. Ζητήσανε τον Τζίμι, ήσαν με μάτια κόκκινα και τους κυβερνούσε το φτηνό πιοτό.
Αρνήθηκα. Είπαν πως δεν αξίζει για αυτόν να μαλώνουν και γλύκανε επικίνδυνα. Μα εγώ κύριε, πιστεύω πως ο Τζίμι έχει δικαίωμα στην ζωή. Έτσι τ΄αρνήθηκα και γέμισα την καραμπίνα που έχω πάντα στην πόρτα. Έκαναν πίσω. Τους είπα πως αν δεν ηρεμήσουν θα τους αρνηθούμε κάθε υπηρεσία. Αυτό τους κόστισε, είναι άνδρες, κύριε.
Ο δικαστής σκούπισε τα χείλη του, η δις Μωλ υποκλίθηκε. Τον λόγο πήρε η δις Μάγκι. Ξέρετε όλοι τους κύριε είναι αλλιώτικοι. Άλλος έχει ένα κακοφορισμένο σημάδι, ο κύριος Μπι έχει πόδια κοριτσιού, κάποιος άλλος έχει τρυφερό δέρμα και άλλος κλαίει στην αγκαλιά μου. Και εσείς, κύριε δικαστά, ας πούμε πως φέρεστε σαν παιδί στον έρωτα. Όλοι γελάσανε.
Έτσι αλλιώτικος, σαν όλους είναι και ο Τζίμι, κύριε, τίποτε περισσότερο κύριε, πρόσθεσε η δις Μάγκι.
Σηκώθηκε άνεμος, ακούστηκαν κάτι παλιόξυλα που τα σάρωσε με ένα και μόνο πέρασμα. Τ΄άλογα μιλήσανε, από το βάθος της σοφής σιωπής τους. Τώρα το σούσουρο είχε δυναμώσει και ο δικαστής σκέφτηκε πως ήταν ώρα για την απόφαση.
Τότε άνοιξε η πόρτα και ο Τζίμι μπήκε στην πόρτα. Κρατούσε μια θηλιά από χοντρό σχοινί και οι πληγές του ήσαν ορθάνοιχτες. Τον είχαν βρει πάλι οι μάγκες και είχαν κάνει επάνω του το κομμάτι τους. Η δις Μάγκι έτρεξε κοντά του, εκείνος της είπε ευχαριστώ και προχώρησε. Κανείς δεν μίλησε, κανείς. Μήτε όταν πέρασε την θηλιά του από το δοκάρι και ούτε όταν ανέβηκε στο έδρανο και πέρασε τον βρόγχο γύρω από το λαιμό του. Και όταν μεσολάβησαν δυο σπασμοί προτού ο Τζίμι Φέιθ περάσει σε μια αιωνιότητα, πέρα από των ανθρώπων το τυφλό δίκιο, πάλι κανείς δεν μίλησε. Και έτσι, με τον κρεμασμένο να πέφτει σαν βάρος ανυπολόγιστο μες σε εκείνη την αίθουσα, ο κύριος δικαστής συντετριμμένος ανακοίνωσε την απόφαση. Ήταν σκληρή η εποχή και έσερνε τους ανθρώπους στα πιο άγρια ένστικτά τους. Το εκκρεμές του θανάτου καμιά εντύπωση δεν έκανε στους ανθρώπους από το παράξενο Μάντισον.
Είπε, οι δεσποινίδες λειτούργησαν με ανθρωπιά και ανυστερόβουλα θυσίασαν τους εαυτούς των. Διότι η απώλεια του εισοδήματος εκείνες θα βάραινε, πολύ περισσότερο δε από την ανδρική αποχή. Η τελευταία αντέχεται. Μα οι δεσποινίδες ζουν μες σε έναν άσχημο κόσμο με τέρατα και μάγισσες. Και νόμους που δεν επιτρέπουν παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Οι κλητήρες ξεκρέμασαν τον Τζίμι και τον πήραν έξω από την αίθουσα. Το παγωμένο πλήθος κοίταξε τον δικαστή, τα στόματα είχαν στεγνώσει και οι καρδιές μαζί. Οι δεσποινίδες είναι αθώες μα διατάσσεται η επαναλειτουργία του καταστήματος δίχως την δωρεάν βραδιά που πρότειναν οι αντίδικοι. Πέραν τούτου, ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον άμοιρο Τζίμι Φέιθ που έγραψε το τέλος αυτής της παράδοξης δίκης.
Το πλήθος σηκώθηκε, τα στασίδια σύρθηκαν στα σανίδια, μερικοί βήξανε, άλλοι φωνάξανε το αποτέλεσμα που θέλανε. Ένα κορίτσι ξέφυγε από την μητέρα του και έτρεξε κοντά στην δεσποινίδα Μάγκι. Εκείνη τη φίλησε και την έστειλε πίσω στη μητέρα της που δήθεν την επέπληξε για την απερισκεψία της.
Τα κορίτσια, φοβισμένα από την σκηνή του κρεμασμένου ανακουφισμένες ωστόσο με την απόφαση, βγήκαν από την αίθουσα. Όλα ήταν αλλιώτικα, μια μικρή πομπή πήγαινε τον Φέιθ στην τελευταία του κατοικία. Η δις Μωλ την ακολούθησε. Το ίδιο βράδυ οι τρεις γυναίκες έφυγαν μες σε γαλάζιο σύθαμπο, πέρασαν το γεφύρι και κίνησαν για άλλες πολιτείες. Το ίδιο βράδυ το κατάστημα παραδινόταν στις φλόγες και κάποιοι ασύδοτοι λυσσούσαν με μένος πάνω στον τάφο του φρεσκοπεθαμένου. Την ίδια χρονιά το Μάντισον έχασε όλη του τη σοδειά από την παγωνιά και οι κάτοικοί του όλοι ανεξαιρέτως φύγανε για κάπου. Ο κύριος Φιλ κλείδωσε και άφησε πίσω του τόπια τις ιστορίες να αποκοιμούνται στα παλιά, ετοιμόρροπα ράφια.
Η δις Μάγκι τα εξιστορούσε όλα ετούτα σε ένα μικρό, καλαίσθητο βιβλιαράκι. Ήταν ντυμένο με κόκκινο βελούδο και οι σελίδες του μυρίζαν ξύλο. Έφθασε στα χέρια της από μια ξαφνική κληρονομιά. Την ιστορία του Τζίμι Φέιθ τη διάβαζε κάθε βράδυ, ακολουθώντας ένα είδος τελετής.
Και στο όνειρό της; Α, εκεί η δις Μάγκι έβλεπε τις πεθαμένες της φίλες να γελούν και να χορεύουν, τον Τζίμι έβλεπε να γελά με ένα κοραλλένιο κόσμημα τριγύρω από τον τσακισμένο του λαιμό. Θαρρείς και με τ΄όνειρο εκείνο μάθαινε κάθε μέρα να αγαπάει περισσότερο τους ανθρώπους γύρω της, εκείνους τους κατατρεγμένους και τους άλλους, που αντικρίζουν τη ζωή με ευγνωμοσύνη και προσπαθούν.
Απόστολος Θηβαίος