Όταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο Σίβυλλα Ηροφίλη, δεν περίμενα ότι αυτό θα ξεπερνούσε τις 650 σελίδες, ούτε ότι θα χρειαζόμουν δέκα χρόνια έρευνας και μελέτης. Όσο πιο βαθιά ερευνούσα τη ζωή τούτης της αρχαίας προφήτισσας, τόσο περισσότερο ανέκυπτε η ανάγκη για μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα.
Μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να βρεθώ κι εγώ στα μέρη που εκείνη επισκέφθηκε και έζησε. Όταν προφήτευε, βρισκόταν ένθεη από τον Θεό, δηλαδή βρισκόταν σε μανία, γιατί την κυρίευε ο Απόλλωνας, στον οποίο δάνειζε τη φωνή της για τις όποιες προφητείες τούτη ανήγγειλε. Τότε χτυπιόταν και προσπαθούσε να απαλλαχθεί από τον Θεό που την καταλάμβανε. Ακολουθώντας τα βήματά της, επισκέφθηκα κι εγώ τα μέρη που αυτή είχε πάει, στα περισσότερα, όμως, υπήρχαν μόνο χαλάσματα. Μα οι ενέργειες που είχαν εκλυθεί τότε, τουλάχιστον έτσι εγώ ένιωθα, παρέμεναν στο χώρο μέχρι τώρα και επηρέαζαν το σήμερα, αλλά οπωσδήποτε και τη φαντασία μου.
Σύμφωνα με τους μυθογράφους, όσο και τους ιστορικούς, όπως ο Ηρόδοτος, η Σίβυλλα γεννήθηκε στην Τρωάδα πριν τον Τρωικό Πόλεμο και ήταν ιέρεια του Θεού στον ναό του στην Άσσο της Τρωάδας. Οι περιηγήσεις της την πήγαν σε όλο τον γνωστό τότε Ελληνικό Κόσμο μέχρι το τέλος της στην Κύμη της Ιταλίας, μιας ελληνικής αποικίας κάπου πέντε χιλιόμετρα βόρεια της Νάπολης. Αναφορά σ’ αυτή γίνεται και από τους πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι υιοθέτησαν τις προφητείες της, μιας και αυτή προφήτευσε και την έλευση του Ιησού Χριστού.
Αμέσως μετά τη γέννησή της, η μάνα της την παράτησε στον Ναό του Απόλλωνα Σμινθέα, όπου παρέμεινε και έδωσε στην εφηβεία της τον όρκο της παρθενίας στα νερά του Στυγός. Στα μαύρα πικρά νερά του ποταμού τούτου, όπου όλοι οι Θεοί έπαιρναν τους πιο βαρείς όρκους, και αλίμονο στον όποιο παραβάτη, τον οποίο καταδίωκαν οι Ερινύες στο διηνεκές. Εκτός από ιέρεια με το χάρισμα που της έδωσε η Γαία, η μάνα όλων, προφήτευε τα μέλλοντα για τους θνητούς. Καθώς ο όρκος τούτος την υποχρέωσε να αρνηθεί τον έρωτα που της γύρεψε ο ίδιος ο Θεός και τούτος της χάρισε την ευχή που η ίδια ζήτησε, τα πολλά χρόνια, αλλά όχι και τα νιάτα, σαν τιμωρία που τον αρνήθηκε, περιπλανήθηκε σε όλη την Ελλάδα. Οι περιπλανήσεις της την έφεραν και στους Δελφούς όπου προφήτευε ανεβασμένη σε μια από τις Φαιδριάδες Πέτρες. Πήγε ακόμα και στη Λειβαδιά, στο μαντείο το Τροφωνίου, όπου υπήρχαν, σύμφωνα με τους μύθους, Πύλες στον Άδη. Ακόμα και στο Ταίναρο από όπου κατέβαινε κανείς στον Άδη και από όπου κατέβηκε και ο Ηρακλής, σύμφωνα με τον μύθο, και από εκεί κατέβηκε και αυτή. Όμως, ποτέ ο Άδης δεν τη δεχόταν αν και αυτή συναντούσε τα πλάσματα που κατοικούν εκεί. Πήγε στη Δήλο, στην Κλάρο της Κολοφώνας όπου υπήρχε αρχαιότατο μαντείο της Θεάς Κυβέλης, στις Ερυθρές, στην Έφεσο όπου, σύμφωνα με τον μύθο, υπήρχε το άγαλμα της Εφεσίας Αρτέμιδος και όπου ήταν γραμμένα σε αυτό τα εφέσια γράμματα.. Ακόμα πήγε στη Σάμο όπου έζησε στο σπήλαιο των Νυμφών που τώρα έγινε εκκλησάκι της Παναγιάς της Σπηλιώτισσας. Επισκέφθηκε ακόμα τη Λάρισα, η οποία εθεωρείτο η χώρα της Μαγείας. Με στόχο να επισκεφθεί την Αυσονία, τα βήματά της την πήραν δυτικά κι επισκέφθηκε τη χώρα των Μολοσσών, τη Δωδώνη και το μαντείο του Δία εκεί, όπου κατοικούσαν οι Σελλοί, τον Αχέροντα ποταμό, την Αχερουσία λίμνη και το μαντείο που βρισκόταν εκεί.
Λέγεται από τους μυθογράφους ότι όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, το σώμα της είχε συρρικνωθεί σε τέτοιο βαθμό που την τοποθέτησαν σε μία υδρία από όπου ακουγόταν μόνο η φωνή της που προφήτευε. Κάποια χρόνια μετά το θάνατό της βρέθηκε το είδωλό της άθικτο στον ποταμό Άνοσσ στην πόλη Τιμπούρ, το σημερινό Τίβολι. Εκεί την αναγόρευσαν ως Θεά και την λάτρεψαν.
Γαβριέλλα Κασουλίδου