Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος. Στην αρχή πιστέψαμε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ήταν ο οργανοπαίχτης, ένας ακορντεονίστας πρώτης τάξεως που είχε βρει μια γωνιά στο γαλάζιο στενό. Ερχόταν και έπαιζε κάτι νόστιμα βαλσάκια, ζητούσε κανένα τσιγάρο και δοκίμαζε διαρκώς την κλίμακα του Ντο ανεβοκατεβαίνοντας στα άσπρα πλήκτρα, σαν να γύρευε κάτι που ήταν αδύνατο να εντοπίσει και όμως επέμενε. Φαινόταν σαν να΄χε γεννηθεί με αυτό το ακορντεόν δεμένος, τόσο ξένη θα ήταν η όψη του αν τάχα ποτέ το αποχωριζόταν. Τον εντόπισαν παγωμένο και άκαμπτο, σαν από μάρμαρο πίσω από τον κήπο στο βάθος. Τον πρόδωσε το ακορντεόν, με την κατακόκκινη λάκα του πίσω από τις φυλλωσιές. Τον πήραν βιαστικά, έμοιαζαν στενοχωρημένοι οι υπάλληλοι του γραφείου καθώς τον κουβαλούσαν μα έπειτα φύγανε μαρσάροντας και με την μουσική στη διαπασών. Πειράξανε τα κορίτσια στ΄απέναντι πεζοδρόμιο και χαθήκανε με τον νεκρό ακορντεονίστα, ανίδεοι και ανυποψίαστοι. Οι υπόλοιποι διαταχθήκαμε από έναν δικηγόρο να στοιβαχτούμε στο γραφείο του, στο μέγαρο του αριθμού εκατόν σαράντα. Το γραφείο ήταν μικρό, με την προσωπογραφία του γνωστού πια και ταπεινωμένου πίνακα, «ο γέρος και η θάλασσα». Επάνω στο γραφείο μπορούσες να συναντήσεις μια απολύτως ετερόκλητη πανίδα. Αναπτήρες, τσιγάρα, σταχτοδοχεία, έγγραφα, μολύβια, σκονισμένοι φάκελοι δεμένοι με λευκό σχοινί, ένα μπαλόνι σε αργό θάνατο στην γωνιά της οροφής, μονάχο του, διωγμένο. Ο κύριος δικηγόρος μας υπέδειξε πως ο οργανοπαίχτης είχε φροντίσει να μοιράσει σοφά και δίκαια τα λιγοστά του υπάρχοντα. Έτσι καθένας πήρε από ένα μερίδιο χρηματικό και μερικά ρούχα. Κάπως παλιά τα περισσότερα, μια αρχιτεκτονική νεκρή ας πούμε, μα για ανθρώπους σαν και εμάς θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν ένα σύννεφο ευγνωμοσύνης. Σε μένα έτυχε το σκούρο σακάκι που φορούσε τις Κυριακές ή σε καμιά ευτυχή, γαμήλια συγκυρία όπου κυριολεκτικά έδινε ρέστα. Η δουλειά μάλιστα έγινε επιτόπου. Ο κύριος δικηγόρος έψαξε ανάμεσα στις κρεμάστρες και με μια άγνωστη ως τότε ικανότητα, εντόπισε το σακάκι και μου το παρέδωσε. Να θυμάστε τον φίλο σας, ήταν εξαιρετικός. Φανταστείτε, όλα ετούτα πληρωμένα.
Πήρα το σακάκι και στάθηκα στην γωνιά μου. Τώρα το καλοκαίρι είναι όλα πιο εύκολα. Η πόλη μεταμορφώνεται σε ένα ακριβό πετράδι και οι διαβάτες γίνονται περισσότερο εξωστρεφείς. Χαμογελούν, ακολουθούν το ρεύμα της καινούριας, ευτυχισμένης μέρας. Το σακάκι μου περιμένει στο πλάι την ανάγκη για να φορεθεί. Είναι βέβαιο πως την Κυριακή θα εισέλθω στον ναό με έκτακτη ενδυμασία και όλοι θα πουν πως κάτι καλό συνέβη στη ζωή του, δεν είναι μόνος πια, υπάρχει Θεός, υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτόν τον ίδιο που τα κατάφερε. Θα πρέπει να το δοκιμάσω. Ίσως να μην μου κάνει και τότε όλα όσα ονειρεύτηκα θα πάνε χαμένα. Δοκιμάζω να το φορέσω μα το σακάκι διπλώνει τα μανίκια, σαν να το φορά ένα φανταστικό κορμί. Επιμένω, δεν γίνεται τίποτε, καθώς το πιάνω από την μια πλευρά εκείνο γλιστρά, αρπάζω το μανίκι και εκείνο άκαμπτο, σαν φορεμένο κρατά το σχήμα του. Όλα φαντάζουν μια τρομερή αποτυχία. Ωστόσο, το ποσό ήταν κάτι μες στην γενική ατυχία, μα και ένα σακάκι δεν συνιστούσε μια πολυτέλεια. Προσπαθούσα, το τσαλάκωνα, να του δείξω ποιος είναι το αφεντικό μα εκείνο γλιστρούσε, σαν ένας άνθρωπος που σωριάζεται, ξέχειλος από κόπο και καρτερικότητα, ακριβώς σαν τα καλάθια του Μπαρτολομένο Μπίμπι. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψα, αποδεχόμενος την ήττα μου. Ένα σακάκι τον κέρδισε, θα πουν αφού στάθηκε αδύνατο να φορεθεί.
Την ίδια νύχτα κάτι παράδοξο συνέβη που μόνο στα μυθιστορήματα συνηθίζεται. Θα ήταν στο βαθύτερο σημείο της νύχτας, με φτυαριές σκοτάδι να αθροίζονται όταν το σακάκι σάλεψε. Τέντωσε τα μανίκια του, δύο αόρατα χέρια κουμπώσανε τα κουμπιά, ένα αόρατο σώμα προχώρησε κάτω από την φυσική αψίδα που ΄χαν σχηματίσει οι λιγοστές λεύκες. Ο άνεμος που φύσηξε παρέσυρε το σακάκι και το άφησε λεκέ στην άκρη του δρόμου. Σαν πεθαμένο ύφασμα, σωριάστηκε στον δρόμο και έτρεξε κοντά να το κρατήσει. Τώρα τίποτε δεν του αρνήθηκε και όλα πήγαν όπως πρέπει.
Μα εγώ ποτέ δεν το φόρεσα ξανά, όσο κομψό και αν ήτανε όσο και αν με παρακάλεσε η παγωνιά που ασχημαίνει την ζωή μας. Το κρέμασα στο μικρό δεντράκι στο βάθος του στενού μου. Εκεί κρατούσα το ακορντεόν του νεκρού που μου το ΄χε εμπιστευτεί ο κύριος δικηγόρος. Και έτσι όπως κοιτούσα το κρεμασμένο σακάκι με την μεγάλη ιστορία, συλλογίστηκα πως εκείνο το ρετάλι ήταν ο Ιούδας κρεμασμένος μες στην νύχτα, προδομένος όμως ετούτη τη φορά από την μουσική. Ήταν το θλιμμένο και σοφό σακάκι του καλού μου φίλου, ενός άτυχου ακορντεονίστα που δίχως την μουσική του, άφησε λιγότερο καραμελένιο το βράδυ. Είχα μάθει το μάθημά μου και ήταν μες στο όνειρο που μου υποδείχτηκε πως δεν πρέπει κανείς ποτέ να φοράει τα ρούχα του νεκρού. Θα΄ρθει ο καιρός που θα ανέβει του λόγου του μια στάλα από του κάτω κόσμου τους θαλάμους και τότε εκείνα θα τρέξουν κοντά του, πιστά σκυλιά που το μάθανε για αφεντικό. Το σώμα του θα μυρίσουν, το σχήμα του.
Ο πλανόδιος που περνάει πουλά ότι βάζει ο νους σου. Σκονισμένα στεφάνια, ποδηλατάκια, μπάλες, πλαστικά σπαθιά και τα ρέστα. Μα αρκεί καθώς διαλαλεί την πραμάτεια του, για να σωπάσει ετούτη η ιστορία που μιλά για τα ρούχα των νεκρών.