[…και αν έκλαψε η Σαλώμη
στου πάθους τη
συγνώμη…]
[…Πέρα μακριά γαλάζια πεταλούδα, όπως στα ποιήματα, να γεννηθεί πάλευε...]
Τώρα κρατούν περισσότερο τα απογεύματα. Μοιάζουν με απέραντες θάλασσες. Ποτέ δεν θα τις διαβεί, ανίκητα τα απογεύματα στο νησί του. Πάνε δυο μέρες που ΄χει δέσει την βάρκα κάτω στο μόλο. Σηκώθηκε άνεμος που οι παλιότεροι συστήνουν σε όλους να τον σεβαστούνε. Κανένας να μην βγει μεσοπέλαγα, επειδή, δεν πάνε χρόνια που πνίγηκε ολόκληρο το πλήρωμα της Παναγιάς του Τάσου από την ίδια αιτία. Βλέπεις, κανέναν δεν λογάριαζε ο Τάσος και έλεγε πως χρέος του ανδρός είναι να οργώνει τα νερά με όλους τους καιρούς. Τίποτε δεν έλεγε και σαν τον φέρνανε σκοτωμένο οι άνθρωποι του λιμεναρχείου. Τον αφήσανε καταγής και στείλανε έναν μικρό να φωνάξει τον παπά Γιώργη. Εκείνος δεν τ΄αρνήθηκε και καθώς πάντα ο θάνατος φθάνει μες στην νύχτα δίχως χνάρια και θορύβους, καθώς έλεγε, προχωρούσε σκυφτός και παρακλητικός. Κάτι λίγοι περαστικοί που τον ανταμώσανε συμμερίστηκαν την πικραμένη του καρδιά και βγάλαν τα κασκέτα τους. Τίποτε δεν είπαν, μήτε χωράτεψαν μαζί του, ίσως επειδή πάνω στην μορφή του γραφόταν το δράμα του κόσμου. Ο παπά Γιώργης διάβασε πρόχειρα μια προσευχή, δυο τρία λόγια και άναψε το καρβουνάκι που φουντώνει σαν παιδικό πυροτέχνημα και έπειτα σκορπιέται τριγύρω με μια αίσθηση λεπτή. Τον πήρανε τον Τάσο, τον παραχώσανε στο χώμα. Έκλαιγε η αρραβωνιαστικιά του και κάναν τόσο κόπο να την τραβήξουν πάνω από το φέρετρο. Άσε τους πεθαμένους να ζήσουν Μαρία της είπε ο πατέρας και εκείνη που ως τότε ποτέ δεν τον είχε παρακούσει, συγκατάνευσε. Μα δεν έπαψε να κλαίει και εμείς ακόμη που υπήρξαμε σκληροί νιώσαμε να σκίζονται οι καρδιές μας.
Σχεδόν ποτέ δεν τον θυμάται τον Τάσο. Μόνο σαν κατηφορίζει τα πρωινά στο λιμάνι κοιτάζει το σκαρί του που σαπίζει και σφίγγεται η ψυχή του. Πού ταξιδεύεις μωρέ Τάσο και ξεμακραίνει γρήγορα. Καταπιάνεται με τις δουλειές, μαντάρει τα δίχτυα, καλάρει τα παραγάδια, γνωρίζει από την αρχή τα βράχια και εκείνον τον κόσμο τον απλόχερα και ανεξιχνίαστα ευτυχισμένο. Ίσαμε το μεσημέρι τα ΄χει λογαριάσει όλα και ακούει με αγωνία στο ραδιόφωνο τα δελτία της θυέλλης. Πέμπτη ώρα πρωινή, κοινώς χάραμα θα σημειωθούν τοπικοί κυκλώνες μα γρήγορα ο καιρός θα γαληνέψει.
Η ψυχή του όμως, η ψυχή του που ακούραστα δουλεύει το ροδάνι του καημού ποτέ δεν θα ησυχάσει. Πάνε δέκα χρόνια τώρα που αποχαιρετιστήκαν σε τούτο τον ίδιο μόλο. Εκείνη έφευγε για σπουδές, δασκάλα θα γινόταν. Μα θα γυρίσει, του ΄πε σαν είδε να πέφτουν δυο ίσκιοι τριγύρω από το καθαρό του πρόσωπο. Θα΄ρθω πάλι με τα καλοκαίρια, θα σου΄χω δώρα και ιστορίες από την πόλη, θα με έχεις πεθυμήσει και εγώ εσένα. Μα αυτά ήταν λόγια και είναι πράγμα δύσκολο πολύ να κρατηθεί κανείς όρθιος μες στης ζωής τα θολά νερά με τέτοια μέσα, σαθρά και νεφελώδη. Τελευταία σκηνή, εκείνη που φεύγει παίρνοντας μαζί της τις φωνές, τα βλέμματα, τις γλύκες που αλησμόνητες θα μείνουν.
Έπεσε η νύχτα επιτύμβια, με το βάρος του μολυβιού. Κουράστηκε τ΄άγαλμα και άφησε τα χέρια του να πέσουν. Κανείς το πρόσεξε έτσι που όλοι γυρνούν μες στον ταραγμένο κύκλο της ζωής τους. Κάτι του βάραινε την καρδιά. Είπε να κατηφορίσει στο μόλο μα δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Είχε το συνήθειο κάθε που τον εμπόδιζε ο καιρός να πίνει ολημερίς. Οι φίλοι του λένε να προσέχει μα εκείνοι δεν ξέρουν τι ακριβός που είναι ο φόρος του πόνου. Θα την ξεχάσεις, θα το δεις. Να οι τσούπρες τα καλοκαίρια στην περατζάδα του λέγανε μα ήταν δίχως βυθό η βαριά του η καρδιά. Στο τέλος τον αφήσανε, είπανε πως πάει χαμένος και έπειτα απέδωσαν όλο το φταίξιμο στο δράμα που γεννιέται από την ηδονή της γυναίκας, το δράμα της που είναι γραμμένο πάνω στην μοίρα εκείνων που την αγαπούν.
Ήρθε ο μικρός. Γκρέμισε την πόρτα του περιβολιού και φώναξε το όνομά του. Τάσο, τρεις φορές σαν να τον πρόδιδε. Σε λίγο το βαπόρι δένει μωρέ Τάσο, την είδα πάνω στα ρέλια σαν μονάκριβο πουλί καθότανε, είναι μονάχη της και εκείνη, σαν μεσημέρι Τάσο. Ακούς μωρέ τι σου λέω; Το βαπόρι φθάνει, νάτο, – ακούς που μανουβράρει – το βαπόρι έφθασε Τάσο. Μα εκείνος έδωσε μια δεκάρα στον μικρό και του΄πε να φύγει. Έκανε να σηκωθεί όμως ο άνεμος τα είχε όλα αφανίσει. Δρόμους, υποστατικά, μοτοσικλέτες, τα φώτα του δρόμου αφανισμένα έφεγγαν με το πρόσχημα της νύχτας. Δοκίμασε πάλι και άκουσε τον χρόνο που όλο κυλά, αφήνοντας στιγμές σαν κόρες λαζουρίτη εδώ και εκεί μες στις ανασκαφές του έρωτός μας.
Θα πάει. Άλλο τίποτε δεν μπορεί να κάνει. Πάνε δέκα χρόνια και τούτος ο κόσμος άλλαξε πια ταπετσαρία. Μια ανθισμένη μουσελίνα πέφτει παντού καθώς τα ωροσκόπια και οι καρδιές γερνούν και μπερδεύονται. Βαριά που ΄ναι τα βήματά του και ο αέρας που ευωδιάζει ζάχαρη και μέλι. Όλα μοιάζουν παράδοξα και τα παραθύρια της ζωής του τόσο μικρά.
Το βαπόρι φωτισμένο ησυχάζει σαν άγριο θηρίο στην άκρη του λιμανιού. Ξερνάει φορτηγά και προμήθειες και ανθρώπους. Ο Τάσος στάθηκε πίσω από τα δέκα τους χρόνια, ήσυχος βέβαιος πως δεν θα τον θυμηθεί μεμιάς. Πόσο λάθος έκανε, πόσο λάθος.
Και τότε την είδε, καθώς όλα φεύγανε και μέναν οι δυο τους έξω από τον χρόνο. Το χρονικό συμπληρώθηκε και άκουσε εντός του τις χορδές που σπάγανε. Φορούσε τα χρόνια και είχε τα μαλλιά της ξανθά και ανακατωμένα. Κοίταξε τριγύρω, στον ορίζοντα πέρα ξέκρινε τις απαλές τις αστραπές. Και ο Τάσος που λείπει, δέκα χρόνια τώρα λείπει, συνέχισε. Τυφλός ο κόσμος και μεταξένια η λύπη του. Προχώρησε προς τα μαγαζιά του κέντρου. Οι πλανόδιοι πωλητές παζάρευαν αόρατα υφάσματα και διαβάζανε την τύχη, όπως εκείνος παράξενος αλήτης του προώρως χαμένου Μ. Μητσάκη.
Ω νύχτες της Γεσθημανής ταπεινωμένες εμπρός στης αγάπης τον θόρυβο. Μονάχα αυτό και τίποτε άλλο δεν χωρά καθώς στέκουν τώρα, ο ένας αντίκρυ από τον άλλον, σκάβοντας με χέρια γυμνά εκείνο το νταμάρι των δέκα χρόνων. Περίλυπος την κοιτούσε και έπαιρνε επάνω του όλο του κόσμου το φταίξιμο. Οι τύψεις τον γυροφέρνανε, οι τύψεις για όσα δεν είπε, για το δύσκολο αγώνισμα του ανθρώπου που ξεσταχιάζει, ξένος για τον κόσμο, ξένος μες στον καημό του.
Κοιτάχτηκαν. Παραμέρισαν τους μπερντέδες, σκάψανε κάτω από την βαθιά ρυτίδα του χρόνου. Και όλα τα βρήκανε άθικτα και την αγάπη τους τώρα πια, ομορφότερη σαν εκείνους που ζουν δίχως συναίσθηση της απέραντης ομορφιάς. Μέση σφιχτή μες σε κορσάζ από σκούρο λεπτό ύφασμα στο χρώμα του κάστανου. Τίποτε άλλο δεν θυμάται και την φωνή της που ΄λεγε Τάσο και έκλαιγε.
Και το καλοκαίρι που μέχρι τότε κάτι καρτερούσε για να αρχίσει, άναψε τριγύρω σε όλα τα νησιά. Για τον Τάσο και την Άννα, για την αγάπη τους που στέκει δέκα χρόνια τώρα, παράπονο αθώο.
Πέρα μακριά γαλάζια πεταλούδα, όπως στα ποιήματα να γεννηθεί πάλευε.
Απόστολος Θηβαίος