Ασφυκτική αγκαλιά
Μου λείπεις. Όχι ότι δεν είχες μείνει μακριά μου κι άλλες φορές, πώς γίνεται να ξεχάσω τα ταξίδια σου; Μ’ έπαιρνες μικρό στην αγκαλιά σου, «θα λείψω, μωρό μου, για λίγο» έλεγες κι εξαφανιζόσουν μήνες. Έμενα με συντροφιά τον πατέρα. Πηγαινοερχόταν σκυθρωπός κι αμίλητος, του έφταιγαν όλα. Τον καιρό που χτιζόταν ο πάνω όροφος είχαμε συνεχώς τεχνίτες κι εργασίες, κι αυτός καθόταν στην κουζίνα, έπιανε το κεφάλι μες στα δυο του χέρια κι έμενε εκεί ώρες. Τον σκουντούσα, του μιλούσα και γύριζε με κοίταζε με βλέμμα απλανές, σαν να μην υπήρχα. Πιο πολύ μου απευθύνονταν οι ξένοι παρά εκείνος.
Δε συνήθισε ποτέ τα ταξίδια σου. Όποτε ερχόταν η αδερφή του, έλεγαν για σένα. Ήμουν παιδί, δεν καταλάβαινα, μ’ ενοχλούσε, όμως, να μιλάνε πίσω απ’ την πλάτη σου. Δεν ήσουν μόνη, έλεγαν, κάποιος σε συνόδευε πάντα· στο Καράκας, στο Μεξικό, στην Ταγγέρη, στο Δελχί. Μεγάλωσα κι έμαθα. Δεν έχει νόημα το ταξίδι δίχως παρέα. Δυο τρεις φορές που έφυγα απ’ τη χώρα μονάχος μου, απογοητεύτηκα. Έψαχνα να βρω λίγη από τη σαγήνη σου, λίγο άρωμα από το άρωμά σου, κάτι να με συναρπάσει, μα δεν έβρισκα τίποτα. Πίστευα πως είχε να κάνει με τα ταξίδια αυτό το μεθυστικό κάτι, που ανέδινες στο πέρασμά σου, πως εκεί θα ήταν όλα μαγικά και βρήκα μόνο πλήξη κι ανθρώπους άγνωστους, στριμωγμένους σε μεγάλους βρόμικους δρόμους, σε λεωφορεία και μαγαζιά. Κτίρια, μνημεία, τοπία διαφορετικά, αλλιώτικες φορεσιές, χρώματα, μυρωδιές και συνήθειες, αδιάφορα όμως όλα. Πανομοιότυπα είδωλα του ανούσιου σε χιλιάδες καθρέφτες. Κι αποκαρδιώθηκα, έπαψα να ταξιδεύω.
Εσύ χαιρόσουν να γνωρίζεις ξένες χώρες. Όταν επέστρεφες, το πρόσωπό σου έλαμπε, τα χέρια σου ήταν γεμάτα δώρα, η αγκαλιά σου ανοιχτή και θερμή. Κι αυτός ύπουλος, μοχθηρός, κατηγορούσε υπόγεια όσους σε συντρόφευαν στα ταξίδια σου, προσπαθώντας να με πάρει με το μέρος του. Δεν το κατάφερε.
«Καλά έκανες κι έφευγες» σκεφτόμουν. «Δίκιο είχες να θες να ξεφύγεις από τη θλιβερή του παρουσία».
Δεν είναι παρουσία αυτή, φορτίο στις πλάτες όσων βρίσκονται δίπλα του είναι, μ’ εκείνο το βλοσυρό ύφος αποτυπωμένο μόνιμα στο πρόσωπό του. Σε ρόλο κατήγορου πάντα, να φταίνε άλλοι για την κατάθλιψή του. Βαρέθηκα την γκρίνια και τη μιζέρια του. Με κούρασε τ’ άγρυπνο μάτι του που με παρακολουθεί αδιάκοπα, προσμένοντας το επόμενο λάθος για να με κρίνει και να με κατακρίνει. Λιγότερο ίσως από σένα, που πάνω στο θυμό του σε αποκαλεί μάγισσα, αιμοβόρα, αράχνη που τον έμπλεξε στα δίχτυα της, σκοτεινή αγκαλιά.
Καλά έκανες κι έφευγες. Χίλιες φορές κατανοώ την ανάγκη σου να δραπετεύεις. Το έχω, όμως, κρυφό παράπονο που δε με πήρες ποτέ μαζί. Μου έλειπες πολύ. Ακόμα μου λείπεις, θα το πιστέψεις; Δε συνήθισα την απουσία σου κι ας μην απαντάς πια στα γράμματά μου, ας έχω χάσει το λογαριασμό πόσα χρόνια έχω να σε δω ή να σ’ ακούσω. Ίσως να μην έχει νόημα που συνεχίζω να γράφω. Καμιά φορά λέω όχι, το προσπαθώ, μα ελπίζω πάλι σε μιαν απάντηση και ξαναπιάνω το στιλό.
Δεν είναι αλήθεια πως δε συνήθισα την απουσία σου. Συνήθισα. Δεν ταράζομαι όπως παλιά. Όλα κυλάνε ήσυχα, κανονικά, εδώ. Ο πατέρας πάει κι έρχεται σκυφτός όπως πάντα, αλλά γερασμένος.
«Έφυγε» μουρμουρίζει «έφυγε».
Δεν αντέχεται η μουρμούρα του. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, πώς διάλεξες ένα τέτοιον άντρα. Εσύ ήσουν για άλλα πλασμένη. Αέρινη, μες στα μεταξωτά και τις δαντέλες, στις πιο λεπτές αποχρώσεις, σαν απαλό ουράνιο τόξο. Ακούω το θρόισμα των φορεμάτων σου, σε βλέπω να περνάς ανάλαφρη μέσ’ από τα δωμάτια. Αμέτρητες εικόνες σου. Ιέρεια, νύμφη, Σαλώμη· με τα διάφανα πέπλα ν’ ανεμίζουν, δεινή χορεύτρια στριφογυρνάς το ρούχο επιδέξια στα χέρια σου, το τινάζεις ψηλά, το απλώνεις, το μαζεύεις, στήνεις τρελό χορό γύρω από τον εαυτό σου, γίνεσαι πεταλούδα, φτερουγίζεις, πετάς μακριά.
Κι αυτός ο ανόητος θέλησε να σε κρατήσει μόνο δικιά του. Σου πρόσφερε πολλά. Δεν ήξερε πως δε φυλακίζεται η πρωινή αύρα; Διαπερνάει τις χαραμάδες και φεύγει. Του ξέφευγες κάθε φορά, μου ξέφευγες κι εμένα. Εκεί που σ’ άγγιζα κι έλεγα «μαμά, μαμά μου, είσαι εδώ», εσύ χανόσουν κι έμεναν τα χέρια μου άδεια. Βρισκόμουν πάλι μόνος, πλάι σ’ αυτόν το βαρύθυμο άντρα. Με τα χαρτιά και τα σχέδιά του απλωμένα εδώ κι εκεί. Σχεδίαζε και σχεδίαζε, εξακολουθεί να σχεδιάζει, δεν κατάλαβα ποτέ για ποιον προορίζονταν αυτά τα σχέδια, ποιος θα επιθυμούσε ποτέ να κατοικήσει σε τέτοια περίκλειστα κτίσματα, συμπαγή. Συκοφαντούσε μετά τους άλλους επειδή δεν έγινε ο αρχιτέκτονας που ονειρευόταν.
Έφτιαξε και τούτο το σπίτι, τι σπίτι κι αυτό, στραμμένο ολόκληρο προς τα μέσα, σαν κέλυφος σαλιγκαριού. Πέτρινο κουκούλι, ασφυκτική αγκαλιά, με διαδρόμους σκοτεινούς, σκάλες και λαβυρίνθους, κινδυνεύω να χαθώ στο εσωτερικό του. Μεγάλωσα κι είναι φορές που φοβάμαι, μη στρίψω σε λάθος διάδρομο κι αφανιστώ σε κάποιο αθέατο ρήγμα. Πώς να μη θέλεις να φύγεις; Κατάφερνες, έβρισκες την έξοδο και σε θαύμαζα. Γνώριζες μυστικές κρύπτες και πόρτες διαφυγής, ξεγλιστρούσες κι έβγαινες στο φως, εξαφανιζόσουν, ενώ εγώ εγκλωβίστηκα, δεν μπόρεσα ν’ αποδράσω. Με έθαψε μαζί του. Μα τόσο καιρό που κατοικώ εδώ, συνήθισα πια κι όλο και σπανιότερα μου γεννιέται η επιθυμία να φύγω.
Δε βγαίνω πλέον σχεδόν καθόλου. Δε μ’ ενδιαφέρει να δω κάτι ή να συναντήσω οποιονδήποτε. Ούτε μου λείπει τίποτα, ας ακούγεται περίεργο. Ακόμα και για σένα, τ’ ομολογώ, δε νιώθω τώρα εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι που αισθανόμουν όποτε σε σκεφτόμουν, ούτε μου γεννιέται η λαχτάρα να σε δω το συντομότερο. Μου αρκούν τα γράμματα που σου γράφω, ας μην παίρνω απάντηση. Αυτό το λίγο που σε νιώθω κοντά μου, όσο σου μιλάω. Μπορεί και να μην περνάω, τελικά, τόσο άσχημα, όσο νόμιζα. Εκείνος, άλλωστε, φροντίζει για όλα. Μου έχει εξασφαλίσει μια ήρεμη και άνετη ζωή. Έχει αναλάβει την καθαριότητα, τις προμήθειες, τις επισκευές, τα πάρε δώσε με τα συνεργεία και τους ανθρώπους. Ό,τι δηλαδή απεχθάνομαι.
Τι να ζηλέψω από τον έξω κόσμο; Καραδοκούν αμέτρητοι κίνδυνοι εκεί, εμφανείς κι αφανείς εχθροί. Κι η ζέστη αυτή την εποχή, απ’ ό,τι δείχνουν τα θερμόμετρα, είναι αφόρητη. Τέτοιες μετρήσεις είχαμε να δούμε χρόνια. Εδώ μέσα, τουλάχιστον, ο χώρος είναι φρέσκος και δροσερός και ώρες ώρες αναρωτιέμαι μήπως τον έχω αδικήσει τον πατέρα μ’ όλα αυτά που σκεφτόμουν σε βάρος του. Μήπως του απέδιδα προθέσεις που δεν είχε. Μήπως τον παρεξήγησα και δεν είναι τόσο κακός, αποτυχημένος ή δόλιος, όπως έλεγα. Ξεκίνησε να χτίσει μια φωλιά για σένα και απλά δεν το κατάφερε. Ήθελε να σε γλιτώσει από το ανελέητο φως του ήλιου, τις βλαβερές ακτίνες και τη θέρμη του, έφτιαξε άθελα τούτο το άχαρο κτίσμα και σ’ έχασε. Δεν έγινε, όμως, από σκοπιμότητα, από λάθος κι αδεξιότητα έγινε.
Όσο περνάει ο καιρός σιγουρεύομαι. Προσπάθησε απεγνωσμένα να σε προστατεύσει. Έβαλε όλη τη γνώση και την τέχνη του και σχεδίασε για σένα κάτι ξεχωριστό που δεν είχε υπάρξει ποτέ ξανά στον κόσμο. Ένα θερμοκήπιο για ένα σπάνιο λουλούδι κατάλληλο για κάθε εποχή του χρόνου και για οποιαδήποτε κλιματική αλλαγή. Με μία και μοναδική προσδοκία. Να παραμείνει το δέρμα σου νεανικό κι αλαβάστρινο στην όψη, όπως το θυμόμαστε εκείνος κι εγώ. Δέρμα διάφανο, αψεγάδιαστο κι εξόχως ταιριαστό στην υπέροχη κυρία που υπήρξες. Αυτή που δρασκέλιζε ανάλαφρα το κατώφλι του σπιτιού και μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο μας αποχαιρετούσε.
*/ Διήγημα από τη συλλογή «Κόκκινο κουκούλι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Βάσως Σπηλιοπούλου.