Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Το Brandy Sour – Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια (εκδ. Πατάκη 2022) της Κωνσταντίας Σωτηρίου κοσμεί μαζί με την τριλογία της – Η Αϊσέ πάει Διακοπές (2015), Φωνές από Χώμα (2017) και Πικρία Χώρα (2019) επίσης από τις εκδ. Πατάκη – χωρίς αμφιβολία τα κυπριακά γράμματα. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην τριλογία της Σωτηρίου αφού επιτυγχάνει όπως φαίνεται «τον απεγκλωβισμό των ιστορικών γεγονότων, που αφορούν το κυπριακό, από τις αποστειρωμένες λογοτεχνικές τους αποτυπώσεις και τις διεκπεραιτωτικές τους γραφικότητες»1.
Στο τέταρτο βιβλίο της η συγγραφέας ξεδιπλώνει με τον συνήθη δημιουργικό της τρόπο την εξίσου σημαντική και πρωτότυπη λογοτεχνική της πρόταση. Ωστόσο, και παρά την ευρεία αποδοχή των κριτικών σε Ελλάδα και Κύπρο, το Brandy Sour συγκεντρώνει και προβληματικά στοιχεία, τα οποία είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Αρχικά και σε αυστηρά τεχνικό επίπεδο, η γραφή του Brandy Sour βρίθει από έναν νοσταλγικό συναισθηματισμό. Το έργο δηλαδή φαίνεται να έχει τον χαρακτήρα μιας ψυχολογικοποιημένης ιστορικής αναδρομής που εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Κατά συνέπεια, διακρίνεται μια ανεπάρκεια σε ό,τι αφορά την αναγκαία αποδόμηση των συναισθηματισμών και της άκριτης νοσταλγικότητας για το παρελθόν, την οποία συμπυκνώνει η μορφή του ξενοδοχείου Ledra Palace, μιας «ζωντανής οντότητας», της οποίας ο εσωτερικός κόσμος είναι «οι γνωστοί και άγνωστοι άνθρωποι που αφήνουν το αποτύπωμά τους στο ξενοδοχείο» όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Κατά δεύτερον, όλα ανεξαιρέτως τα διηγήματα είναι φορτωμένα από συνεχείς επαναλήψεις προτάσεων, εικόνων και εκφράσεων. Ένα τυχαίο αντιπροσωπευτικό δείγμα επαναλαμβανόμενης γραφής είναι το διήγημα με τίτλο «Ζιβανία – Αρχιεπίσκοπος». Σ’ αυτό το διήγημα εντοπίζονται επαναλαμβανόμενα εκφραστικά μέσα εικόνων και νοημάτων σε μάλλον αχρείαστα ακραίο βαθμό. Στο συγκεκριμένο διήγημα για παράδειγμα εντοπίζεται περίπου έξι φορές η πληροφορία ότι «ο Αρχιεπίσκοπος δεν την πίνει τη ζιβανία, τα σιχαίνεται όλα τα ποτά, δεν τρώει καθόλου κρέας και πίνει μόνο νερό» ή άλλες τόσες ότι «τη χρησιμοποιεί για εντριβές και βεντούζες». Αυτή η υπερφόρτωση των επαναλήψεων δίνει την αίσθηση άσκησης δημιουργικής γραφής, με όλη την τεχνητή επιτήδευση που χαρακτηρίζει τέτοιες ασκήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η αναγνωστική συνοχή να αποδυναμώνεται και ο λόγος να γίνεται δυσανάγνωστος.
Τρίτον, ο τίτλος του βιβλίου εμπεριέχει τον όρο μυθιστόρημα – «Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια» – ενώ πρόκειται μάλλον για μια συλλογή διηγημάτων με κοινό θεματολογικό άξονα. Ο άξονας αυτός – το ξενοδοχείο ως τραύμα – παραχωρεί στον αναγνώστη το δικαίωμα ν’ αποκωδικοποιήσει το ερμηνευτικό σχήμα της Σωτηρίου μ’ ένα καθαρά ιδιότυπο τρόπο. Συγκεκριμένα, η θέση της Σταυρινής Ιωαννίδου ότι το Brandy Sour αποτελεί «μια πιο νηφάλια προσέγγιση απέναντι στο κυπριακό τραύμα2» αποτυπώνει την ουσία μιας υποκειμενικοποίησης του τραύματος με όρους εξυγίανσης και αποθεραπείας. Σχεδόν όλες οι θέσεις των κριτικών σημειωμάτων για το έργο κινούνται σ’ ένα τέτοιο φάσμα προσέγγισης του τραύματος. Η κριτικός Ελένη Πατσιατζή το εκφράζει και ως αποστασιοποίηση, ισχυριζόμενη ότι: «Με μια έντεχνη αποστασιοποίηση του αφηγητή [η συγγραφέας] καταγράφει, σχεδόν διαπιστωτικά, γεγονότα που συνδέονται με την κατασκευή, λειτουργία, ακμή και παρακμή του εμβληματικού ξενοδοχείου Ledra Palace στη Λευκωσία. (…) Σε κανένα κεφάλαιο δεν παρατηρείται εκτροπή σε ρηχό συναισθηματισμό ή σε καταγγελτικό τόνο. Η αποστασιοποίηση που προσώπου που αφηγείται συνιστά ένα εργαλείο που επιτρέπει να αναδειχθεί η έκκεντρη ματιά και ο υπόγεια σκωπτικός τόνος για τις αποφάσεις που ελήφθησαν εκτός του νησιού, αλλά καθόρισαν την τύχη του3.» Η «αποστασιοποίηση», όπως και η «νηφαλιότητα», εκτελούν όμως σ’ αυτή την περίπτωση χρέη μιας ιδιωτικής πλέον επεξεργασίας και χρήσης του ιστορικού τραύματος. Μ’ άλλα λόγια, υπερβαίνουν τον σκόπελο του συλλογικού βάρους του τραύματος μιας χώρας διαχειριζόμενες το τραύμα την ιδιωτική εκδοχή του. Την αποστασιοποίηση από το συλλογικό βάρος του τραύματος και την αποπολιτικοποίηση της ιστορίας φαίνεται να την εντοπίζει και πάλι η κ. Πατσιατζή η οποία ισχυρίζεται ότι: «Δεν έχει σημασία η ταξική ή εθνική προέλευση. Σημασία έχει ότι βρίσκονται στον τόπο όπου διαδραματίζεται όχι μόνο η λογοτεχνική δράση αλλά και η ιστορική. Όπως δεν έχει σημασία αν θα παραγγείλεις «ελληνικό» ή «τούρκικο» ή «κυπριακό» καφέ. Η γεύση και η επίγευση είναι ίδια…4» Ο χώρος/τοπίο μέσω του οποίου παράγεται η λογοτεχνική πρόταση της συγγραφέως, το ξενοδοχείο Ledra Palace, είναι ένας, κατά τον Δημήτρη Χριστόπουλο, «μη-τόπος5». Γράφει ο ίδιος ότι «Το Λήδρα Πάλας συνιστά από μόνο του έναν «μη-τόπο». Η Σωτηρίου προσπαθεί να χωρέσει με λογοτεχνικό τρόπο την ιστορία ενός τόπου εντός αυτού του μη-τόπου. Αν το επιτυγχάνει, αυτό αποτελεί συνάρτηση του βαθμού στον οποίο το έργο της μπορεί να απεμπλακεί από την τραχιά επιφάνεια της ιστορίας. Σ’ αυτή την περίπτωση το Ledra Palace γίνεται μια αποστασιοποιημένη οντότητα – μια λεία επιφάνεια εργασίας – τόσο ανάλαφρη ώστε να μας δίνει τη δυνατότητα να το ατενίζουμε σαν όνειρο που χάθηκε.
Και πράγματι, ένας σχεδόν κοινός παρονομαστής στις πολυάριθμες κριτικές στο έργο είναι η εντύπωση ότι χάθηκε ένα όνειρο. Για παράδειγμα η Διώνη Δημητριάδου γράφει: «Έτσι, όσο κι αν φαινομενικά το θέμα της είναι το Λήδρα Παλλάς, οι ιστορίες που αφηγείται αφορούν τη ματαίωση του ονείρου για μια χώρα που ενώ ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον, βρέθηκε διχοτομημένη, με το πολυτελές ξενοδοχείο νεκρό πια, να αποτελεί διαχωριστικό σημείο, οδόφραγμα στη νεκρή ζώνη6.» Στην ίδια λογική κινείται και ο Κώστας Στοφόρος, επισημαίνοντας: «Και παρά την τραγωδία, πέρα από την κατανόηση να μας χαρίσουν και μοναδική αναγνωστική απόλαυση. (…) Όνειρα και προοπτικές που ναυάγησαν μετά την εισβολή. Κι εκείνο το μέλλον που φάνταζε τόσο φωτεινό, σκοτείνιασε…7». Η κ. Δημητριάδου όσο και ο κ. Στοφόρος εντοπίζουν από κοινού αυτό που η Σωτηρίου προβάλει με το έργο της. Για το αν όμως οι Κύπριοι πριν την εισβολή ζούσαν ένα όνειρο υπάρχουν, υποθέτω, αμφιβολίες. Υπάρχουν αμφιβολίες επίσης για το αν το Ledra Palace μπορεί να αποτελέσει το αρχιτεκτονικό υπόδειγμα γι’ αυτό το φωτεινό και αισιόδοξο μέλλον. Η Σωτηρίου «όμως δεν γράφει Ιστορία, δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, πατάει πάνω στην Ιστορία για να γράψει, με ευρηματικό τρόπο, λογοτεχνία» όπως ισχυρίζεται ο Κυριάκος Στυλιανού στην εφημερίδα Αλήθεια (20 Απριλίου 2023). Συνεπώς, το λογοτεχνικό έργο Brandy Sour «πατάει πάνω στην ιστορία» με μια ανάλαφρη ηθογραφική διάθεση που τελικά την αποψιλώνει. Η Αγάθη Γεωργιάδου παρατηρεί άλλωστε, συμφωνώντας με την Σωτηρίου, ότι το Ledra Palace «στις λαμπρές του μέρες αποτέλεσε σύμβολο του λάιφ στάιλ της εποχής…8».
Έχουμε λοιπόν εδώ, και με άλλοθι τη «λογοτεχνικότητα» τη μετατροπή της συλλογικής φύσης του τραύματος σε μια ιδιωτική πλέον υπόθεση. Η παρατήρηση του Αριστείδη Καρεμφύλλη καθιστά σαφή τη γενίκευση μιας ιδιωτικής ματιάς στην ιστορία: «Ιστορίες, λίγων σελίδων η καθεμιά, που μας συστήνει τα ήθη μέσα από μια ιδιαίτερη σχέση που είχαν οι άνθρωποι με αυτά που τους άρεσε να πίνουν. Και αν τις συγκεντρώσεις αυτές τις ιστορίες, μία προς μία, βλέπεις τις ζωές και την εξέλιξη μιας ολόκληρης κοινωνίας, ενός μικρόκοσμου 22 ατόμων, και του περίγυρού τους9.» Η ιστορία και το όποιο τραύμα ενός λαού καταλήγει έτσι μια λογοτεχνική περιήγηση ενός μικρόκοσμου και του περίγυρού του.