«Σταθείτε κύριοι, σταθείτε!»
Ήρθαν όταν δεν τους περίμενε κανείς. Κυρίως εγώ που ένιωσα πως ο κόσμος που είχα φτιάξει γκρεμιζόταν, καθώς πλησίαζαν στην γωνιά μου. Έσφιξα τα δόντια, έτοιμος να μιλήσω για μένα σε αυτούς τους κυρίους. Ζούσα για χρόνια μες στο πλήθος, μα κρατούσα το καλύτερο κομμάτι για τον εαυτό μου, για σένα.
Τώρα πια, το παιχνίδι τέλειωνε και οι πιθανότητες με εγκατέλειπαν. Η καρδιά μου είχε παγώσει όταν είπαν, καλησπέρα σας, να σας απασχολήσουμε δυο λεπτά, δεν θα πάρει πολύ και με συνόδευσαν στο μικρό αίθριο, κατακλυσμένο από μαθητικές, ερωτικές εξισώσεις, σαν αυτές που υπόσχονται τα πάντα και τίποτε στο λεύκωμα της αποφοίτησης.
Η δις Μαίρη μας είχε μιλήσει για εσάς. Στην αρχή με μισόλογα, μα ύστερα μας αφηγήθηκε όλη την ιστορία. Δεν σας κρίνουμε, προς Θεού κύριε, μονάχα εκτελούμε την επιθυμία της Μαίρης. Ξέρετε, έφυγε ξαφνικά πριν από μερικά βράδια.
Ένα δειλό φως στο βάθος του δρόμου, προσπάθησε να ανάψει μα γρήγορα έχασε το κουράγιο του. Και ο δρόμος βυθίστηκε σε ακόμη περισσότερη ερημιά, περισσότερη από όση μπορεί να αντέξει κανείς. Η Μαίρη από την άλλη πλευρά με χαιρέτησε, μορφή που χανόταν και πάλι κέρδιζε τον εαυτό της μέσα στις αναμμένες μαρκίζες.
Τότε θέλησα να πω στους αξιότιμους κυρίους πως, κάνετε λάθος, η δις είναι απέναντι και μου γνέφει ακριβώς ετούτη τη στιγμή. Μα αντί για αυτό, είπα, λυπάμαι και πικράθηκα. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσο, μα για να με νιώσετε, φανταστείτε ένα μεγάλο, κίτρινο φεγγάρι που δεν μπορεί να κάνει τίποτε για εκείνη την ψυχή που κομματιάζεται. Εκεί έξω συμβαίνει τόσο συχνά, εμείς δεν έχουμε ιδέα, καθώς αλλάζουμε κατευθύνσεις και παίρνουμε λάθος αποφάσεις και αγαπάμε τα λάθος κορίτσια. Και έπειτα θυμόμαστε, σε μια τελευταία σκηνή που κρατάει πολύ, σαν το φιλί που μας έλειψε. Με τα κέρινα φτερά μας απολύτως κατεστραμμένα.
Εργαζόμαστε στις υπηρεσίες του δήμου. Και η δις Μαίρη ήταν γλυκύτατη όταν ερχόταν το πρωί, ρωτώντας μας αν είναι όμορφη. Και ύστερα από λίγες ώρες, διαλυμένη από το ποτό, με ένα σπαραχτικό βλέμμα από λερωμένο κρύσταλλο. Της κρατούσαμε συντροφιά τις τελευταίες μέρες. Γελάσαμε και είπαμε μερικά πικάντικα αστεία, η δις Μαίρη δεν ήταν σαν όλους τους άλλους. Έλεγε πως η ζωή της χρωστούσε και έπιανε το τραγούδι λέγοντας ξανά και ξανά, «η πατρίδα μου» και αφήνοντας τα δάκρυα να την σκεπάσουν, δίχως κανέναν άλλον μορφασμό. Ήταν μονάχη της μια μαρτυρία του καλού και του κακού. Καταλαβαίνετε;
Μα εγώ ήθελα να τους διαβάσω το ποίημα που έγραψα για εκείνη. Και όμως κράτησα ενός λεπτού σιγή που φάνηκε αιωνιότητα, επειδή τώρα βλέπω λιγότερο τον εαυτό μου μες στον κόσμο και ίσως κάπως θολό και κουρασμένο, σαν βαλμένο πίσω από το τζάμι της βροχής. Ήθελα να κλάψω στην αγκαλιά τους μα λογάριασα κάτι τέτοιο εξόχως τολμηρό. Και έπειτα θα με θεωρούσαν αδύναμο, το σύστημα θα έπαιρνε εμπρός και εγώ θα βρισκόμουν σε λίγο στους ολόλευκους διαδρόμους με τον χαμηλό φωτισμό και με τις σκιές. Έτσι είπα λυπάμαι, δυο φορές, σαν αντήχηση σε καταπράσινη κοιλάδα που επιστρέφει χρόνια μετά, τίποτε άλλο. Έκλεισα απότομα, σαν αμήχανο γράμμα που περιγράφει έναν πικρό μα μοιραίο χωρισμό.
Ο ένας κύριος τράβηξε ένα χάρτινο κουτί που ΄χε τόση ώρα ανάμεσα στα πόδια του. Ήταν παλιό και φθαρμένο, όπως και αυτός. Κάποτε αυτό το κιβώτιο κουβάλησε από το εργοστάσιο μερικές κονσέρβες καλαμπόκι και ο σκοπός του εκπληρώθηκε. Τώρα περιείχε μερικά σκόρπια αντικείμενα, δίχως καμιά συνάφεια μεταξύ τους. Παραδείγματος χάρη, μια κοκάλινη χτένα με φθαρμένη λαβή, την μινιατούρα ενός αρώματος με χαλασμένη ετικέτα και δυνατή ομολογουμένως μυρωδιά γιασεμιού. Αυτή σίγουρα θα ήταν η Μαίρη. Έπειτα ένα ζευγάρι κλειδιά που κανείς και ποτέ δεν θα μάθει αν ανοίγουν κάποια κλειστή πόρτα, αν μια πράσινη ζακέτα με τα κουμπιά της σπασμένα και λίγο φαγωμένη στον γιακά μπορεί να σε φέρει πίσω, ένα πλαστικό ποτήρι σαμπάνιας. Και απέραντες καρτ ποστάλ με φιγούρες κοριτσιών από το Παρίσι, την Λισαβώνα, το Πόρτο, την Αθήνα, την Ριέκα, την Βιένη ή το Βερολίνο και την Χιλή, το Ρίο και την συνοικία Μπόκα. Κάποιες άλλες αναπαριστούν γωνιές από γειτονιές μιας νησιωτικής, μεσαιωνικής πόλης. Ένα κάστρο, μερικά χαλάσματα και η καρδιά του χειρουργημένου κόσμου που δεν τα κατάφερε να φυλάξει τα περάσματα.
Αυτά είναι δικά σας. Η δις Μαίρη μας ζήτησε να σας τα παραδώσουμε. Λυπούμαστε ειλικρινά και εγώ είπα, σας είμαι υπόχρεος μόνο και μόνο για την συντροφιά σε τούτο τον άγριο κόσμο, με την κτηνώδη ομορφιά και την απέραντη δυστυχία.
Έπειτα έπεσα στην άβυσσο που είναι ένας κόσμος δίχως αντικείμενα, με τίποτε άλλο έξω από σκοτάδι και ησυχία. Κοίταξα το χάρτινο κουτί. Όλα πέθαιναν εδώ και χρόνια, ήταν αντικείμενα μες στην απόλυτη πια μοναξιά τους και καμιά ανθρώπινη χροιά δεν υπήρχε. Μια βαθιά και υγρή νύχτα ερχόταν από παντού καθώς οι κύριοι έκαναν μια βαθιά υπόκλιση, πρόσθεσαν συλλυπητήρια κύριε, τίναζοντας από πάνω τους τον χαμένο χρόνο.
Και δεν είδαν πως ανάμεσα σε εκείνες τις καρτ ποστάλ περιλαμβανόταν και ένα πορτραίτο. Απ΄αυτό που με δυο δεκάρες οι πλανόδιοι φωτογράφοι αναλαμβάνουν, στήνοντας την μηχανή τους με φροντίδα ανάμεσα στα τραπέζια. Η φωτογραφία τυπώνεται αμέσως, η νέα εποχή που ανοίγεται απαιτεί την ευκολία, την άνεση. Το χαρούμενο ζευγάρι που ποζάρισε στην αρχή της αγάπης του κοιτάζει μετά από χρόνια τις φωτογραφίες. Στην οθόνη απομένει μια ιδέα νοσταλγίας.
Έπειτα επιστρέφει ττο όνειρο της μουσικής του Βέρντι, με μάτια από τρελή επιθυμία, απολύτως πλανημένα. Η δις Μαίρη νεότατη, προτού ακόμη χρειαστεί να αντέξει το βάρος ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Κατάκοπη, ίσως από τον χορό καθώς από τα καρέ αναβλύζει μια μυρωδιά τζαζ. Πίσω της ένας άγνωστος άνδρας, ένα προϊστορικός καπνιστής. Και δίπλα της κάποιος νέος, όχι πάνω από τριάντα χρονών με ένα κατακόκκινο καπέλο. Είναι εκείνα τα χρόνια Μαίρη, όταν όλες οι λύπες αντέχονταν, έτσι δεν είναι; Θα την θυμάμαι να φορά πάντα το σκισμένο της μπλου τζην και την σκοροφαγωμένη ζακέτα, τις γαλότσες της ή τα φθαρμένα της σνίκερ. Όπως και να έχει θα την θυμάμαι σαν ένα ολόκληρο, ακέραιο θαυμαστικό.
Μα η Μαίρη δεν θα απαντήσει. Πάνε μερικές μέρες που φάνηκε και πάει. Αν τίποτε από όλα αυτά δεν είχε συμβεί, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος για να θυμηθώ πως ονομάζομαι Σον, πως αγαπώ την Μαίρη και έτσι μαθαίνω αργά και μεθοδικά την τέχνη της προδοσίας. Αν τρέξω θα προλάβω τους κυρίους για να τους πω είμαι ο Σον και χάθηκα μα εγώ, κύριοι, εγώ μονάχα ξέρω τι σημαίνει τ΄άδειο σκοτάδι της πόρτας και πόσο δύσκολο είναι να πάψει κανείς να θυμάται τα νεκρά κορίτσια.
«Τώρα ο Σον φαντάζεται μια υπέροχη και κρίσιμη σκηνή. Μια γυναίκα κόβει έναν άδειο δρόμο σε μια ικανή απόσταση που όλο λιγοστεύει. Στην σκηνή φέγγει μονάχα ένα φως αδύναμο που δεν φθάνει ως εμένα. Το πρόσωπό της που δεν θα ξαναδώ ποτέ και ο άνεμος που περνά ξαφνικός μέσα από το γαλάζιο μου στενό. Τώρα απομένει να γίνω ξανά ο Σον και η Μαίρη να φανεί σαν μπαλάντα στο βάθος εκείνου του δρόμου που σας είπα Και η αγάπη να΄ναι χρώματα μεταξωτά και όχι φτηνά τσίτια, λιγοψυχίες».
Κάπως γέλασε και η καρδιά του ζεστάθηκε. Η μορφή του καθρεφτίστηκε στα νερά που είχαν μια απόχρωση γαλάζια και εκείνα, σαν τους τόνους του Γκωγκέν. Ξεπέρασε τον ρομαντισμό της στιγμής και αναγνώρισε, όχι δίχως προσπάθεια μες σε εκείνα τα λασπόνερα, τον Σον, δίχως την Μαίρη πια, έναν ξεχασμένο λυχνοστάτη. Κάθε μέρα η Μαίρη θα λείπει, όλο και περισσότερο χαμένη σε μια υγρή και βαθιά ομίχλη η ζωή θα κερδίζει την αναστολή της, αργά και μεθοδικά. Οι νουβέλες δεν θα καταλήξουν στο φινάλε τους και θα πεθάνουν ολομόναχες στα βάθη του συρταριού. Όσο για τον Σον του γαλάζιου μου στενού, αυτός με σιγουριά θα σταθεί ένα χρονικό ανθρώπινο για την απεριόριστη έκταση του καλού και του κακού.
Σε αυτούς τους κυρίους λέω, σταθείτε μα δεν ακούγομαι. Επιμένω, εκείνοι δεν γυρίζουν όμως εγώ, δίχως την Μαίρη νιώθω κιόλας χαμένος, ένας ήχος τσακισμένος. Με λένε Σον και είμαι μια χαμένη περίπτωση. Ένας μακρινός τόπος ή το διφορούμενο του Μπέκετ ή απλούστατα, ένα ρομαντικά πένθιμο, γαλάζιο δρομάκι.