«Ξέρεις, ο Σον δεν πέθανε»
«Και τι δεν έχω κάνει για να ζήσω. Να΄ξερες τι έχω κάνει για να κρατηθώ όρθια», είπε η Μαίρη και η φωνή της πνίγηκε. Το περιτύλιγμα του δρόμου που θα γυαλίζει για χρόνια κατάλαβε όλο τον χώρο μες στο γαλάζιο μου στενό. Θύμιζε τ΄άστρο που προδόθηκε ή μια λάμψη του δρόμου, απ΄αυτές που ποτέ δεν θα αντικρίσουμε. Την άφησα να πεθάνει για λίγο μέσα της και έπειτα αποφάσισα πως η ζωή δεν είναι ωραία μήτε άσχημη, παρά μόνο ένα αγώνισμα σκληρό και δύσκολο που δεν έχει θέση για δεύτερους και τρίτους. Όταν επέστρεψα σιγοτραγουδούσε μονάχη της και προσποιούταν πως έβαφε τα χείλη της. Έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση πάνω από τα χείλη της σαν ν΄άπλωνε το κόκκινο κραγιόν. Έπειτα ανασηκώθηκε από την θέση της, κάτω από τα φώτα στάθηκε και έκανε μια υπόκλιση στον δρόμο που ερήμωνε. Κάτι λίγοι διαβάτες την κοίταξαν με τρυφερότητα, άλλοι περιφρονητικά, όμως η Μαίρη δεν νοιαζόταν και παρίστανε πως βρίσκεται κλειδωμένη σε κάποιο δωμάτιο. Γύρευε απεγνωσμένα την έξοδο, σχημάτιζε με τα χέρια της ένα παράθυρο, θύμωνε, επέμενε μα εκείνος ο φεγγίτης παρέμενε απείραχτος. Σκέφτηκα την θέα πίσω από το τζάμι. Η Μαίρη που τα καταφέρνει είπα, η Μαίρη που στην άλλη πλευρά την περιμένει μια ζωή.
«Οι κλόουν δεν κλαίνε. Μονάχα στέκουν στην κορυφή μιας σκάλας, υπεύθυνοι πάντα για το αναμμένο φεγγάρι. Την πιο κρίσιμη στιγμή, όταν ο κόσμος κουράζεται και διστάζει, ο κλόουν στέκει ισορροπώντας πάνω στα μεγάλα του παπούτσια. Με λεπτές, αδιόρατες κινήσεις διορθώνει εκείνο το αναπάντεχο γεγονός και έπειτα στέκει κουλουριασμένος σε εκείνη την σκάλα. Δεν έχει σημασία αν θα σε κάνει να χαμογελάσεις, ένας κλόουν μοιάζει με την πιο βαθιά, ανθρώπινη λύπη. Κάνει ότι μπορεί για να ζωγραφίσει ένα καθώς πρέπει χαμόγελο, με δυο μολυβιές μονάχα ίσως το κάνει να κρατήσει για πάντα. Ένας κλόουν δεν αφήνει ποτέ το πόστο του. Παραμένει εκεί όταν η βροχή γίνεται μανιασμένη και όταν αποκοιμιέσαι μετά τον έρωτα και όταν ακόμη δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για την νύχτα εκεί έξω. Οι περαστικοί γελούν μαζί του, οι περαστικοί δεν ξέρουν πως εκείνη ακριβώς την στιγμή προσπερνούν ένα μικρό θαύμα, από εκείνα που σκοτώνουν οι πόλεις. Ένας κλόουν δοκιμάζει παράτολμες ασκήσεις ισορροπίας, πότε πότε χάνει το βήμα του, για τον εαυτό του γίνεται επικίνδυνος μα αντέχει να πονά, περισσότερο από όλους, εκεί έξω. Το εγχειρίδιο του καλού κλόουν το αναφέρει καθαρά. «Θα πρέπει κανείς να διδαχθεί την τέχνη της αιωνιότητας προτού φορέσει το παράταιρο σακάκι του κλόουν και ακόμη περισσότερο προτού αναλάβει να ανάψει το σβησμένο φεγγάρι». Ακόμη λέει πως ένας κλόουν θα πρέπει να συμβουλευτεί το άπειρο, ιερό βιβλίο της ζωής προτού περάσει στην πράξη. Εγώ λέω πως θα πρέπει κανείς να παρατήσει τις βραδιές τζιν και να δώσει μια ευκαιρία στην ζωή του. Εγώ λέω πως ένας κλόουν μοιάζει περισσότερο με εκείνον που κατέχει βαθιά ως μες στην ψυχή του, την τέχνη της σιωπηρής ανάγνωσης του κόσμου. Εκείνος ξέρει τι χρειάζεται η ευτυχία των ανθρώπων, εκείνος γνωρίζει καλά πως ο ίδιος λογαριάζεται για κλασσικός σαν κατορθώσει να αποδώσει με λίγη ιδιοφυΐα όσα κρύβονται πίσω από τον μονόλογο της ζωής. Όλα αυτά θα πρέπει να τα καταφέρει τόσο φυσικά και απρόσμενα, όπως ακριβώς γράφονται αβίαστα οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές της ζωής μας. Ένας κλόουν δεν μεταφράζει τον κόσμο γύρω του, μονάχα βρίσκει λίγη ελπίδα κάτω από τα χαλάσματα, στην ράχη μιας γρήγορης, σταθερής τροχιάς, στο πλήθος που απορεί και προχωρεί και γερνά. Πιστεύει με όλη την θέλησή του στις ιπποτικές αξίες που σάρωσαν οι έμποροι εκεί έξω. Πιστεύει και όμως κανείς δεν τον λογαριάζει, πιστεύει και κρατιέται γαντζωμένος στο μελαγχολικό του πεπρωμένο που είναι μοιραίο μαζί και σπουδαίο. Και όταν πια έχει χάσει όλες τους τις ελπίδες και όταν πια έχει χαθεί κάθε πιθανότητα για ένα κοινό που θα μπορεί να εκτιμήσει τον κόπο που έκανε κάποιος για να αναγορευτεί μες στην καρδιά του κλόουν τότε εκείνος πιστεύει περισσότερο στον εαυτό του και ξεκρεμάει το τσίγκινο φεγγάρι προτού το καρφώσει στα μαλλιά μιας περαστικής δεσποινίδας που διαφέρει από κάθε άλλη πιθανότητα και κάθε άλλη στατιστική. Τότε χρησιμοποιεί όλη του την τέχνη για να την κάνει να τον αγαπήσει και ας ξέρει πως το σακάκι του διαθέτει αναρίθμητα ρετάλια και είναι πολύχρωμο σαν τίποτε άλλο πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Εκείνος επιμένει και βγάζει από το καπέλο του λουλούδια και πουλιά και μαντίλια όλων των χρωμάτων και φθάνει στο σημείο να διασπάσει ένα άτομο με φιλιά, στέλνοντας τηλεγραφήματα παντού πως φέτος η άνοιξη, φέτος η άνοιξη, στοπ, ήρθε νωρίτερα, στοπ, σπεύσατε στις αδειανές στοπ, αγκαλιές, στοπ.
Και αν τάχα τον αρνηθούν; Τότε κάνει την διαφορά που λένε. Η Μαίρη κλαίει βουβά όσο οι βροχές που πέφτουν στον ορίζοντα όλα τα αποκαλύπτουν για αυτήν. Τ΄αγκάθι εκεί βαθιά και τις τρεμάμενες, τις πρόσκαιρες γέφυρες που κρατούσαν όρθια κάποτε την πιθανότητα. «Τότε, υποκείμενος στο καθαρό ένστικτο, ο κλόουν πέφτει και πνίγεται σε έξι δάχτυλα τζιν αφήνοντας παντού τριγύρω μια απροσδιόριστα, πένθιμη μουσική». Έτσι είπε η Μαίρη.
Έπειτα σταμάτησε να παριστάνει τον κλόουν. Γύρισε, με κοίταξε, άρπαξε το παλτό της που ΄χε παλέψει να το αποκτήσει από τα απολεσθέντα και έκανε να χαθεί μαζί με την σκιά του δικού της αιώνα. Για μια στιγμή μου θύμισε το κορίτσι εκείνου του παριζιάνικου καφέ, άναυδο μαζί και αθεράπευτα ερωτικό. Μιλώ για το κορίτσι της ζωγραφιάς, μια μελαγχολική αντίστιξη στην πελώρια, κατάμεστη σάλα. Προτού χαθεί, για μια στιγμή μονάχα, η Μαίρη επέστρεψε. «Ο Σον ξέρεις δεν πέθανε. Πάνε χρόνια απ΄εκείνο το βράδυ. Τον συνάντησα έξω από το μπαρ. Είχε στην αγκαλιά του μια ομορφούλα, δεν θα ήταν πάνω από είκοσι χρονών και έδειχνε να τον θαυμάζει στα αλήθεια. Αυτό είναι έρωτας ή πάλι η καρδιά ενός φθινοπώρου για μένα. Στάθηκα και εκτέλεσα το νούμερο μου πειθήνια όπως πάντα κάνω. Ο Σον χάθηκε με την παρέα του μες σε τραγούδια και σε ανείπωτο κέφι. Τότε αποφάσισα πως ο Σον πέθανε, για τους φίλους, για μένα, για κάθε μία μέρα που θα ξημερώσει από εδώ και εμπρός. Τότε ένιωσα θαρραλέα αρκετά για να ανοίξω την πόρτα του μπαρ και να σταθώ με τα γελοία μου ρούχα, ιδρωμένη από την απόγνωση, με έτοιμη την άβυσσο εμπρός μου, ικανή όσο ποτέ για να πιω, στην μνήμη του Σον που για μένα πέθανε μόλις απόψε».
Θέλησε να μείνει μόνη και εγώ απόρησα πώς τάχα εκείνο το σπασμένο κορίτσι κατόρθωσε να έχει μια τέτοια λάμψη στα μάτια, τόσο καλά ταιριασμένες λέξεις απόρησα πώς μπόρεσε να επιστρατεύσει. Όλα μοιάσανε για μια στιγμή τόσο υπέροχα και τόσο μοναδικά, ακόμη και αυτό το σακατεμένο κορίτσι πέρα μακριά στην όχθη του γαλάζιου μου στενού.