Όλα Πλουσιοπάροχα!
Δυο δάκρυα, αυτό ήταν ή μου φάνηκε. Όλα πίσω από το τζάμι γαλάζια. Για την Μαίρη ο Σον ξημέρωνε σε κάθε γωνιά της πολιτείας. Θα πουν κάποτε για εκείνη, πως αγάπησε πολύ και πως πνίγηκε στο τζιν.
Κρατημένη από το τίποτε του εαυτού της με το ΄να της χέρι ακολουθεί τη γραμμή του λαιμού . Και ώρα την ώρα παίρνει το σχήμα της το τελικό. Όταν τα χείλη της στεγνώνουν, υπάρχει το τζιν, όταν ερωτεύεται υπάρχει το τζιν, τον χειμώνα το τζιν, το βράδυ του καλοκαιριού το τζιν, η χαρτοσακούλα και όλα εκείνα τα σύνεργα της μοναξιάς της. Υπάρχει το τζιν και δακρύζει επειδή πως αυτό σημαίνει ένας χαμένος πόλεμος.
«Θεέ μου, τι όμορφος που ήταν! Με περίμενε στην γωνιά του δρόμου. Κρατούσε λουλούδια και είχε την καρδιά του στα χέρια για μένα. Δεν θα τον γνώριζα. Τώρα ήταν φροντισμένος, τα ρούχα του μοιάζανε παστρικά. Με είδε και πλησίασε, μύριζε τριαντάφυλλο και γιασεμί. Τώρα είχα και εγώ τον δικό μου κήπο. Μα όλα τα έχασα, όλα. Εκείνη η μέρα, ποτέ ξανά. Μήτε οι δυο μας που είχαμε ξεπεράσει τους εαυτούς μας για πρώτη και τελευταία φορά και γράφαμε πια το χαρούμενο φινάλε στο σενάριο της ζωής μας. Συστήθηκε ξανά, με λίγη ειρωνεία και μια διάθεση παιδιάστικη. Ανταπέδωσα, «Μαίρη», μια αναβίωση μυθιστορηματική. Σπάνια λέω πια το όνομά του, συγχώρεσέ με, καμιά φορά μονάχα, μετά από μέρες, το νιώθω σαν πεταλούδα που γυρεύει να βγει από μέσα μου. Ένα όνομα με φτερά αγγέλου, τίποτε λιγότερο.
Περάσαμε από την αγορά. Βρήκαμε ένα από τα καλύτερα μαγαζιά, κοιταχτήκαμε, λέγοντας χίλιες φορές ναι, ναι, ναι. Μπήκαμε με στυλ και ένα ξεκάθαρο, ανοιξιάτικο χαμόγελο, πάει να πει με ρόδα στα μάτια καρφωμένα. Ποτέ δεν τα ξεχωρίζεις μα βρίσκονται εκεί και εσύ πρέπει να παρακαλέσεις, σαν την ζητιάνα του Ντονατέλο , άσχημη μες στην λεπτομέρεια της ανάγκης σου για να τα δεις και να πιστέψεις στων ανθρώπων την ευτυχία. Ώστε αυτή ήταν μια καθώς πρέπει ζωή, δες Σον. Νομίζω πως δεν θα αντέξω να πω το όνομά του ξανά. Η Μαίρη λέει, υπάρχει το τζιν.Έπειτα,
[…Ένας γυαλιστερός πάγκος, διακοσμημένοι τοίχοι και ένα ολότελα περιφρονημένο παλιάς, βεβαίως τεχνοτροπίας ταβάνι μα με κάτι σαν αρχαιότητες ζωγραφισμένο, σε στυλ, ας πούμε Μπαρόκ καλυμμένο με την πατίνα του χρόνου και τ΄αχνάρι της καπνιάς. Απ΄εκεί κρέμονταν οι πολυέλαιοι (προφανώς και πρόκειται για ένα παλιό εστιατόριο) όμως μια φορά και έναν καιρό. Τώρα πια στην θέση τους βρίσκονται λάμπες με μεταλλικό περίβλημα που αφήνουν σκιές. Ο πάγκος του μαγαζιού ήταν φορτωμένος με διάφορα φαγητά, πράγματα που δεν τα λογάριαζε ο νους σου. Κάτι καλύτερο από το ντεκόρ των τοίχων του εστιατορίου, διακοσμημένων με σκουρόχρωμα σύνθετα και κρεμάστρες και ξυλόγλυπτα λουλούδια, εικόνες ή προθήκες. Ο πάγκος ήταν τα πάντα! Τόσο θαυμάσιος από όπου και αν τον κοιτούσες. Ελισσόταν σε σχήμα γάμα, ένας ατέλειωτος σιδηρόδρομος από καραμέλες μες σε ποτήρια με γεύση φράουλα, πλάι σε κεράσια και αχλάδια βουτηγμένα στην κρέμα και την σαντιγύ. Κέικ μεγάλου μεγέθους, επίσης από κεράσι, κομμένα σε δώδεκα μερίδες, προφανώς από πριν, σε μια αναπαλαίωση ή μια ευθεία αναγωγή με το θείο δράμα. Τεράστιες σαλάτες, τυριά, αυγοσαλάτες, ότι μπορούσες να φανταστείς, μπολ με κομμένα μήλα, αναποδογυρισμένα ξέχειλα πιάτα με σταφύλια , τσιζκέικ, βοστονέζικο κέικ, στρατιές από εκλέρ, σοκολατένια κέικ (με χαρακτηριστικό εσχατολογικό ας πούμε χρώμα!), στρούντελ, κέικ πορτοκάλι, επιδόρπια τοποθετημένα σε σχήμα πυραμίδας, ατέλειωτες ποικιλίες καφέ, μποτίλιες με γάλα και οροσειρές από φρατζόλες ψωμιού. Στο βάθος άχνιζαν τα πιάτα, όπως αρνί στο φούρνο, ψητό χοιρινό, μοσχάρι, μαγειρεμένα στήθη κοτόπουλου, βραστό κοτόπουλο, εδέσματα που θα έκαναν τα σάλια σου να τρέχουν. Ένα μεγάλο μαχαίρι συνοδεύει κάθε πιάτο ενώ ο σερβιτόρος κόβει αθεράπευτα μικρές μερίδες, λεπτές, σαν τις ζωές μας. Ωστόσο, η γωνιά του καφέ υπήρξε η καλύτερη ανάμνηση απ΄εκείνο το μαγαζί. Αυτό μαζί με την γλυκιά ζεστασιά που άφηνε τριγύρω η συντροφιά του, δεν μπορεί να συγκριθεί »].
Τίποτε άλλο δεν είπε, δεν χρειαζόταν άλλωστε. Είδα μόνο μια φλέβα προτεταμένη και το τζιν που χύθηκε στο μέσα του χεριού της. Ήταν ταραγμένη, η Μαίρη ήταν ταραγμένη, μια Μαίρη σπασμένη, αλλιώτικη, διόλου γενναία πια. Ένα κορίτσι της πόλης που ετοιμάζεται να πεθάνει. Συλλογίστηκα όλες εκείνες τις λιχουδιές που μου είχε αραδιάσει. Οι δημοτικοί υπάλληλοι προχώρησαν στο βάθος και με γνώριμες κινήσεις κούρεψαν το γρασίδι και κάπνισαν δυο τσιγάρα προτού χαθούν με τα σύνεργα του πρωινού ανά χείρας. Η Μαίρη δεκαοχτώ, τριάντα, σαράντα πέντε ετών, μισός αιώνας Μαίρη, μπράβο τα κατάφερε. Όπως τ΄άγαλμα με τους βοστρύχους που εξέχει αιώνες τώρα στην ξενιτιά κάποιας εξοχής, μια χαμένη δόξα για τον καλλιτέχνη, την Μαίρη, την ιστορία, εμένα τον ίδιο.
Δεν ήταν εκεί. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, δεν ήταν εκεί. Τότε ήταν που βρήκα την μέρα θολή και με τον λιγοστό μου ουρανό να με κοιτάζει με απορία και με σύννεφα, επανέλαβα μερικά από τα λόγια της. Σκουρόχρωμα σύνθετα, καραμέλες, βοστονέζικο κέικ, μεταλλικό περίβλημα, σκιές, τίποτε, ποτήρια με γεύση φράουλα, βραστό κοτόπουλο, ψητό κοτόπουλο, γλυκιά ευτυχία. Δεν ήξερα τίποτε για εκείνη, μήτε για μένα τον ίδιο ή το γαλάζιο μου στενό. Μόνο πως τα σύννεφα προσεύχονται με γερασμένο χιόνι, πυκνά στον ορίζοντα σαν οροσειρές πάνω από την πόλη. Ερχόμουν από τον ύπνο.
Μέρες αργότερα με ρώτησαν για εκείνη. Ένας άνδρας κοντά στα εξήντα με πλησίασε. Λίγα λόγια. Μ΄έπεισε όμως πως είχε καλές προθέσεις επειδή κάθε φορά που ερχόταν η κουβέντα σε εκείνη τα χέρια του έτρεμαν και η φωνή του έσπαζε, δεν ξέρω και εγώ πώς άντεχε και δεν πνιγόταν στην λύπη του. Θυμάμαι αχνά γαλάζια την μορφή του. Όπως σε κάθε ιστορία.