Να δεις πώς γεμίζουν τα μπαλκόνια και πώς οι αφισοκολλητές, συνεργεία ολόκληρα, με επιδέξιους σαλταδόρους, ντύνουν την πόλη με την μορφή του αξιοσέβαστου υποψηφίου. Λίγα σύννεφα και ένα λευκό περιστέρι στο βάθος, σε μια γνώριμη σκηνογραφία, δοκιμασμένη. Εκεί που άλλοτε αγαπιούνται περισσότερο τα απογεύματα θα στηθεί όπως πάντα το μεγάφωνο. Και από εδώ θα ξεκινήσει να γράφεται η ιστορία μιας μεταμοντέρνας Κυριακής με νικητές και χαμένους.
Σαν εκείνο το έργο, δείγμα της φτώχειας και της μόδας που δυναστεύει γέρο όπως το ‘πες τις αισθητικές μας επιλογές. Το φέρανε με το φορτηγό, ένα γλυπτό ως και δυόμισι μέτρα, με ένα δάφνινο στεφάνι που ερχόταν βαλμένο σαν Περσεφόνη μες στα λουλούδια. Πρώτα τα παιδιά, με τα λευκά τους τα πουκαμισάκια τα καλοκαιρινά, παιδιά του Άργους και της Κοκινιάς και του θαμμένου κάτω από τα πόδια μας, του αδικοχαμένου Ηλισού. Και πίσω το φορτηγό με τα κορίτσια πιασμένα από τα ρέλια με λουλούδια στα μαλλιά. Θεέ μου τι πανηγύρι και έπειτα τι λυπηρό εκείνο το γλυπτό ως τα δύομισι μέτρα που ήταν λίγο, τόσο λίγο για την περίσταση. Το ντύσανε με γιρλάντες, το κακό δεν είχε τέλος. Το βάλανε σημάδι κάθε βράδυ οι μάγκες και στήθηκαν τριγύρω πειράζοντας τα κορίτσια του κόμματος που τα αφήνουν οι πατεράδες τους, σίγουροι, βέβαιοι πως εκείνα θα δώσουν καλούς και γερούς στρατιώτες. Για το κόμμα, κάθε κόμμα. Και συμφωνήσανε πως σαν έρθει ο αρχηγός των Κόκκινων θα ρίξουν πάνω του πορφυρό σεντόνι που είναι δεμένο και περιμένει τον αρχηγό, όπως κανείς το κατόρθωμα ενός στόχου. Πάλι σαν έρθει η σειρά των άλλων, το γλυπτό θα ντυθεί με γαλάζια και άσπρα ρετάλια. Σφραγίσανε την συμφωνία με ένα πραγματικό γλέντι.
Τώρα το γλυπτό αποσύρθηκε. Βρίσκεται σε κάποια αίθουσα τέχνης, εμπρός στους αμήχανους εκτιμητές της τέχνης, δεν είναι πολλά όσα μπορεί να κρύψει. Μα αύριο, το γράφει καθαρά στην ανακοίνωση που ταξιδεύει μες στον ξαφνικό άνεμο. Αύριο, ο υποψήφιός μας θα εκφωνήσει λόγο. Και θα δώσει μια ηχηρή απάντηση στους αντιπάλους που λογαριάζουν για καμμένο το χαρτί του.
Ως αύριο θα πρέπει να ‘χω φύγει. Θα πάω στην θάλασσα, να μην δω το μεταμοντέρνο τους όνειρο. Θα φτάσω ως το κύμα και όλα θα τα πνίξω, αυτό το μετά που με βαραίνει, κεφάλαιο εθνικό και αναπόσπαστο.
Μεταπολίτευση και μεταμοντέρνα λογοτεχνία στους δρόμους της πόλης, σε μπιστρό με χαμηλούς φωτισμούς, στην καρδιά της κουλτούρας ενός μετατραυματικού, οικονομικού στρες. Θαρρείς πως μοιάζουν με εκείνα τα θύματα του δηλητηριώδους, αμερικανικού αερίου που έπαιξε τον ρόλο του στην υπόθεση του πολέμου του Βιετνάμ. Μεταπολεμικοί μου φίλοι, καρφωμένοι στις λεζάντες των βιβλίων, δεν σας άξιζε ποτέ τέτοια τύχη.
Πρέπει να φύγω. Σε λίγο θα αρχίσει να συρρέει το πλήθος, παθιασμένο, ιδρωμένο, βαπτισμένο μες στον τρομερό ταρσανά της ιστορίας. Πρέπει να φύγω για την θάλασσα, εκεί που θα ‘χει ησυχία και που το νερό θα σβήσει τα χνάρια μου. Ίσως επιστρέψω όταν πια τα χαρίσματα της εποχής μου θα έχουν στερέψει, ίσως τότε. Μα όχι, δεν θα μπορούσα να αρκεστώ στους κακοποιητικούς μονολόγους των αρχηγών που έρχονται και τα παραβάν που πέφτουν βροχή, σαν ψεύτικοι ουρανοί, κόκκινα, μπλε, γαλάζια με εμάς στο μεταξύ υποκείμενους σε σοβαρό και αναπότρεπτο δαλτωνισμό, ανήμπορους να διακρίνουμε τις βασικές αποχρώσεις. Στην θάλασσα λοιπόν.
Μα είναι που όσο και αν θέλω να ταξιδέψω, κάθε πρωί ξυπνώ εδώ, χαμένη Ατλαντίδα κάτω από τόνους ιστορικού χρόνου. Ένας μεταπολιτευόμενος μάγος με ξεπερασμένες ικανότητες που δεν τον βοηθούν πια σε τίποτε, σε τίποτε. Που δεν έχει τίποτε να περιμένει μετά-.