Απόστολος Θηβαίος | Η άνοιξη είναι σκληρή εποχή

© Vivian Maier

Αλλιώς φαντάστηκε την πρώτη μέρα της άνοιξης. Ήθελε να φορέσει εκείνο τον αυτοσχέδιο Μάρτη του και δίχως περιστροφές να περάσει μες στο γαλάζιο σύθαμπο μιας ασυναγώνιστης ζωής. Ίσως κάποια άλλη φορά, όχι απόψε, όχι.


Σήμερα δεν χαμογελάει κανείς από τους διαβάτες που περνούν από το γαλάζιο μου στενό. Μολύβι ο ουρανός και εκεί έξω η συνήθεια της ζωής που διακόπηκε τόσο βίαια από τον θάνατο.

Περνούν και χάνονται τα διερχόμενα πλήθη από το γαλάζιο μου στενό. Κανείς δεν στέκει, όλοι τους έχουν το κεφάλι σκυφτό, είναι κάτι κουρασμένοι διαβάτες, ανήκουν στα τραγούδια και την ανάμνηση. Τίποτε δεν έχει για αυτούς σε τούτο το μέρος.

Δεν μιλούν, μονάχα βιαστικοί διασταυρώνονται μαζί μου και όλο ονειρεύονται τους φίλους που ταξιδεύουν για πάντα στην ίδια διαδρομή Αθήνα Θεσσαλονίκη, δίχως κλειδιά στα χέρια τους πια, μετέωρες φιγούρες που περνούν μέσα από σήραγγες και φωτιές.

Θα’ναι πάντα τ’άσπρα, φεγγαρένια τους πρόσωπα που στους έρημους σιδηροδρομικούς σταθμούς θα μας υπενθυμίζουν χρόνια δίχως ορόσημα, γεμάτα νιότη.

Θα’ναι πάντα τα νεκρά κορίτσια που θα τους φέρνουν έναν κόμπο στους λαιμούς, τα κορίτσια που ποτέ δεν θα μεγαλώσουν. Όλα ετούτα τους αρπάζουν ένα κομμάτι από την καρδιά τους. Ένα κομμάτι από την δική μου καρδιά.

Δεν θέλουν χρώματα σήμερα οι διαβάτες. Φαίνεται πως τους ταιριάζει η στάχτη που σκεπάζει τα πάντα. Κλείνουν τα μάτια και ταξιδεύουν από σταθμό σε σταθμό. Ένας σταθμάρχης, γεμάτος ενοχή σφυρίζει και το πλήθος, σαν αμαξοστοιχία αρχινάει μηχανικά το παλιό, εκείνο, μισοτελειωμένο ταξίδι του από λεωφόρο σε λεωφόρο.

Όποιος πεθαίνει την πρώτη μέρα της άνοιξης δεν πεθαίνει στα αλήθεια ποτέ, κάποιος είπε και σαράντα τρεις καινούριοι αστερισμοί φάνηκαν σαν ιδέες στο στερέωμα ακριβώς πάνω από το γαλάζιο μου στενό.

Τίποτε άλλο απόψε.

Απόστολος Θηβαίος