Ήταν αργά το βράδυ όταν με πλησίασε. Θύμιζα παλιά, θλιμμένη δόξα έτσι όπως είχα κουλουριαστεί σε μια γωνιά, κάτω από σωρούς χαρτόνια και μεγάλες μπάλες τσιμέντου. Θα εκπλαγείτε όταν δείτε πόση δουλειά κάνουν αυτά τα μέσα τις νύχτες της σκληρής παγωνιάς. Τρέκλιζε, κρατιόταν στα πόδια του με δυσκολία και έτσι όπως χαραζόταν στο βάθος υπήρξε μονάχα σαν μια σκιά, σκεπασμένος με φύλλα σκοταδιού θαρρείς. Όταν τέλος πάντων με πλησίασε, εγώ απελπισμένος από τον φόβο μου λογάριασα πως πρόκειται για μία από εκείνες τις δύσκολες περιπτώσεις που κανείς αναγκάζεται να παλέψει για να κρατήσει όρθια την παλιοζωή του.
Η έκπληξη έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν πλησίασε κάτω από τα δημοτικά φώτα. Είχε κεφάλι σαν του Μινώταυρου, τα’χασα. Ανεπαίσθητα πρόταξα το χέρι μου για να αγγίξω το λεπτό σύρμα που ‘φτιαχνε τα χαρακτηριστικά της μορφής του. Μα γρήγορα το μετάνιωσα και πήρα πίσω την πρόθεσή μου. Εκείνος ακούμπησε στον τοίχο και τυλίχτηκε καλά με το λεπτό σακάκι του. Κρύωνε, η ψυχή του ήταν παγωμένη, οι ονειρεμένοι πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τι άγριες που είναι οι νύχτες στην γειτονιά τους.
Τι χρειάζεσαι, τον ρώτησα. Του είπα πως δεν έχω τίποτε στην κατοχή μου και πως δεν είχε να κερδίσει το παραμικρό ακόμη και αν με σκότωνε, εκείνη ακριβώς την στιγμή. Μου αποκρίθηκε πως δεν δεν είχε τέτοια πρόθεση και πρόσθεσε πως γι’αυτόν το μόνο που ‘χε σημασία ήταν να βρει ένα μέρος για να ησυχάσει. Δεν θα είναι για πάντα, το ξέρει πια καλά, μα είναι ανάγκη να δοκιμάσει να’βρει το νου του που το παραδέρνει ο άνεμος.
Μην με κοιτάς, δεν τ’αξίζω. Απόψε έκανα κακό. Μου αξίζει αυτό το μαρτύριο. Απόψε έχω ένα βουνό πάνω στους ώμους μου, λάφυρο παλιού πολέμου, του’πε και ξέσπασε σε ταυρίσιους λυγμούς, ρουθουνίζοντας σαν σταθερός άνεμος που έρχεται και φεύγει όπως η θάλασσα. Για όλα φταίει κάτι που παραμένει κρυμμένο μες στα πετρώματα, και στους λυγμούς του πνιγόταν.
Τότε ήταν που ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα και έφθαναν ταξιαρχίες τα σύννεφα. Και από παντού ακούγονταν οι φωνές των ανταποκριτών και ο ήχος από τα χαλάσματα που πέφτουν μες στις ελάχιστες τηλεοράσεις με το βέβαιο σήμα τους. Κατάλαβες λοιπόν ποιος είμαι. Άφησέ με να μείνω εδώ για λίγο και ύστερα θα φύγω.
Δεν του’πα τίποτε, τον άφησα να τον ξεπλένουν τα λοξά φώτα των δρόμων που μας φωτίζουν σαν υπαινιγμοί. Το άλλο πρωί είχε φύγει. Πίσω του άφησε μια ρωγμή, το είπα το ρήγμα του γαλάζιου στενού και το κατέγραψαν με αυτήν την ονομασία. Βάθος, μήκος, ποιότητα υπεδάφους. Αποφάσισαν να καλύψουν το ρηγματώδες έδαφος με πέτρες και τσιμέντο. Έτσι θα ξεγελαστούν πως ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο γεγονός.
Αργότερα ολάκερος ο κόσμος είχε πια δοκιμάσει την έκσταση που νιώθουν οι αιφνίδιοι του Μπέρνχαρντ άγγελοι σαν φέρνουν τις άσκημες ειδήσεις. Κάπου σειόταν η γη και τις πολιτείες κατάπινε το παρελθόν, έτσι μου φάνηκε στους δέκτες της βιτρίνας που έπαιζαν σε λούπα τα μετασεισμικά γεγονότα.
Εγώ δεν κινδυνεύω, εμένα σπίτι μου είναι ένα στενό γαλάζιο και μικρό. Γέλασα με την καρδιά μου και ευχαρίστησα με άπειρη καλοσύνη τον γέρικο ήλιο που στέγνωνε το Λίβερπουλ, την Αθήνα, την Αμβέρσα και μια γειτονιά στα βάθη της Νάπολης εκείνη την στιγμή. Σαν κουβέντα ζεστή σε ολομόναχη ψυχή, κάνε Θεέ μου να πέσει σαν προσευχή και αλλού τούτο το φως. Στην Αντιόχεια και τα Άδανα, στην Μαριούπολη και το Κίεβο, κάνε Θεέ μου προτού ετούτες οι πολιτείες πάψουν να υπάρχουν, παίρνοντας μαζί τα σπίτια και τους δρόμους τους, τις αυλές και τα παλάτια, τα κοιμητήρια, τα ιερά και τα όσια .
Ακριβώς έτσι, σκέφτηκα και διέσχισα την λεωφόρο που ξημέρωσε όπως πάντα, αφόρητα αλαζονική, γεμάτη νευρώσεις και αβέβαιο, καθώς φαίνεται τέλος.
Απόστολος Θηβαίος