Απόστολος Θηβαίος | Γαλάζια Νουβέλα γ’ μέρος «Ένας άγριος κόσμος»

© Jan Lukas

 

«Ποια η ανάγκη
να αναζητήσουμε
την κόλαση
στον άλλον κόσμο;
Εκείνη υπάρχει ακόμη
σε αυτήν την ζωή
στις καρδιές
των κακών ανθρώπων»
Ζαν Ζακ Ρουσό

Η Εύα κοίταξε από την βιτρίνα του ραφτάδικου. Το πλήθος που περνούσε είχε έναν ολοφάνερο εκνευρισμό. Κάθε τόσο μπουλούκια με νεαρούς προσκόπους περνούσαν φωνάζοντας συνθήματα. Ένιωσε μια αγωνία να διατρέχει την ραχοκοκαλιά της μα δεν μίλησε, τίποτε δεν είπε. Αργότερα, συλλογίστηκε τον Άνταμ, πού να τριγυρνάει άραγε, μοιάζει επικίνδυνο το απόγευμα, ίσως δίχως αιτία, ποιος το ξέρει. 

Η κυρία φωνάζει τις κοπέλες για το μηνιάτικο. Τώρα ήρθε η σειρά της Εύας, η κυρία δίχως να την κοιτάξει της δίνει τον φάκελο με τα χρήματα. Η Εύα τα μετρά, έπειτα στέκει εμπρός της με έκδηλο σεβασμό, σχεδόν με φόβο. Τα λογαριάζω λιγότερα κυρία, μην γίνηκε κάποιο λάθος. Μα εκείνη γελά φτιασιδωμένα, διορθώνει το κραγιόν της και δίχως να κοιτάξει την Εύα, – σαν να θέλει να την πονέσει περισσότερο, ακόμη πιο πολύ – της λέει με ύφος πως όσα κέρδισε ετούτο το μήνα είναι μια χαρά χρήματα και πως δεν πρέπει να περιμένει τίποτε άλλο. Ακόμη, της είπε – και τώρα την κοίταξε με άγρια, γλαφυρά μάτια – πως από την επόμενη μέρα δεν θα χρειαζόταν να έρχεται στο ραφτάδικο. Οι δουλειές δεν πάνε καλά, το κόστος των υφασμάτων, η αγωνία του κόσμου, οι πελάτες που αδυνατούν να τα φέρουν βόλτα. Και τέλος ο Άνταμ. Η Εύα ρώτησε για το τελευταίο και τότε, σαν από μια μυστική αφορμή η κυρία πέταξε στο πρόσωπο της μικρής μερικές σκληρές κατηγορίες, Την κοιτούσε υποτιμητικά μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους της. Κανείς δεν την περίμενε. Μάταια προσπαθούσε η Εύα , Ράιαν περίμενε μια στάλα, Άννα, Κάθριν, για τον Θεό σταματήστε. 

Η Κάθριν ίσως να την λυπήθηκε, ίσως να ένιωθε μαζί της έναν μυστικό δεσμό εξαιτίας του ότι ξεκινούν οι δυο τους μαζί κάθε πρωί από τις παγωμένες σημύδες.  Συναντιούνται κάτω από το φανάρι που καίει ακόμη. Σαν από παιχνίδι οι δυο τους έχουν υποσχεθεί η μια στην άλλη πως κάθε πρωί το ραντεβού τους θα είναι κάτω από το τελευταίο ξαναμμένο φανάρι του δρόμου. Η Κάθριν πάντα κερδίζει σε αυτό το παιχνίδι, μα η Εύα δεν της θυμώνει και αυτό μοιάζει αρκετό για να γίνουν του λόγου τους, δυο καλές φιλενάδες που συζητούν για τα όνειρά τους και διορθώνουν τα κουρέλια της ζωής τους κάτω από το φως του κεριού, τρυπώντας τα δάχτυλά τους με τις βελόνες, γελώντας τρανταχτά , αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι στην θέση ενός ιδανικού νέου που γεννήθηκε για αυτές, μόνο για αυτές. 

Θα ‘ταν πιο φρόνιμο αν περίμενες να περάσουν όλα αυτά προτού θυμώσεις μαζί μου. Ξέρω πως δεν φταις εσύ, μα όλη η πόλη σήμερα μιλά για τον Άνταμ, τον Άνταμ Τένισον. Και ξέρεις τι λέει; Πως η δις Χόρενς έγινε στα χέρια του μια δυστυχισμένη κούκλα. Και πως , Θεέ μου τι τρομερό, όταν όλα είχαν τελειώσει, τότε πήρε από την δεσποινίδα ότι πολυτιμότερο είχε, καταλαβαίνεις; Πρόκειται για τον αδερφό σου, τον Άνταμ Τένισον. Όλα μυρίζουν κίνδυνο εκεί έξω για σένα. Η Εύα την κοιτούσε με μια μεγάλη απορία ζωγραφισμένη παντού στο πρόσωπό της. Ώστε λοιπόν δεν ξέρεις, της είπε. Δεν έχεις ιδέα για όσα συνέβησαν, έτσι δεν είναι; Καλύτερα να περιμένεις λίγο προτού φύγεις, δεν θα ‘ταν φρόνιμο, της είπε η Κάθριν δίχως να σηκώσει τα μάτια της. Έπειτα χάθηκε έξω στην βουή του δρόμου. Η Εύα έτρεξε πίσω της, περνούσε μέσα από το πλήθος, τους πάγκους, τους εξαγριωμένους ανθρώπους, μα η Κάθριν είχε γίνει πια μια ξεφτισμένη ζωγραφιά. Βρέθηκε μονάχη της μες στους δρόμους της πόλης που αγρίευαν και όλα απειλούσαν να τα συντρίψουν. Δυο παλικαράδες την πλησίασαν και πήραν να της μιλούν με τον πιο χυδαίο τρόπο του κόσμου. Ένας από αυτούς πήρε το παλτό της, όσο κάποιος άλλος την κρατούσε από τους ώμους. Πόσο ανυπεράσπιστη ένιωθε η Εύα που κοιτούσε απεγνωσμένα για τον Άνταμ. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μου μιλάτε, ούρλιαζε μα η πόλη έπαιρνε μακριά την φωνή της. Τώρα το πλήθος γύρω της ήταν πια πολυάριθμο, ένα άγριο κοπάδι που θέλει να την κατασπαράξει. 

Ο Αλ που την αγαπούσε μυστικά τόσους μήνες έτρεξε κοντά της. Άρπαξε το παλτό από τα χέρια του παλικαρά και την τράβηξε από το χέρι. Οι δυο τους έτρεξαν με όση ανάσα τους απέμενε. Τα μάτια της Εύας αφήνανε μικρές λίμνες, ο Αλ άνοιγε δρόμο μες στο εξαγριωμένο πλήθος, ο Αλ που ένιωθε πως την αγαπούσε λίγο περισσότερο απόψε. Όταν πια είχαν φθάσει λίγο έξω από την πόλη, την κράτησε στην αγκαλιά του. Όταν ηρέμησε τον ρώτησε τι είχε συμβεί, του είπε για το πετσοκομμένο μηνιάτικο, για την Κάθριν που την αρνήθηκε, του μίλησε για όλα. Εκείνος κάπνιζε και δεν την κοιτούσε, μόνο που κάθε λίγο ψηλάφιζε το χέρι της, σαν τάχα να μην ήταν ποτέ βέβαιος για την μοίρα εκείνου του κοριτσιού. Όταν αποφάσισε να της αποκαλύψει την αλήθεια, τραβήχτηκε σε μια άκρη. Πήρε να πετροβολά τον παραπόταμο, φροντίζοντας η εισαγωγή του να φαντάζει σαν γενίκευση, τίποτε συγκεκριμένο. Η Εύα επέμεινε, ο Αλ της αφηγήθηκε όσα είχαν λάβει χώρα στο δάσος. Της είπε για το παραμορφωμένο πρόσωπο της δίδας Χόρενς, για τον Άνταμ που πιάστηκε με το μενταγιόν του κοριτσιού στην τσέπη του πανωφοριού του, για τον κόσμο εκεί έξω που καμιά φορά παίρνει στα χέρια του τον νόμο. Της είπε για την εκτέλεση, για το γεγονός πως ο Άνταμ είχε ταφεί κάπου ολομόναχος, έτσι όπως αρμόζει στους φονιάδες. Η Εύα ήθελε να φωνάξει μα η φωνή της είχε σωθεί. Ήθελε να του πει πως όλα ήταν ένα ψέμα, επινοημένο από τους βασανιστές του αδερφού της. Αυτούς που τον αναγκάζουν να κάνει θελήματα, να παίζει χαριτωμένα σκετσάκια στην αδειανή σάλα του μαγαζιού. Η Εύα ήθελε να του πει τόσα πολλά μα σώπασε, εξαιτίας εκείνου του κόμπου που είχε φράξει τον λαιμό της σαν ποίημα. Τον κοιτούσε με μάτια τρελά και μαλλιά ξέπλεκα, με το κομμένο της μηνιάτικο ακόμη σφιγμένο μες στα χέρια, φορούσε το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου που έχει πεθάνει χιλιάδες φορές. 

Είναι λοιπόν νεκρός, είπε και έφυγε προς την πλευρά του έρημου δρόμου. Πατούσε σε βελόνες, σε φύλλα, σε κακοτράχαλα μονοπάτια, πατούσε επάνω στην ζωή της, μια τρεμάμενη Εύα από ένα σπασμένο υλικό, μια Εύα που ποτέ δεν θα είναι ίδια ξανά. Χαμογελούσε πικρά και νευρικά, όπως κάνουν όσοι βαρύνονται με αμηχανία ή εκείνοι που χάνουν τα λογικά τους από μια μεγάλη θλίψη ή μια ανείπωτη χαρά. Ο Αλ την ακολουθούσε από μια απόσταση, μαζί του είχε την εντύπωση πως περπατούσε η παραμορφωμένη δις Χόρενς. 

Δεν ήταν ο Άνταμ, μπορείτε να είστε ήσυχη. Ήταν εκείνος, φορτωμένος με τα σύνεργα της μοναξιάς του που βρέθηκε στον δρόμο μου. Ακούω τον ήχο της αλυσίδας που σπάει στον λαιμό μου ξανά και ξανά, με ακούω να εκλιπαρώ, ακούω τα πουλιά που πετούν νευρικά τριγύρω από το άψυχο σώμα και έπειτα επιστρέφουν στην γνώριμη συνήθεια. 

Ίσως να λυπούνται και εκείνα για όσα συνέβησαν δις Χόρενς, λυπάμαι δις Χόρενς, σε κανέναν δεν αξίζει τέτοιο τέλος. Μα όχι, όχι ο Άνταμ κυρία Χόρενς, ο Άνταμ δεν μπορεί να κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό. Μα πλήρωσε πια, πάει και τέλειωσε, οι άνθρωποι της πόλης φρόντισαν για αυτό. Δίχως περιστροφές δις Χόρενς, λυπάμαι για ότι σας συνέβη. Μα τότε συλλογίστηκε πως καμιά νοσταλγία δεν θα μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα. Ο Αλ στάθηκε πίσω της. Είπε, νομίζω πως τώρα τα ξέρεις όλα. Εκείνη κράτησε το χέρι του και οι δυο τους περπάτησαν στο δάσος. Καθένας φύλαγε για τον άλλον ένα αντίκρισμα της αγάπης του, για τότε που όλα θα έχουν πια περάσει, όταν αυτά τα άγονα χρόνια θα έχουν ξοδευτεί, για τις μέρες που θα μπορούν οι δυο τους να ομολογήσουν πως είναι στα αλήθεια πράγμα σπουδαίο να νικάς τον εαυτό σου και τον κόσμο εκεί έξω. 

Λίγα μέτρα πριν το σπίτι ο Αλ σταμάτησε. Είναι καλύτερα να συνεχίσεις μόνη. Μην κοιμηθείς ξέγνοιαστη απόψε, σε παρακαλώ. Ίσως κάποιο μπουλούκι να κατηφορίσει από την μεριά της πόλης, ίσως θελήσουν να σας αναγκάσουν να πληρώσετε κάτι ακόμη για την δις Χόρενς. Τότε ήταν που γεννήθηκε μια ομίχλη υγρή, σαν τα χρόνια της νιότης, μια ομίχλη που πήρε την Εύα μακριά. Ο Αλ επέστρεφε όταν την σιωπή της νύχτας έσκισαν κάτι ξαφνικές κραυγές. Το πλήθος, τυφλό και παραλογισμένο ερχόταν από την πλευρά της πόλης. Και μήτε η προσευχή ενός παιδιού ή το στόμα μιας γυναίκας δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν την ροή του ανθρώπινου ποταμού. Φθάνει, έρχεται, έφθασε, κρατούν πυρσούς και δικράνια, χωρίζονται σε περίπολα και ξεχύνονται στο δάσος. Το δάσος που μας μορφώνει με την σοφία του, φαινόταν σαν μέσα από μαύρο γυαλί. Ο Αλ συλλογίστηκε όλα τα γεγονότα σαν αστραπή και έπειτα συνέχισε τον δρόμο του, πιο αποφασιστικά είναι η αλήθεια, σαν μέσα του να είχε πάρει πια την οριστική, την αμετάκλητη απόφαση.

Η Εύα προχώρησε στο παράπηγμα. Οι τρεις τους προσεύχονταν για τα αγαθά του Θεού. Η Εύα έτρεμε ολόκληρη, το πανωφόρι της ήταν σκισμένο, τα μαλλιά της αχτένιστα, το χέρι της είχε ακόμη την μυρωδιά των υφασμάτων, του Αλ, ενός αδειανού κόσμου. Άργησες, της είπε ο Άντι και έπειτα της υπέδειξε την θέση της στο μεγάλο τραπέζι. Εκείνη τους κοίταξε που προσεύχονταν με ραγισμένες καρδιές και σχεδόν τους μίσησε. Ο Άντι της χάιδευε το μικρό της χέρι όσο η βάρδια της σελήνης ξεκινούσε και ο Θεός μπορούσε ακόμη να βρει μια θέση. Ακόμη και σε εκείνο το τραπέζι που στέκει επίκεντρο ενός σκληρού και άδικου κόσμου. Πλάι στην Εύα που διψά αφόρητα, την Εύα που λιώνει από την κούραση, τον πυρετό, την λύπη. Θύμιζε εκείνες τις μαντόνες του Γολγοθά, ένα κάστρο κατακτημένο, ένα κορίτσι κυριευμένο από φόβους νυχτερινούς, μια λεπτομέρεια στην μεγάλη και σκοτεινή ακουατίντα του κόσμου. Έξω στην πόλη λένε, έκανε να ψελλίσει κάτι μα ο Άντι την διέκοψε, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της, ώσπου να της κοπεί η ανάσα. Καλύτερα να προσευχηθείς, της είπε καθώς η χοντρή επίστρωση της σιωπής τίποτε δεν κατόρθωνε.