Δημήτρης Τανούδης | «Η αντοχή της επιθυμίας»

Για το ποιητικό βιβλίο του Ηλία Γεωργιάδη, «Κρύπτες από δάφνη» (Ο Μωβ Σκίουρος 2022)


Μ’ έναν τρόπο ορμητικό, ακατάπαυστο κι ανυποχώρητο, η φωνή αυτού του βιβλίου μάς μιλάει εξ αρχής για όλα όσα ονομάζει «της έλξης το απροσδιόριστο που τροχίζει επιθυμίες». Μιλάει έτσι για εκείνο το λίγο («το λίγο σου» γράφει ο Ηλίας Γεωργιάδης) το οποίο απομένει στον άνθρωπο όταν μπορεί να εκφράζει όσες επιθυμίες του τροχίστηκαν, εκείνες δηλαδή τις επιθυμίες που έγιναν συμπαγείς: τις ελάχιστες αυτές επιθυμίες που δεν χάθηκαν στο διασπαστικό χάος του κόσμου.

Περνώντας κυριολεκτικά μέσα απ’ το χάος ασύνδετων υλικών της μνήμης, η φωνή αυτή χτίζει κομμάτι κομμάτι το λίγο που κατακάθεται στον ποιητή καθώς αφήνει πίσω του εικόνες, οράματα, αισθήσεις, σημαδούρες στην άβυσσο μιας ασυνεχούς ύπαρξης. Δεν αποποιείται κατά καμία στιγμή το χάος. Ακολουθεί αντίθετα μια ελεύθερη ροή –τους ονειρικά προσομοιωμένους ειρμούς που καθιέρωσαν οι σουρεαλιστές– αναζητώντας με πυρετικό τρόπο όσα ανήκουν στη σφαίρα της επιθυμίας.

Διαβάζοντας έτσι τις «Κρύπτες από Δάφνη», υπάρχουν στιγμές όπου νιώθεις να χάνεσαι στο γλωσσικό φάσμα ενός μεγάλου ονείρου, γεμάτου αναπάντεχες διαδοχές λέξεων, οι οποίες παραπέμπουν σε μια τόσο ανοιχτή εικονοποιία ώστε κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να διαγράψει το δικό του ταξίδι. Από την άλλη, υπάρχουν εδώ και νοηματικές παράμετροι οι οποίες καθιστούν αυτό το «ταξίδι της επιθυμίας» πολύ πιο συγκεκριμένο. Μια τέτοια παράμετρος είναι η γειτνίαση του συμπαντικά αχανούς και του τετριμμένα ανθρώπινου, του καθημερινού, αυτού του πεζογραφικού υπόβαθρου της ζωής.

Στις σελίδες 28-9 για παράδειγμα, η γη παρομοιάζεται με «μια λανθάνουσα κλεψύδρα που αποφάσισε να αντιστραφεί γιατί όλοι έπρεπε να περάσουν μέσα από το φίλτρο του αρκτικού κύκλου και να γίνουν μια ήσυχη ροή». Η ήσυχη αυτή ροή, γράφει ο Ηλίας Γεωργιάδης, είναι «από μετάξι που θα κατευνάζει την ταραχή των ώμων στα πλάγια των μαξιλαριών». Νά λοιπόν πώς η επικών διαστάσεων ενατένιση του κόσμου μπορεί να συνδυάζεται με κάτι τόσο χειροπιαστό όσο η ταραχή των ώμων στα πλάγια των μαξιλαριών. Να πώς η μεγάλη κοσμολογική εικόνα επιστρέφει στη μικρή ανθρώπινη στιγμή. Νά αυτό που η φωνή του βιβλίου περιγράφει (σελ. 55) ως «ανάμειξη σκόνης και φωτός».

Η σκόνη, το πεζό θραύσμα, συναντιέται διαρκώς με το φως, δηλαδή με το υπερκόσμιο, το αιθέριο, το άπιαστο που η ποίηση παλεύει πάντα να αιχμαλωτίσει μέσα σε εικόνες. Καθώς μάλιστα το βιβλίο προχωρά και το χειροπιαστό τοποθετείται όλο πιο κοντά στο αφηρημένο, η ποιητική στάση του Ηλία Γεωργιάδη θυμίζει –εκτός από την ξεσπασματική εκείνη ορμή που μας έμαθαν οι Γάλλοι, ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Απολλινέρ, όπως αργότερα και οι Αμερικανοί της μπιτ γενιάς: ο Φερλινγκέτι, ο Κόρσο, ο Γκίνζμπεργκ, όλ’ αυτά τα ποιητικά ουρλιαχτά που θέλησαν να δώσουν φωνή σε μια διευρυμένη συνείδηση–, θυμίζει πολύ την ποίηση του Γιώργου Μακρή, ο οποίος ατένιζε επίσης τον κόσμο σαν ένα περιφερόμενο μάτι, αντλώντας από τις ύλες της καθημερινότητας και συνδυάζοντας το χειροπιαστό στοιχείο με τις άγνωστες δυνάμεις που κινούν τον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Αν υπάρχει λοιπόν ένα κρυφό νήμα μέσα σ’ αυτό το βιβλίο είναι για μένα η ιδέα πως, μολονότι ζούμε στο χάος –τι άλλο είμαστε παρά όντα που κατοικούν έναν απ’ τους απροσμέτρητους πλανήτες κάποιου άγνωστης δημιουργίας σύμπαντος;–, μολονότι το χάος αποτελεί μια δύναμη που μας υποβιβάζει στο επίπεδο της ζωικής ασημαντότητας, μολονότι ενσαρκώνουμε ένα είδος που του δόθηκε η συνείδηση μόνο για να μπορεί ν’ αντιλαμβάνεται το χάος που την κυβερνά, ναι, μπορούμε ακόμα να αντέχουμε. Και καταφέρνουμε να αντέχουμε ακριβώς όταν απομονώνουμε, μέσα απ’ την τρομαχτική άβυσσο του χάους, εκείνες τις μικρές στιγμές, τις μικρές εγκόσμιες λεπτομέρειες που μας κάνουν να πιστεύουμε στη δική μας ανθρώπινη αυτοτέλεια, έξω πια από την κυριαρχία του χάους. Μια τέτοια λεπτομέρεια είναι άλλωστε και τα ομιλούντα λουλούδια.

Τα λουλούδια
Που έχεις φυτέψει
Στις σκιές
Με μισό άνθος
Και κάποιο άγχος
Σε πληθυντικούς

Και με μια λεπτή τριχιά
Γύρω από τα μάτια
Νιώθουν την ανάγκη
Να σου πουν βραχνά:
«αντέχουμε»

Κι αντέχουμε ίσως ακόμα περισσότερο όταν δύο ανθρώπινες υπάρξεις καταλήγουν να αντιλαμβάνονται τις επίγειες λεπτομέρειες μέσα από το θαύμα μιας ενωμένης συνείδησης – μέσα τελικά από την κοινή επιθυμία που μπορεί να φέρνει στους ανθρώπους η αγάπη.

Οι αλληλεπιδράσεις των επιθυμιών
Σαν άρτιο αποτέλεσμα δύο όντων
Δύο όντων που χάραξαν
φειδωλά
δύο τεμνόμενες γραμμές
σε έναν ορίζοντα
στις παλμικές διαστάσεις
ενός κάποτε
και έτσι
η σφαίρα της αγάπης τους
απέκτησε συνείδηση