Γιώργος Δήμος | Ταξίδι στην κόλαση

© Timothy H. O’Sullivan

Το όνομα μου είναι Σίβα, ο Απόλυτος. Η γυναίκα μου είναι η Κάλι, η θεά της μητρότητας και της γονιμότητας. Η ένωσή μας ήταν για τον κόσμο αυτό η ένωση των αντίθετων δυνάμεων του σύμπαντος, η νύχτα και η μέρα, το μαύρο και το άσπρο, το καλό και το κακό. Η δύναμη και των δύο μας, συνοψίζει τη διάχυτη ενέργεια που υπάρχει σε αυτό τον κόσμο από το βήμα ενός ελέφαντα ως το πέταγμα ενός κουνουπιού.
Η βασιλεία μας είναι ξακουστή σε ολόκληρη την Ασία. Οι πιστοί είναι εκατομμύρια. Εγώ είμαι εκείνος που πρώτα δημιούργησε και ύστερα κατέστρεψε την Ιερή Τριάδα. Το πνεύμα μου είναι πανίσχυρο και άρτιο χάρη στην αδιαμφισβήτητη ικανότητά μου να εμβαθύνω στη σκέψη, σε τέτοιο σημείο, που μπορώ να διαβάσω το μέλλον σαν ανοιχτό βιβλίο.
Μια μέρα, περπατούσα ήρεμος στο βασίλειό μου, όταν άκουσα δύο Ινδούς εμπόρους να συζητούν για ένα μέρος που το έλεγαν «Νέο Κόσμο». Έλεγαν πως οι θεοί εκεί μοιάζουν με λίμνες και μεγάλα δέντρα. Όσο άκουγα τη συζήτησή τους, τόσο η περιέργειά μου μεγάλωνε. Το μυαλό μου γέμισε απορίες και φθόνο για αυτή τη νέα μαγική γη.
«Τι υπάρχει εκεί που ο Σίβα δεν προσφέρει στο λαό του;»
Την επόμενη κιόλας μέρα φόρεσα τα πιο πλούσια ρούχα που υπήρχαν στο βασίλειο και αρωματίστηκα με τα πιο σπάνια αρώματα της Ινδίας. Χτύπησα τα δάχτυλα και μέσα σε μια νεφέλη μεταφέρθηκα, χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρόνος, στη χώρα των παγανιστών και των μεγάλων ξύλινων τοτέμ.
Η γη στην οποία βρέθηκα ήταν ήρεμη∙ γεμάτη πλούσια βλάστηση και τρεχούμενο νερό. Δίπλα στο δάσος βρισκόταν ο ιερός ποταμός Μισσισσιππής. Για τους ιθαγενείς ειδωλολάτρες, αυτός ο ποταμός ήταν ένας πανίσχυρος θεός, σημαντικός όσο και εγώ για το λαό μου. Θέλησα να τον γνωρίσω, να τον ρωτήσω για τα μυστήρια αυτής της εύφορης γης. Πλησίασα ήρεμα και περπάτησα με σεβασμό, ίσα-ίσα για να κάνω αισθητή την παρουσία μου, πάνω στην επιφάνειά του και κάλεσα με τη σκέψη μου τον μεγάλο θεό. Έμεινα συγκεντρωμένος αρκετή ώρα. Δεν πήρα καμία απάντηση. Ήταν παράξενο. Μήπως ο μεγάλος θεός απέτυχε να ακούσει το κάλεσμα; Έκανα και άλλη μια προσπάθεια. Τίποτα.
Άρχισα τότε να αναρωτιέμαι: υπάρχει άραγε αυτός ο θεός; Μήπως οι ινδιάνοι είναι τρελοί και η πίστη τους είναι ανυπόστατη και φαιδρή; Έκλεισα λοιπόν τα μάτια και έκανα μια προσπάθεια να νιώσω τον παλμό αυτού του ξένου σε μένα τόπου. Στην αρχή υπήρχε μόνο μαύρο. Απογοητεύτηκα. Πριν όμως τα παρατήσω και ανοίξω τα μάτια μου το άκουσα, ήταν ο ήχος από βήματα βουβαλιών που τρέχουν ξέφρενα στο ποτάμι και τραντάζουν τη γη στο πέρασμά τους. Ύστερα η εικόνα. Χιλιάδες βουβάλια τρέχουν στο φαράγγι του Γκραντ Κάνυον και σηκώνουν στο διάβα τους σύννεφο σκόνης. Άνοιξα τα μάτια. Απόλυτη ηρεμία.
Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα μακριά από το σπίτι μου. Κάτι υπήρχε σε αυτή τη γη. Κάτι μαγικό. Κάτι απροσδιόριστο. Έμοιαζε ήρεμη και αρμονική με μια ματιά. Μερικές φορές μπορούσες να ξεγελαστείς και να πιστέψεις πως είναι άκακη και φιλόξενη. Ακολούθησα τα ποτάμια. Έτρεξα με τα ελάφια. Ήπια δροσερό νερό από την πηγή. Δρασκέλισα τα βουνά, μίλησα με τους ινδιάνους και παρακολούθησα τις μαγικές τελετές τους. Αυτά που έβλεπα ήταν όμορφα αλλά ένιωθα πως δεν συμμετέχω, ένιωσα πως βλέπω κάτι ξένο.
Ίσως αυτό το μέρος να ήταν φτιαγμένο από πιο απλά υλικά. Ίσως οι δεσμοί που το κρατούσαν ζωντανό να ήταν πιο χαλαροί. Ίσως ακόμη οι θεοί αυτοί να μην ήταν τόσο ισχυροί και παντοδύναμοι όσο είπαν οι φτωχοί έμποροι. Ήμουν ανώτερος. Η γη εδώ ήταν φτιαγμένη για εκείνους που θαμπώνονται και σαγηνεύονται από το μαγευτικό τοπίο και τα περίτεχνα αγάλματα, όχι από τους ανθρώπους της σκέψης και της αυτοσυγκέντρωσης.
Λίγες στιγμές πριν αποφασίσω να εγκαταλείψω το «Νέο Κόσμο», σκέφτηκα να περπατήσω. Να σκεφτώ καθαρά. Ποια ήταν η γνώμη του Σίβα για αυτό το μέρος; Καθώς χανόμουν μεθοδικά στις σκέψεις μου, μια μικρή στάλα βροχής έπεσε στο κεφάλι μου. Παράξενο. Σε όλη τη ζωή μου, κανένας θεός, ούτε ακόμη ο Βάαλ ο Τρομερός και ο Ζεύς, ο πατέρας των δώδεκα θεών του Ολύμπου, δεν τόλμησε να ρίξει βροχή στο δρόμο μου, από σεβασμό προς το πρόσωπό μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και πρόσταξα νοερά τον ουρανό να κλείσει.
Τρείς σταγόνες έπεσαν διαδοχικά, μία μετά την άλλη στα φρεσκολουσμένα μου μαλλιά. Η οργή μου μεγάλωσε.
«Κάνε στην άκρη άγνωστε θεέ και τη βροχή σταμάτα!» βγήκε τρομερή η φωνή μου.
Τότε οι ουρανοί ανοίξανε και τρομερή καταιγίδα έπληξε το δάσος. Οι σταγόνες έπεφταν χοντρές και έσκαγαν με δύναμη επάνω μου, τόσο πυκνά που δυσκολευόμουν πια να δω καθαρά. Και η βροχή έπεφτε και έγινε ποτάμι που έφτανε πια ως τα γόνατά μου. Σήκωσα τότε το βλέμμα μου και κοίταξα κατάματα τον τρομερό δαίμονα.
Κάθε ένας κεραυνός ήταν και ένα φοβερό του ειρωνικό γέλιο. Η μπόρα δυνάμωσε τόσο που περισσότερο δεν γίνονταν. Άκουσα προσεκτικά πέρα από τη βροχή. Ήταν τα ιερά φυλαχτά των ινδιάνων. Χτυπούσαν στον ιερό ρυθμό του Χορού της Βροχής.
Χαμογέλασα. Άφησα τη βροχή να με κατακλύσει. Σταγόνα, σταγόνα ξεπλύθηκε η αμφιβολία από το μυαλό μου. Πήρα βαθιά ανάσα και εισέπνευσα τον λιγοστό αέρα. Η βροχή έπεφτε και πότιζε την εύπορη γη. Έπιασα τον ρυθμό και χόρεψα κι εγώ τον λυτρωτικό ατομικό χορό. Υποκλίθηκα μπροστά στην απέραντη σοφία του πανίσχυρου δαίμονα. Με είχε ξεγελάσει.

 


Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά, καθώς και διηγήματα στο περιοδικό «Μονόκλ». Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.