Τρία ποιήματα από την ποιητική συλλογή «Σχεδόν τίποτα» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), του Άλκη Παπαντωνίου.
ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑ[ΛΗΣΤΗΣ]
Σεργιανίζοντας τόσα χρόνια
σε κοσμικά λεξικά και κοινωνικές εγκυκλοπαίδειες
αποφασίστηκε
από εμένα σε απαρτία
απατρία,
να παραμείνω με λίγες λέξεις
που κουδουνίζουν παιχνιδιάρικα
στις τσέπες μου
– καθεμιά έχει δύο όψεις
και πολλές διαστάσεις.
Άλλωστε οι καλοί άνθρωποι
δε σπανίζουν
μα λίγοι είναι
οι καλοί φίλοι.
ΛΙΑΝΤΙΝΑ
[Συνοδεύεται από ένα μόνο σαξόφωνο]
Τον έβλεπαν πάντα από μακριά
–σαν βουνό χιονισμένο, σαν δένδρο αρχέγονο–
να ψηλώνει και να ψηλώνει.
Κι αυτοί πίσω από το παράθυρο
κι αυτός όλο ψήλωνε και μάκραινε.
Και ήταν πάντα νύχτα,
νύχτες μαζεμένες, νύχτες στριμωγμένες,
νύχτες.
Μια μέρα, χτύπησε το κεφάλι του στον ουρανό
και χάθηκε.
Αναρωτήθηκαν αν ανεφλέγη πάνω στο φεγγάρι
ή αν ξεψύχησε από ανία
σε κάποια μαύρη τρύπα του μυαλού του.
Η νεκροψία έδειξε έναν αιώνα αμάσητες προσβολές.
ΠΕΣΟΑ
Κι έτσι όπως οι στάχτες της βροχής
άπλωναν
ρυάκια χρόνια
στα μαλλιά του
και στα στενά της Λισαβόνας.
Όπως τα τσιγάρα έσβηναν ένα ένα
–μοναχικοί φανοστάτες,
σαν τα φώτα της μνήμης του–
αδυνατούσε να κατανοήσει
αν αυτούς που υπήρξε, σκότωνε
ή αν απλώς,
σιγά σιγά,
αυτοκτονούσε.
Άλκης Παπαντωνίου, «Σχεδόν τίποτα» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022).