[το αχαλίνωτο και ακαθόριστο
πέλαγο του χαρτιού,
δεν ήταν τίποτε
εμπρός στην τρομερή ζωή
του ποιητή
Μιχαήλ Μητσάκη]
γαλάζια ωδή για
τον ποιητή
Μιχαήλ Μητσάκη
Θεέ μου, κάνε να αντέξω ετούτη την παγωνιά που ήρθε να σβήσει κάθε ανάμνηση του καλοκαιριού. Έπεφτε, να ξέρετε, όπως εξαπλώνεται παντού τριγύρω στο στενό μου ένα χρώμα γαλάζιο, όλο κίνδυνο και σιωπή. Πήρα να τακτοποιώ τα χάρτινα κιβώτια που έχω για την χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης. Βρήκα κάπου να απαγκιάσω και βάλθηκα να προσεύχομαι για να αντέξω την νύχτα. Μια βροχή αναποφάσιστη ακόμη έκανε την εμφάνισή της. Ανήκει στο ίδιο βρόχινο σύννεφο που σκεπάζει την καρδιά μου. Θεέ μου, κάνε να αντέξω ετούτη την παγωνιά που τραβολογάει την σκέψη μου και την αποδυναμώνει, είπα με μια κρυφή κραυγή και λογάριασα πόσο σκληρή είναι ετούτη εδώ η εποχή.
Από το βάθος του δρόμου φάνηκε μια σκιά. Δεν είχα λόγο για να ανησυχώ. Με κρύβει καλά το σκοτάδι και είναι ακόμη ετούτο το λάϊτ μότιφ του νερού που έχει πια βρει τον δρόμο του και πέφτει σαρωτικά στο γαλάζιο μου στενό. Τώρα μπορούσα να ξεχωρίσω εκείνη την φιγούρα που έκανε τόσο απροσδόκητα την εμφάνισή της. Μου φάνηκε πως πρόκειται για γνωστή φυσιογνωμία, μια Μπατερφλάι με ολόλευκο δέρμα, σχεδόν διάφανο. Κάθισε σε μια γωνιά και έμοιαζε με τον δύστυχο Άμλετ που αναπολεί την πρώτη του νιότη. Αισθάνθηκα την ανάγκη εκείνου του ανθρώπου και αναλογίστηκα τι τάχα με είχε πιάσει και βάλθηκα να κρυφτώ, έτσι φοβισμένος μες στα χαρτόνια μου.
Συγκεντρώθηκα με όλη μου την καρδιά στην όψη εκείνου του παράξενου ανθρώπου, δίχως να μπορώ να καταλήξω σε μια βεβαιωτική ταυτότητα. Τα μάτια του φάνταζαν βαριά και θαμπά και έτσι όπως τον έντυνε η φωτεινή μαρμαρυγή, αποκτούσε παράξενες όψεις. Ο θάνατος στεκόταν πλάι του, είχε μια απολύτως συγκαλυμμένη παρουσία μα δεν μπορούσε ολότελα να κρυφτεί. Ήταν φθαρμένο το κοστούμι του και φορούσε ένα πολυκαιρισμένο ζευγάρι παπούτσια που κάποτε θα έδειχναν εξόχως αριστοκρατικά. Ίσως να ήταν ένας εν Αθήνας Χρυσοθήρας ή κάποιος που έλαβε την μεγάλη απόφαση και από στιγμή σε στιγμή θα μεταβληθεί σε έναν ιδανικό αυτόχειρα ποιητή. Ίσως το όνομά του να είναι Μιχάλης, όπως εκείνος ο ποιητής που ξοδεύτηκε μες στα πάθη του και ρακένδυτος, πένητας πέρασε στην ιστορία και τις φιλολογίες. Ίσως ένα γινάτι μεταφυσικό να έκανε εκείνον τον άνδρα να παραστρατήσει. Μου θύμισε τον στίχο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, και συλλογίστηκα άραγε ποια μοίρα και ποια μπόρα ανέλπιστα να τον είχε φέρει ως εδώ. Λυμένος από το πέρασμα του χρόνου, σπαραγμένος, γεμάτος πληγές από την αγριότητα του καιρού του και κάθε άλλου, αρνιόταν την συντροφιά μου με τον τρόπο του.
Είπα τότε πως ίσως ετούτη την στιγμή ένας άνδρας, κάπου στον κόσμο να αναλογίζεται πως έσφαλε. Στέκει κάπου και περιμένει την πληρωμή της ζωής καθώς το κερί εντός του σώνεται. Είπα να τον ρωτήσω τι τάχα να αποζητά από αυτήν εδώ την μαραμένη πολιτεία μα ξάφνου φύσηξε μια παπαδιαμαντική, αελλώδης ριπή και ο νους μου ξαστέρωσε. Τον άνδρα πλαισίωνε τώρα πια μια μοίρα πορφυρή καθώς τον έλουζαν φωτισμοί πρωτόγνωροι που δεν φαντάστηκα ποτέ. Έπειτα ανασηκώθηκε και τότε ακριβώς διέκρινα πως μες στην αγκαλιά του κοιμόταν μια παιδική καρδιά. Συμμερίστηκα τους ώμους του που σήκωναν ολάκερο το μολύβι του κόσμου.
Ο άνδρας κοίταξε τριγύρω, σαν να επέστρεφε. Στο μεταξύ από κάθε ντάπια του γαλάζιου μου στενού ερχόταν ένας άνεμος. Να ήταν άγγελος ή πάλι άνθρωπος ξεστρατισμένος, κανείς δεν θα το μάθει. Έμοιαζε κέρινος με δυο βουβά μάτια. Θυμήθηκα τον γέρο Έζρα που ‘λεγε πως από κάθε γέρικο μάτι μπορεί κανείς να κερδίσει την ακατάληπτη φλόγα. Τότε ήταν που ο άνδρας με δυνατή φωνή είπε. Μιχαήλ Μητσάκης, ποιητής και διαλύθηκε στο σκοτάδι, κάνοντας να μοιάζουν όλα κάλπικα και χαρτονένια. Εγώ, η γωνιά μου, ολόκληρο το γαλάζιο μου στενό που προχωρούσε ίσια προς το χάραμα.
Τελευταίο καρέ. Ο ποιητής κατευθύνεται προς τον σταθμό του σιδηρόδρομου. Ξέρει καλά τι σόι πράγμα είναι το σφαγείο της νύχτας. Καθώς φεύγει, -μάρτυς μου ο Θεός της παγωμένης νύχτας – οι γύψινες ροζέτες γέρνουν και τον στεφανώνουν, και τα ερμητικά παραθύρια ανοίγουν τα μάτια τους, όπως κάθε φορά που ένας αληθινός στοχαστής, κάνει την εμφάνισή του μες στους κάλπικους δρόμους.
Από κάθε γωνιά κάτι λοξοί φωτισμοί, ίδιοι με ποιήματα ακολουθούν τα βήματά του, καθώς επάνω του σαρκώνεται η λιγνή μορφή του Τζακομέττι.
Πάει, αυτό ήταν, έπρεπε πάλι να συνηθίσω την μοναξιά μου. Και ήταν τότε που δίχως αιτία, πήρα να λέω δυο τρεις στίχους του Μιχάλη Μητσάκη που είχαν κάποτε διαβαστεί. Ίσως δεν πρόκειται για ποίημα, μα πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς τούτες τις λέξεις. «Εις το πλευρόν του λόφου, χωμένον εις του βράχου την ρωγμήν, ως να εζήτησε προστασίαν υπ΄ αυτόν, μικρόν, σιωπηλόν κ’ έρημον, εγείρεται το εκκλησίδιον». Στο μεταξύ ο Μητσάκης περνούσε ξανά και ξανά από δεκαετία σε δεκαετία, σαν ένα ξεχωριστό και απροσδόκητο εδάφιο, μια εκφορά που ποτέ δεν μετέφρασε δογματικά ή μονοσήμαντα την εποχή του, μήτε παρέμεινε δέσμιο του παλιού που ‘χε χάσει πια όλη την δύναμη του έρωτά του. Ο Μιχαήλ Μητσάκης φύσηξε σαν αεράκι στιγμιαίο απάνω από την μεσοπολεμική Αθήνα, ένας από την αγία τριάδα των σοφών του Δρομοκαίτειου, ποιητής ακέραιος και ατόφιος που δόθηκε χάρισμα στον δαίμονα του.
Έκλεισα τα μάτια και πλανήθηκα για λίγο μες στο όνειρο. Τι κρίμα, ελογάριασα να είναι το πεπρωμένο σου μελαγχολικό και ευθύς μίσησα του κόσμου το αβέβαιον και το πεπλανημένο, του καιρού το άστατο, των πραγμάτων την φθορά, τους ανθρώπινους σκοπούς και τις μάταιες, ναι, τις μάταιες ελπίδες.
Ξημέρωνε. Οι Αργοναύτες επέστρεφαν δίχως το δέρας όσο το ανάπηρο, παγωμένο φεγγάρι γινόταν κιόλας ιστορία.
Απόστολος Θηβαίος