Γράφει ο Νικόλας Περδικάρης
Γέννα, θάλασσα, σώμα, βράχοι, σύμπαν, χέρια, μάνα, χρόνος, θάνατος, ροή, ξανά από την αρχή. Ψηλαφίζοντας το ποίημα του Ηλία Γεωργιάδη, που μου προσφέρθηκε ως ανταμοιβή λέξεων και οπτικών πειρασμών, είδα από την αρχή κιόλας στις σελίδες του ένα σωρό εικόνες. Έβαλα και με το νου μου κάποιες άλλες, που με βρήκαν μόνες τους, όπως παραδείγματος χάρη ο πίνακας του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, «Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» (του 1818). Αλλά και πιο σύγχρονες αναπαραστάσεις, που ωστόσο δεν διέφυγαν από τη σφαίρα των παιδικών μου χρόνων, παρουσιάζονταν μπροστά μου καθώς διάβαζα. Είδα, ας πούμε, είτε επειδή είναι πάλι στη μόδα είτε επειδή ποτέ δεν αποχώρησε από αυτήν, την Κέιτ Μπους να τρέχει σκαρφαλώνοντας πάνω στο λόφο, να αλλάζει τη θέση της με τον Θεό, όπως στο τραγούδι. Όποτε μου συνέβαινε αυτό κατά την εμπειρία της ανάγνωσης, ο ποιητής με τραβούσε από τα μαλλιά υποχρεώνοντάς με να επιστρέψω στους στίχους. «Όμορφα και γνώριμα τα βιώματά μας, αδελφέ. Αλλά δεν βλάπτει να εστιάσεις λίγο την προσοχή σου στο ποίημα». Συνερχόμουν τότε για να εντοπίσω -στην πρώτη ακόμα ενότητα του έργου- υποθέσεις αγκαλιάς για τις μικρές μας, σαν τσιμπολόγημα σπουργιτιού, επιθυμίες. Η αγάπη, η τρυφερότητα φαίνεται να αποκτούν συνείδηση στο κάτοπτρο μέσα από το οποίο ο Γεωργιάδης περιγράφει το όλον, το ανθρώπινο. «Όταν μου λες καλό μου, μπορώ να δω κάποια χρώματα». Το γήρας φαντάζει ενδεχόμενο, όχι βέβαιο σύμφωνα με τον δημιουργό. Και παρά την τόλμη του αυτή να θέτει -ασυνείδητα έστω- υπό αμφισβήτηση το κοινότοπο τέλος, ο ίσκιος που τον ποτίζει καθώς ξεδιπλώνει το έργο του είναι αναμφίβολα εκείνος του Καβάφη, ίσως και του Γκάτσου. Ό,τι και να πούμε εμείς, οι σπουδαίοι μιλούν από μόνοι τους. Έτσι σπουδαίος είναι και ο θάνατος στη γραφή και την αλήθεια του. Ο ποιητής, σα να μη θέλει να χάσουμε λεπτό από όσο ζούμε ακόμα μάς λέει: πετούν οι νύχτες σαν τις ρημαγμένες αστραπές, προλάβετε να τις θαυμάσετε προτού χαθούν.
Στη δεύτερη ενότητα της έκδοσης, γλυκοκοιτάζουμε μια τελετουργία σε επανάληψη· τα απογεύματα στην επαρχία. Μας αφυπνίζει με κάποια ικανοποίηση η μυρωδιά καμένου ξύλου στις αποθήκες. Η μυρωδιά του ξύλου που φλέγεται και ζεσταίνει από στόμα σε στόμα. Ύστερα, η γη δίνει πάλι τη θέση της στον ωκεανό της πρώτης ενότητας. Μακριά από την άσφαλτο, τα νέφη και τις στρεβλές συναισθηματικές διακυμάνσεις του άστεως ο χρόνος μετράει διαφορετικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, επιχειρώ ξανά ένα πέρασμα εικαστικό με αφορμή την ποίηση, αυτή τη φορά από τον φθινοπωρινό ήλιο του Βαν Γκογκ ως τα θλιμμένα απογεύματα του Χόπερ. «Η βροχή μέσα στα δοχεία, στων σκύλων την τροφή». Στα τοπία του Γεωργιάδη όμως βλέπω χώμα ελληνικό. Όχι από λατρεία προς την πατρίδα αλλά επειδή, κάπου στο βάθος, ανάμεσα σε χόρτα και πέτρες βλέπω σκυμμένο έναν παππού, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο δικός μου. Μιλάμε την ίδια γλώσσα και αναπαυόμαστε στα ίδια εδάφη. Αυτός για το ταξίδι το μεγάλο και εγώ για σκέτη αναψυχή. Παραμένοντας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, νιώθω πως οι λέξεις θέτουν υπό δοκιμασία την ικανότητά μου, ως αναγνώστη, να διακρίνω καθαρά τις σημασίες και τα νοήματα. Ακόμα και τώρα που σας μιλώ δημόσια δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερα. Αφού το τέλος γίνεται αρχή για τον δημιουργό, η φωτιά μάς καίει και μας ζεσταίνει. Όμως, παρά την όποια επανεκκίνηση του βίου, τίποτα δεν είναι τόσο παρήγορο, ώστε να πεις χαλάλι. Ο υπογράφων το πόνημα είναι σαφής. «Εδώ δεν υπάρχει ζάχαρη ούτε καμπυλότητα». Λες και όλα είναι μια ευθεία αιχμηρή και αμείλικτη. Ακόμα και έτσι ωστόσο, ακόμα και αν στερείται τη γλύκα η ζωή -μέσα από τα λόγια του Γεωργιάδη- δεν είναι πικρή ούτε άνοστη. Γιατί, αν μη τη άλλο, η «κατάλευκη πυκνότητα» που προσωπικά μεταφράζω ως συμπιεσμένο χρόνο, ανθρώπινο πόνο και μόχθο, δεν μας αφήνει ούτε να βαρεθούμε ούτε να μορφάσουμε δυσάρεστα. Απλώς συνεχίζουμε να αντέχουμε. Και αυτή η ενασχόληση με τη Γη, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα, μοιάζει οικουμενικά σαν ένα τραγούδι λευκών νέγρων που πάλλονται και αγωνιούν σκλαβωμένοι, ενώ συγχρόνως είναι ελεύθεροι επειδή έχουν συναίσθηση για ό,τι τους περιμένει.
«Πού και πού το προτιμάμε- να γινόμαστε αφετηρίες σχεδιασμάτων». Με αυτούς τους στίχους ξεκινά η τρίτη ενότητα του βιβλίου, φέρνοντας στο νου επιλογές από συμβιβασμό ή χαλαρές δεσμεύσεις που πηγάζουν από τη σιδηρά φιλοδοξία της εξαΰλωσης. Σχεδόν με πνεύμα αντιφατικό, μια σελίδα πιο κάτω ο Γεωργιάδης μας μιλά για «συμπυκνωμένους φθινοπωρινούς αγέρηδες». Αυτή η οικονομία της συμπύκνωσης, για την οποία γίνεται λόγος, συσσωρεύει τη δυναμική της νιότης ή της γενιάς που καταλαμβάνει κάθε φορά το προσκήνιο, αποκρινόμενη στην καθημερινότητα από την πρώτη γραμμή της μάχης. Οι εργάτες της γης πρωτοστατούν ξανά εδώ («βατόμουρα σε μακάριες χούφτες ταπεινών καλλιεργητών»). Σε όλο το βιβλίο, ο Γεωργιάδης μοιάζει να παρατηρεί, να σαρώνει με το μάτι όλα εκείνα που τον περιβάλουν (μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο ίδιος είναι φωτογράφος). Σηκώνοντας ένα φορτίο -«το δυσβάσταχτο περίσσευμα της νιότης και της νοσταλγίας του»- ατενίζει μελαγχολικά τον κόσμο. «Για πόσο να χωρούν οι αβέβαιες διαθέσεις σε πλείστες υποστάσεις;» «Μια μέρα, μια κρυστάλλινη ίσως μέρα, δεν θα σμίξουμε άχρονα και ίσως αβίαστα;» αναρωτιέται ο ποιητής, θυμίζοντας στον αναγνώστη εκείνη την αδημονία της αντάμωσης που έφερε στις καρδιές μας η πανδημία. Αλλά η αντάμωση μπορεί να γίνει και με το νου, όχι μόνο δια σώματος. Τώρα -με τον κίνδυνο να καραδοκεί- προστατευμένοι μέσα στον θόλο μιας φιάλης οικουμενικής μπορούμε, σύμφωνα με τη προτροπή του δημιουργού, να αλληλοεπιδράσουμε με πρόσωπα και πράγματα που κάποτε αγγίζαμε. Να επισκεπτόμαστε τα ταχυδρομεία, τα καθαριστήρια, σα να είναι αυτά τα καταφύγιά μας, προφυλαγμένα ως κόρη οφθαλμού από έναν όλεθρο που μαίνεται. Δεν εφησυχάζεται ο νους ο παιδεμένος· και πάλι αναρωτιέται «γιατί αυτό το ανοιξιάτικο τώρα να είναι η σελήνη του θανάτου αντί απλώς μια διαδρομή του απέραντου;». «τι απέγιναν τα σκιάχτρα αισιοδοξίας; Μήπως λύγισαν και δεν διώχνουν πια τα ακούραστα πτηνά του δράματος εντός μας;».
Μα το ποίημα αυτό, όπως το διάβασα, δεν είναι δυσοίωνο -μια προφητεία δυσάρεστων συμβάντων- στο σύμπαν αυτό το ποιητικό υπάρχουν «αιωρούμενα ευτυχισμένα σύνολα», στα οποία ο ποιητής απευθύνεται. Τι και αν ο διάδρομος των επιθυμητών μας κόσμων μοιάζει να είναι υπόγειος, αν χρειάζεται να σκάψεις βαθιά για να τον διασχίσεις; «Τα βήματα σμιλεύουν το υπόστρωμα». Με βήματα ο κόσμος μετριέται. Στην πιο αίσια έκβαση των χρόνων μας, «τα μελίσσια εφευρίσκουν ξανά τους αλγόριθμους της νιότης», «τα κυψελώδη αντιδραστήρια φανερώνουν ήσυχα τις κρύπτες από δάφνη», σύμβολα (ίσως) της δόξας, της τιμής και της αιώνιας νεότητας. Θα έρθει κάποια στιγμή, αναφέρει ο Γεωργιάδης, που «οι φωνές, οι μύθοι από τα χαμόγελα που απόμειναν θα γίνουν χλωροφύλλη και πλαγκτόν, θα ανοίξουν τα φυλάκια των κροτάφων για να ελευθερωθείτε». Η εικόνα της φύσης, που ανθίζει και μοσχοβολά, ακολουθεί το πρόσταγμα αυτό του ποιητή για τη διεκδίκηση της ελευθερίας, την αναζήτηση και γνωριμία με τα ανθρώπινα. Ο έρωτας είναι, οπωσδήποτε, παρών σε αυτό το βίωμα της αποδέσμευσης από τα δεινά. Όχι ως πιθανότητα, αλλά ως βεβαιότητα για κάθε πλάσμα ζωντανό. Τότε, εσύ και εγώ, θυμίζουμε πάλι εκείνη τη φιγούρα στον πίνακα του 19ου αιώνα, του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Είναι μια φιγούρα που ατενίζει τη νέα ζωή με κάθε άγνωστη πτυχή. Και το ποίημα λέει «ναι». Καταλήγει με τις φράσεις «ελεύθεροι πια μέχρι το τέλος», επιβεβαιώνοντας έτσι τις προσδοκίες μας για μια αίσια καινούρια αρχή.