από την σειρά
«τα αποσυρμένα»
Το ζύγισα καλά και είπα πως αυτό είναι το σωστό. Και έπειτα αποτραβήχτηκα στην γωνιά και φόρεσα τα καλά μου ρούχα. Ένα κοστουμάκι χρονολογίας 1970, καπέλο, γυάλισα τα παπούτσια μου και φόρεσα ένα μαντίλι στην τσέπη του σακακιού μου. Ω, τι ωραίος που είμαι! Καθρεφτίζομαι στην βιτρίνα του κλειστού από χρόνια μαγαζιού και με βρίσκω έκτακτο από κάθε γωνιά. Δεν μπορώ να μην πάω, είμαι εγώ η ιστορία και με κόφτει που λέει και η παροιμία.
Το κατάστημα πουλούσε μεταπολιτευτικές εφημερίδες και μεταπολιτευτικά τσιγάρα μα έκλεισε πριν από αρκετό, μεταπολιτευτικό καιρό. Ένας σκυφτός γέροντας κρατώντας το ραβδί με τα καρφιτσωμένα λαχεία ξεχυνόταν κάθε πρωί στις γαλαρίες της πόλης. Θα μπορούσε να είναι ο Δον Κιχώτης μα δεν του πέρασε από το μυαλό και ώσπου να ξεμακρύνει από το γαλάζιο μου στενό είχε γείρει για να πεθάνει κουρασμένος από την ζωή. Τότε ήταν που φάνηκαν οι άνθρωποι του υπουργείου και κατάσχεσαν τα πάντα. Να τους δείτε με τι ύφος περισπούδαστο και ικανοποιημένο άρπαζαν ότι προλάβαιναν από τα ράφια του μαγαζιού. Είχαν ένα ατράνταχτο επιχείρημα πάντα στην μέση τσέπη.
Φροντισμένος μέχρι λεπτομέρειας κίνησα για την γιορτινή την πολιτεία που δεν ξέρει γιατί στολίστηκε μα επιμένει. Τι ωραία, δημοκρατικά πρωινά, τι χαρούμενα πρόσωπα. Και όλα second hand όπως τα ρούχα μας.
Τι ωραία, δημοκρατικά πρόσωπα πίσω από τα κράνη που συρρέουν από όλους τους δρόμους. Και εγώ που τους ακολουθώ ντυμένος το παράταιρο κοστουμάκι μου, εν δυο, ώσπου να φθάσω και άλλα χρόνια θα με έχουν προσπεράσει και θα είμαι γερασμένος πολύ. Μα δεν το βάζω κάτω και προχωρώ επί της οδού Πατησίων με πείσμα, ψυχωμένος όσο ποτέ. Κάπου κάπου συλλογίζομαι το γαλάζιο μου στενό μα δεν το βάζω κάτω. Δίχως νόστο δεν έχει αξία ετούτη εδώ η ζωή, συλλογίζομαι και όλο προχωρώ.
Τώρα το πλήθος έχει πυκνώσει και τα χαμόγελα έχουν παγώσει. Στρατιές κρανοφόρων φωνάζουν συνθήματα και έχουν στα χέρια τους όλη την οργή του κόσμου.
«Μα τι συμβαίνει; Όλος αυτός ο κόσμος;»
Ένας από αυτούς γύρισε και με κοίταξε με το παράταιρο κοστουμάκι μου να προσπαθώ να ξεχωρίσω μες στον καταιγισμό την αιτία της αναταραχής.
«Δεν τα μάθατε; Χάθηκε το Πολυτεχνείο!»
Ολόκληρο κτίριο; Σκέφτηκα πως ο νεαρός μου κάνει χάζι και έκανα πως δεν αντιλήφθηκα τον συμβολισμό. Διότι περί τέτοιου σκέφτηκα πως πρόκειται και όχι για μια πραγματική απειλή.
«Ολόκληρο κτίριο;»
«Μα και βέβαια! Απομείνανε μόνο τα κάγκελα ντυμένα τις λινάτσες και τα πλακάτ. Μα το κτίριο αγνοείται!»
Άλλο και τούτο. Πρέπει να δω με τα μάτια μου. Και έτσι σπρώχνω και γλιστρώ ανάμεσα στις χαραμάδες που αφήνει το πλήθος. Συγνώμη, παρακαλώ, επιτρέψτε μου. Τελευταίο εμπόδιο ο πάγκος του πλανόδιου πωλητή που εμπορεύεται πλαστικά άνθη. Τριαντάφυλλα που δεν έχουν ανάγκη από νερό και τα ρέστα. Ο έμπορος καρφώνει το βλέμμα του επάνω μου και με ορμή μου προσφέρει ένα λουλούδι. Ακολουθεί μια πρόστυχη συναλλαγή έξω ακριβώς από τα τείχη του άφαντου Πολυτεχνείου. Ώστε πλαστικό, λέω από μέσα μου και ευθύς φέρνω στο νου μου τα καρτέλ των κοιμητηρίων που αναπτύσσουν παρόμοιες μεθόδους. Και έπειτα το έθνος που πλαστικοποιήθηκε πλήρως σε έναν ακόμη σπαραχτικό συμβολισμό.
Και να που το Πολυτεχνείο λείπει. Ολόκληρα ντουβάρια, τι να γινήκανε; Όλοι κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Τα συνθήματα έχει φιμώσει πια η έκπληξη. Μερικοί καπνιστές με προϊστορικά τσιγάρα ανά χείρας κοιτούν κουνώντας με απόγνωση το κεφάλι. Λένε κάτι του τύπου «όλες οι λύπες αντέχονται» και απομακρύνονται, φεύγοντας προς κάποια αιωνιότητα.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο» μα το Πολυτεχνείο δεν βρίσκεται πουθενά. Οι αρχές τα έχουν χαμένα.
«Μήπως είδε κανείς που χάθηκε το Πολυτεχνείο; Βοηθήστε ρε παιδιά», λέει ένας με ολοφάνερο πανικό στο βλέμμα του. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» μα δεν παίρνει απάντηση καμιά.
Τώρα στην θέση της αλλοτινής σχολής ποζάρει η ωραία Ελλάς ως άλλη Τζέιν Μάνσφιλντ στο εμβληματικό Συνέβη στην Αθήνα. Φορά κίτρινο φόρεμα, με αρχαιοπρεπείς καταβολές. Οι κρανοφόροι σφυρίζουν, το κορίτσι ντρέπεται μα συνεχίζει και η ζωή επανατοποθετείται στην αρχική της βάση. Θα χρειαστεί κάπου να διοχετευτούν αυτοί οι κρανοφόροι μα έχει στερέψει από όλους η υπομονή.
Παίρνω το πλαστικό μου άνθος και προχωρώ μακριά. Μα τώρα δεν έχω την προηγούμενη ζωντάνια. Ένα αβάσταχτο γήρας πέφτει ξαφνικό σαν χιόνι πάνω από την πόλη. Και έτσι που επιστρέφω νικημένος σκέφτομαι τι μαρτύριο είναι αυτό που βαραίνει την ρωμιοσύνη. Τι μαρτύριο να πρέπει να κρατάς απασχολημένους όλους αυτούς τους κρανοφόρους τώρα που το Πολυτεχνείο δεν είναι εδώ.
Ανάβω ένα γαλάζιο φως, ανοίγω την πόρτα αυτής εδώ της ιστορίας και την εγκαταλείπω.