[…]
Κάθε πρωί παρακολουθούσε τη θεία Ρενέ να χτενίζει τα μαλλιά της. Τα έριχνε στο πλάι κι άρχιζε από πάνω προς τα κάτω να τα ξεμπλέκει με το αλεξανδρινό χτένι, που το είχε περί πολλού και δεν το έδινε σε κανέναν. Εκείνος από δίπλα τη μιμούνταν, τα χεράκια του χάιδευαν το ξυρισμένο του κεφάλι και γλιστρούσαν σαν τη χτένα, μέχρι τα γόνατα. Έπειτα η Ρενέ άπλωνε τις κρέμες, άλλη στο πρόσωπο, άλλη στο λαιμό. Έπειτα, έπιανε το φλιτζάνι του καφέ με τη Σφίγγα, σήκωνε στον αέρα το μικρό της δαχτυλάκι, το έφερνε στο στόμα, και ρουφούσε γουλιά γουλιά δίχως θόρυβο. Έφερνε κι εκείνος στο στόμα ένα αόρατο φλιτζανάκι και προσπαθούσε, παιδευόταν να κρατήσει ίσιο το δικό του δαχτυλάκι.
Το βράδυ η Ρενέ άπλωνε τα μαλλιά της πάνω στο μαξιλάρι ακτινωτά, σαν γυαλιστερές κεραίες. Η Ρενέ φεγγοβολούσε μέρα και νύχτα. Ανασηκωνόταν κρυφά στο κρεβάτι του και τη χάζευε. Να ’βλεπε και το δέρμα της κάτω απ’ το νυχτικό, να, προσπαθούσε και γι’ αυτό.
Η μάνα του του τράβηξε άγαρμπα το χέρι:
«Όχι πολλά πολλά με δαύτην, την ψηλομύτα, τη σουρτούκα».
Μια μέρα η Ρενέ του είπε:
«Η μάνα σου η έχιδνα σε βάζει να με κοροϊδεύεις; Τι της είπα, μωρέ, να της βγάλω το μουστάκι μ’ αιγυπτιακή χαλάουα, να φωτίσει το μούτρο της!».
Εκείνος κρύφτηκε στο κοτέτσι κι έκλαψε. Ήθελε μόνο να της πει: «Ρενέ, εγώ όταν σε κοιτάω, φωτάει όλος ο κόσμος!».
Έπειτα έγινε φασαρία.
«Όπου είμαι εγώ, δε θα είσαι» της είπε η μάνα του, και το μεσημέρι η Ρενέ τα μάζεψε και πήγε στο παρατημένο από χρόνια καλύβι, στους πρόποδες του λόφου κι έζησε εκεί όλη της τη ζωή σαν ερημίτισσα.
[…]
Απόσπασμα από το διήγημα «Απάτητο χιόνι», από τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη, «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022).
https://iolcos.gr/eshop/titlos/oi-kaloi-pezoporoi/