Ιδού,
η βρώμικη
σκηνοθεσία
της ζωής
Το ραδιόφωνο ουρλιάζει. Και οι γονείς, όλοι τους μαζεμένοι στο γαλάζιο μου στενό, τα έχουν χαμένα. Κάθε τόσο μετακινούνται προς το ηχείο του τρανζίστορ που δίνει τις τελευταίες λεπτομέρειες της υπόθεσης. Οι μητέρες κρατούν σφιχτά στον κόρφο τους τις παλιές, σχολικές ποδιές και οι πατεράδες καπνίζουν και συλλογίζονται πώς τάχα θα μπορούσε να δοθεί λύση σε αυτήν την φριχτή, την πρωτόγνωρη κατάσταση. Σκέφτονται πως θα ήταν μια λύση να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Για τον Θεό, η υπόθεση αφορά τα ίδια τους τα παιδιά και δεν μπορούν να περιμένουν απαθείς την λύση που ποτέ δεν έρχεται. Τώρα στο νου των γονιών δεν υπάρχουν προκαταλήψεις, μονάχα ακραιφνείς αμφιβολίες. Πού χάθηκαν τα παιδιά, γιατί διάλεξαν αυτόν εδώ τον επικίνδυνο δρόμο, άραγε θα επιστρέψουν κάποτε;
Λόλα να ένα μήλο. Εμπρός Λόλα, άπλωσε το χέρι σου, είναι δικό σου Λόλα.
Και οι γονείς αγκαλιάζονται και κάθε τόσο φωνάζουν τα ονόματα των παιδιών τους που σήμερα γίνηκαν μια ανάμνηση τρυφερή. Τρέχουν πίσω στα δωμάτια που ερημώνουν, μυρίζουν τα ρούχα, αγγίζουν τα παιχνίδια, παρακαλούν τον Θεό να τα φέρει πίσω. Στέκουν έξω από τα σχολειά, κοιτούν τις αδειανές πόρτες με το σκοτάδι πίσω τους. Το όνειρο και ο εφιάλτης μοιάζουν σελίδες του ίδιου βιβλίου. Μα σήμερα η ατμόσφαιρα μυρίζει κίνδυνο και όλοι κρατιούνται από το τίποτε προτού εγκαταλείψουν για πάντα την λογική και την ορθοδοξία της ζωής εκεί έξω. Όλοι τους ψιθυρίζουν κάτι σαν νοσταλγικό αποχαιρετισμό στα παιδιά που σήμερα χαθήκανε από αίθουσες σχολικές και ιδρύματα και πτέρυγες οικοτροφείων. Τα παιδιά που πνιγήκανε μες στο χρώμα του φωτεινού σηματοδότη, παιδιά με σημάδια από αγιάτρευτες πληγές, ήρωες της διπλανής πόρτας που χαρακτηρίστηκαν έτσι, επειδή έφθασαν στον δικό μας κόσμο και είπαν θα ζήσω με όλες μου τις δυνάμεις κόντρα σε κάθε καιρό. Παιδιά που δεν μίσησαν και δεν αγάπησαν ποτέ κανέναν, φεύγουνε σήμερα μαζί με την αθωότητά μας.
Δεν είπαν κουβέντα στους γονείς τους, μονάχα ήπιανε λαίμαργα το γάλα τους, έριξαν μια υποτιμητική ματιά στις μανάδες τους που εξαντλούνται σε καριέρες και καθήκοντα και σε πανάκριβες μπουτίκ του κέντρου. Δεν είπαν κουβέντα στους πατεράδες τους, τους άφησαν με τις εφημερίδες τους, κάτι νέα πολυκαιρισμένα σαν στίχους ξεχασμένων ποιημάτων. Προτού φύγουν άφησαν τα κλειδιά και το χαρτζιλίκι τους, πήραν μια φωτογραφία από την παιδική τους ηλικία και απομακρύνθηκαν.
Κάποιοι υποψιάστηκαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Και έτσι έτρεξαν πίσω τους φωνάζοντας με μια σταθερή, άκαμπτη γλώσσα, απομεινάρι παλιάς γιορτής. Κανένα δεν αποκρίθηκε και έπειτα από λίγο τις φιγούρες των παιδιών κατάπινε για πάντα η πρωινή πολιτεία.
Δείτε την οικογένεια. Έτοιμοι όλοι να φάνε, να ο πατέρας, η Λόλα, ο Μίμης, η Έλλη, η Άννα, η γιαγιά, η μητέρα. Ο Α. , ο Μ., ο Α. Λ. Τι μεγάλη οικογένεια!
Τώρα οι μανάδες χάνουν πια το κουράγιο τους, στέλνουν η μια στην άλλη απελπισμένα μηνύματα. Τριγυρνούν με παράξενα μαλλιά στους δρόμους του Κεραμεικού, όλο ρωτώντας τα κόκκινα κορίτσια μην τάχα και είδανε τα παιδιά τους. Αγκαλιασμένες με πρόσκαιρους εραστές εκείνες δεν αποκρίνονται και οι γέφυρες με την ελπίδα κόβονται για πάντα.
Σε λίγο νυχτώνει, ο κόσμος έχει χάσει την πίστη του και κάτι σαν πανικός έρχεται φευγαλέα και πάλι χάνεται από την συλλογική μας έκφραση. Στο μέτωπό τους έχουν σηκωθεί άγριοι παγετώνες και ο κόσμος έχει ερημώσει. Παρατημένα παιχνίδια, άδειες αίθουσες, τίποτε πια δεν μας συγκρατεί από το χείλος της καταστροφής.
Τα ξημερώματα ακούγονται φωνές κάτω στον δρόμο. Τα παιδιά κοπαδιαστά τραβάνε για τις φωλιές τους. Έχουν μεγαλώσει κάπως και το πρόσωπό τους καθρεφτίζει την εποχή μας. Διαθέτουν πια την έκφραση των ηττημένων ανθρώπων που επιστρέφουν.
Κανείς δεν θα ρωτήσει τα παιδιά. Στους τηλεοπτικούς δέκτες του πολυκαταστήματος που γερνά απέναντι από το στενό μου, παίζουν επαναλαμβανόμενες εικόνες τους. Στα μάτια τους αστράφτει το χρυσάφι της ωριμότητας. Μα κάτι έχει αλλάξει πια στο φέρσιμό τους και δείχνουν τόσο απόκοσμα στον πάτο της νεοελληνικής μας εικόνας, σηματοδοτώντας την κορυφή της εθνικής μας ξεφτίλας.
«Θέλεις να φας; Πεινάς καθόλου;», ρωτάνε αδιάκοπα οι μητέρες καρφωμένες μες στις πράσινες κουζίνες με το εκτυφλωτικό φωτισμό. Τώρα η αγωνία πέρασε, τα σπίτια παραδόθηκαν και πάλι στην ανεπανάληπτη πλήξη, την ένοχη, ηλεκτρονική σιωπή. Μα τα παιδιά δεν αποκρίνονται, κρατούν μονάχα την λάμψη μες στα μάτια τους και δίχως περιθώρια για υπεκφυγές λένε. «Μου χρωστάς κάμποσα χρόνια παιδικής αθωότητας, καλύτερα φρόντισε για αυτά» και σφραγίζουν πίσω τους τις πόρτες. Οι πατεράδες βρίσκουν το χαμένο τους κουράγιο και όλα τα λογαριάζουν ιδανικά και αγαπημένα, ακόμη και αυτά τα ίδια τα παιδιά τους με τα ακρωτηριασμένα, παιδικά χρόνια που μεγαλώνουν μες στις λάσπες και τις πρόστυχες μυρωδιές μιας αγοραίας ενηλικίωσης. Το φρύδι του δρόμου σαλεύει και μια μίζερη αγάπη κρατά σε επίφαση κανονικότητας τους διαλυμένους αρμούς της εποχής μας.
Το στενό μου γαλάζιο όπως πάντα. Και στο πρόσωπο οι χαρακιές, τα πρηξίματα, οι μελανιές. Παντού κουρέλια της ζωής που ξεβάφουν. Και…
Τικ Τακ, τικ-τακ, χτυπά το ωρολόγι. Χτυπά σαν να λέει: Ώρα οχτώ Καληνύχτα. Λόλα.
Απόστολος Θηβαίος