Κάθε πρωί,
πίνω σκέτο ελληνικό καφέ
σε νεροπότηρο.
Έτσι συνηθίζω τη ζωή.
Στέκω στο μπαλκόνι,
κοιτάζω τις ένσαρκες φιγούρες των πολυκατοικιών,
περπατούν αθόρυβα,
τρώνε από το πάτωμα,
βλαστημούν,
καθαρίζουν τα σκουριασμένα τους κάγκελα,
σιδερώνουν εφήμερα ρούχα,
για έρωτα ούτε αναπνοή.
Ήρθαν δύσκολα χρόνια.
Το πιάτο πάνω στο τραπέζι
παίζει κρυφτό με το μαχαίρι και το πιρούνι.
Εγώ πριν μια εβδομάδα
σταμάτησα να τους μιλώ,
και κρέμασα το βλέμμα
στο καρφί ενός εκλιπόντος κάδρου.
Νύχτα,
με μόνη συντροφιά
το φως του δρόμου.
Τραβώ και κλείνω την κουρτίνα,
το σπίτι είμαι εγώ.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1982 στον Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων αναζητώντας τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Χωρίς Οξυγόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.