Γράφει Ο Δημήτρης Τανούδης
Δεν μου είναι τόσο εύκολο να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, ακριβώς γιατί έχω πολλά να πω και δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, τι να ξεχωρίσω, ποια πλευρά του είναι πιο σημαντική: η καλλιτεχνική, η ανθρώπινη, η αισθητική, η βιωματική; Αυτό συμβαίνει μάλλον όταν γνωρίζεις για καιρό τον συγγραφέα κι έχεις μοιραστεί μαζί του μια προσπάθεια που, σιγά σιγά, σε ανύποπτο χρόνο, κατέληξε να γίνει βιβλίο, το οποίο βλέπεις ξαφνικά, πάντοτε ξαφνικά μπροστά σου, και τώρα καλείσαι μάλιστα να μιλήσεις γι’ αυτό.
Συνεργαστήκαμε με τον Κώστα από το 2016. Κι οι στιγμές που περάσαμε μιλώντας για τη λογοτεχνία δεν γίνεται να συνοψιστούν παρά μόνο στα βάθη μιας ασυναίσθητης μνήμης. Επιπλέον, τα κείμενα αυτά δημιουργήθηκαν σ’ έναν τόσο απλωμένο χρόνο ώστε δεν θυμάμαι στ’ αλήθεια ποιο προηγήθηκε στην αφηγηματική αλυσίδα. Είναι τελικά μια διαδικασία εντυπωμένη στο μυαλό μου μέσα από τις παράξενες διαστολές και συστολές των μεγεθών που ο ίδιος ο Κώστας αποδίδει στα ζωγραφικά του σχέδια. Μόνο μια αίσθηση απομένει στο τέλος, μια αύρα, το φως της ιδέας στο κέντρο ενός χρωματιστού σχήματος.
Πολύ πρόχειρα έτσι, πολύ αυθαίρετα, περιορίζομαι εδώ να μιλήσω για όσα κατανοώ ως συγγραφική πρόθεση πίσω απ’ αυτό το φως, αυτή την αύρα, την ιδέα στο κέντρο ενός τέτοιου βιβλίου. Και για μένα είναι κυρίως η αίσθηση που μεταδίδουν εκείνα τα παραμύθια τα οποία έχουν επινοηθεί από μια ανθρωπογνωσία που αφήνει πίσω τα στενά δίπολα του ηθικού διδάγματος. Είναι το αίσθημα που νιώθει κανείς όταν διαβάζει τα παλιά σκληρά σκανδιναβικά παραμύθια, όσα διάβαζε ο ήρωας του Γκαρσία Μάρκες στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» και αναγκαζόταν να ομολογήσει ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά μια τόσο διαστροφική αντίληψη της ζωής.
Ο Κώστας διαστρέφει αφενός τη ζωή, ενώνοντας τους διογκωμένους ή συμπιεσμένους του ήρωες μέσα σε διογκωμένα ή συμπιεσμένα περιβάλλοντα, μέσα πολλές φορές σε κόσμους που θυμίζουν κάπως τις γυάλινες, μελαγχολικές, χριστουγεννιάτικες μπάλες, όπου μπορεί κανείς ν’ ανακατέψει ένα χάρτινο χιόνι –κάτι συνεσταλμένο, κάτι ελάχιστο, μια ζωή ιδωμένη με μικροσκόπιο–, αλλά την ίδια στιγμή, αυτοί ακριβώς οι μικρόκοσμοι, λειτουργώντας με συμβολικό τρόπο, ωθώντας τη φαντασία μας πίσω στην πραγματικότητα, αρχίζουν να αποκτούν υπέρογκες διαστάσεις, γιγαντώνονται τόσο πολύ ώστε να ταυτίζονται με το ρεαλιστικό βίωμα της καθημερινής ζωής, των αληθινών σχέσεων που μας δένουν με τους ανθρώπους, που μας φέρνουν σε σύγκρουση με αυτούς και μας χωρίζουν από αυτούς, που μας κάνουν να τους αναπολούμε και να τους ονειρευόμαστε: στη συνολική αίσθηση των σχέσεων που φτιάχνουν τον κόσμο μας.
Αλλά το πέρασμα αυτό από τη συμπίεση στη μεγέθυνση, από τη γυάλινη μπάλα στην αληθινή ζωή, λειτουργεί και αντίστροφα εντός του βιβλίου. Γιατί υπάρχουν εδώ αφηγήσεις που δίνουν την αίσθηση ότι ξεκινούν από κάποια γιγάντια κλίμακα, κάποια αφύσικη διόγκωση του πραγματικού, αλλά στην πορεία, ξανά μέσω συμβολικής αναγωγής, ξανά μέσω της τομής φαντασίας και βιώματος, πετυχαίνουν τη μετακίνηση από το υπέρμετρο προς το ελάχιστο, το τόσο μικρό όσο και η κάθε υπαρξιακή κουκκίδα που συνενώνει τη ζωή μας.
Είτε λοιπόν δούμε το βιβλίο ως κίνηση προς τη διόγκωση είτε ως κάλεσμα προς τη συμπίεση, κοινή παραμένει μια παραμορφωτική ικανότητα, εκείνη ακριβώς που συναντούμε αποκλειστικά στα παιδιά. Είναι η ανάγκη των παιδιών να αλλοιώνουν τα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα του κόσμου, έτσι όπως τα μαθαίνουν από τον ίδιο τον κόσμο, απ’ τους γονείς, το σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον, τα πλαίσια της ηθικής, της θρησκείας, της πρακτικής ζωής –όλων των εξαναγκασμών της επιβίωσης– έτσι ώστε να οραματίζονται πλέον άλλα μεγέθη, άλλες μορφές, άλλες διαστάσεις, άλλες ζωές, μέσα στα οποία ζούνε τις δικές τους κρυφές ζωές, αυτές τελικά τις ζωές που εδώ και χιλιετίες δημιουργεί και υποθάλπει η λογοτεχνία, πρώτα με τη μυθολογική της εκδήλωση και ύστερα με την υπαρξιακή, την ανθρωποκεντρική.
Γιατί ακόμα και αν χωρίσουμε το λογοτεχνικό φαινόμενο σε περιόδους ανάπτυξης με βάση τις κυρίαρχες ανάγκες που ικανοποιούσε, αυτό ήταν πάντοτε το έργο της απέναντι στους ανθρώπους: να φτάσουμε στην αλήθεια μέσα από το ψέμα.
Ξεκινώντας από το επινοημένο, το φανταστικό, το μυθικό, το αλληγορικό, το παραμυθικό –με μια λέξη το ψεύτικο– η λογοτεχνία μάς επιστρέφει στο υπαρκτό. Και τότε, στο τέλος αυτής της επιστροφής, μοιάζει να έχουμε διανύσει μια πορεία αυτογνωσίας, σκληρή και μαζί επουλωτική, γεμάτη δέος και γεμάτη παρηγοριά.
Να λοιπόν ποιο πιστεύω ότι είναι το επίτευγμα αυτού του βιβλίου. Όπως συμβαίνει και με τους πίνακες που περιέχει –αυτούς τους παραμορφωμένους ανθρώπους, αυτούς τους φανταστικούς κόσμους–, οι ιστορίες που διαβάζουμε εδώ ξεκινούν από το ψεύτικο και μας επιστρέφουν στο αληθινό. Μας επιστρέφουν όμως πιο συνειδητούς και άρα πιο λυτρωμένους από τα τραύματα εκείνα που μόνο όταν τα βιώσει κανείς στις πλέον ακραίες τους διαστάσεις θα μπορέσει να τα αντιμετωπίσει κατάματα, μετωπικά.
Ένας άντρας συναντά τον νεκρό του πατέρα στον Κάτω Κόσμο και επιβεβαιώνει έτσι την ανορθόγραφη –δηλαδή αντισυμβατική– φύση που ο πατέρας τού κληροδότησε. Μια γυναίκα επαναστατεί στον αρσενικό ρόλο που της επέβαλε η κοινωνία, βρίσκοντας πια το σώμα, το αληθινό θηλυκό της σώμα. Ένας ομοφυλόφιλος παρίας, ένα κλωσάρ, μετατρέπεται ξαφνικά σε κύριο του καλού κόσμου, μαγικά τότε ενωμένος με τον εναλλακτικό του εαυτό, την κβαντική του κατά κάποιον τρόπο υπόσταση. Η θλιμμένη Ρωσίδα χορεύτρια που αυτοκτονεί στο χιόνι. Ο ηλικιωμένος κλόουν που αντιστέκεται μέχρι τέλους. Ο άνθρωπος που οραματίζεται την εξίσωση του πολιτισμού με τις όμορφες ανθρώπινες μυρωδιές.
Διαλέγω τυχαία μερικές από τις ιστορίες του βιβλίου. Όλες ωστόσο με παραπέμπουν συνειρμικά στη διαδρομή που κάνει ένας αναγνώστης όταν κινείται από το λογοτεχνικό ψεύδος στη λυτρωτική αποκάλυψη της όποιας αλήθειας είναι διατεθειμένος ν’ αναγνωρίσει για τη ζωή του.
Είτε λοιπόν έχουμε διόγκωση είτε συμπίεση των υπαρκτών μεγεθών, εκκινούμε πάντοτε από ένα ψέμα. Και το ψέμα αυτό, το εν γένει ψέμα της λογοτεχνίας, μοιάζει τότε στα μάτια μας σαν κάτι μικρό, μικρότερο από την πραγματικότητα, μικρότερο από τη ζωή, μικρότερο από τον κόσμο. Ξανά λοιπόν ο συνειρμός με οδηγεί στην αντίληψη της παιδικότητας – εφόσον τα παιδιά είναι αυτονόητα οι μικρότεροι κάτοικοι του πλανήτη, οι πιο μικρές σωματικές ενσαρκώσεις του είδους μας. Κι αμέσως θυμάμαι έτσι μια παρατήρηση του Ελίας Κανέττι όταν σχολίαζε τη λογοτεχνία του Φραντς Κάφκα – την τάση του Κάφκα, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή, να επιζητά τη σμίκρυνση, τη μικρότερη δυνατή υπόσταση του εαυτού. Υπάρχει εκεί μια πολύ σημαντική ερμηνεία, η οποία διαχωρίζει την τάση των παιδιών να διεκδικούν καθετί μικρό (ενώ συγχρόνως επιθυμούν να μεγαλώσουν) και την τάση της λογοτεχνίας να παραδίδει στον κόσμο κάτι μικρό (που δεν επιθυμεί όμως να μεγαλώσει), κάτι που θέλει να παραμείνει τόσο μικρό όσο και η κάθε προσωπική αντίληψη του κάθε ξεχωριστού αναγνώστη.
[Στο έργο του Κάφκα, γράφει ο Κανέττι] «τα παιδιά εμφανίζονται ως διεκδικητές του Μικρού, μέσα στο οποίο θα ήθελε να χωθεί κι ο ίδιος ο Κάφκα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, τα παιδιά δεν έχουν σχέση με το Μικρό όπου επιθυμεί να εξαφανιστεί. Αυτά εκπροσωπούν το Ψευτομικρό, το μικρό που παροτρύνεται να μεγαλώσει, που θέλει τελικά να μεγαλώσει». Αντιθέτως, ο Κάφκα διεκδίκησε μέσα από τη λογοτεχνία του κάτι που δεν επιθυμούσε να μεγαλώσει, ακριβώς γιατί το μόνο άλλο μέγεθος στο οποίο θα μπορούσε να διοχετευθεί ήταν η εξίσου μικρή ύπαρξη κάθε ξεχωριστού αναγνώστη.
Αυτό λοιπόν νομίζω ότι πετυχαίνει μ’ έναν δικό του τρόπο το βιβλίο. Μας παραδίδει κάτι μικρό (σχεδόν αόρατο), το οποίο όμως είναι άμεσα αναγώγιμο στην επίσης μικρή διάσταση του προσωπικού μας ψυχικού χώρου. Ο Κώστας δεν είναι ένας συγγραφέας-παιδί που επιθυμεί να μεγαλώσει. Είναι τελικά κάποιος που γράφει υπερασπιζόμενος το δικαίωμα να μην μεγαλώσει ποτέ. Κι όποιοι τύχει να μοιράζονται τη δική του αντίληψη της παιδικότητας, είναι σίγουρο πως θα ταυτιστούν βαθύτερα και με το μικρό κατασκεύασμα αυτού του βιβλίου.
Καθώς φτάνω σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα, αρχίζω να στεναχωριέμαι και λίγο που διόρθωσα τα ορθογραφικά λάθη στα «Πλάσματα Αόρατου Κήπου». Ποιο παιδί θα το ενδιέφερε στ’ αλήθεια η ορθογραφία;
Από την άλλη όμως, η ανορθογραφία του παιδιού είναι και πάλι εδώ: αόρατη βέβαια, όμως και ορατή για όποιον, σε πείσμα του απάνθρωπα ενήλικου πολιτισμού μας, μπορεί ακόμα να τη δει.
(Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου | 08/05/22)