Καθισμένος στο παγκάκι του πάρκου εκείνη την ώρα που το φως της μέρας συνεχίζει να χαϊδεύει τον κόσμο κι ωστόσο ο ήλιος έχει χαθεί πίσω από τα ψηλότερα δέντρα κι αρχίζει να κατεβαίνει. Εσύ είσαι ξαπλωμένη στα πόδια μου, τα μαλλιά σου απλώνονται ανέμελα στο χάδι μου και το χέρι σου μπλέκεται με το δικό μου σ’ ένα κράτημα που δεν είναι μόνο ερωτικό, έχει κάτι από δύναμη, από ελπίδα κι από εμπιστοσύνη. Τα σκούρα μάτια σου πότε με κοιτάζουν και πότε μισοκλείνουν, και δεν ξέρω αν είναι από τη ζέστη, την ευτυχία ή το ατέλειωτο μέλλον που φανταζόμαστε κι οι δυο να μας δίνεται απλόχερα. Υπάρχει κόσμος πολύς γύρω μας, ζευγάρια πιασμένα χέρι χέρι, βιαστικοί φοιτητές, παιδιά που πάνε κι έρχονται, μιλάνε, χειρονομούν, παίζουν, βγάζουν φωνούλες που γρήγορα γίνονται αόριστες, χάνονται στον ορίζοντα ή σβήνουν γαλήνια πίσω απ’ την αέρινη κουρτίνα που έχουμε φτιάξει μυστικά εσύ κι εγώ. Το σώμα σου είναι μεθυστικό. Δεν θέλω να έχω τίποτε άλλο. Είναι Μάιος και σ’ αγαπώ.
Τώρα είναι Ιούνιος. Όχι της ίδιας χρονιάς, κάποτε πριν, κάποτε μετά, κρυμμένος κάπου στον χρόνο, δεν έχει όμως στ’ αλήθεια σημασία. Το μέρος είναι το ίδιο, το φως είναι το ίδιο, εσύ κι εγώ όμως είμαστε άλλοι. Κοιτάζω τα δέντρα. Είναι πολλά και δημιουργούν έναν σκουροπράσινο ορίζοντα. Πάντα μου άρεσε να φαντάζομαι πως πίσω από τα δέντρα, εκεί που δεν μπορούσα να δω, υπάρχει ένας ακόμη ορίζοντας, μακρινός, ατέλειωτος, ίσως κι ένας άλλος, αδιανόητος κόσμος, ένα μέρος που από παιδί είχα την ελπίδα κάποτε να εξερευνήσω, ελπίζοντας ν’ ανακαλύψω χίλια μυστικά που δεν φανταζόμουν πριν. Το γλυκό εκείνο φως απλωνόταν τριγύρω και σπινθήριζε μέσα στα μάτια σου, αλλά δεν μιλούσες. Με κοίταζες. Ήξερα πως θα πεις κάτι που δεν ήθελα ν’ ακούσω. Δεν το είπες. Όμως το είπα εγώ.
Σεπτέμβριος. Το μέρος είναι μια λεωφόρος, όμως δεν έχει σημασία, ούτε εσύ κι εγώ έχουμε σημασία. Άλλος χρόνος ή ο ίδιος. Δεν πειράζει. Η ώρα όμως είναι η ίδια. Πάντα είναι η ίδια. Περπατάμε μαζί και αγνοούμε τον θόρυβο των αυτοκινήτων γύρω μας. Μιλάμε και τα λόγια μας είναι τρυφερά, όμως έχω την αίσθηση πως πίσω μου με ακολουθεί κάτι σαν αύρα από φως κι ένα απαλό αεράκι. Νιώθω μια μελαγχολία, αλλά αφήνω να με παρασύρει η αίσθηση πως είμαι ακόμα μαζί σου. Φτάνουμε σε μια γωνία και φιλιόμαστε. Σε κοιτάζω να φεύγεις και να απομακρύνεσαι και νιώθω πως δεν πρέπει να σταματήσω να σε κοιτάζω. Όμως κάποια στιγμή η φιγούρα σου γίνεται ένα με τον κόσμο και σε χάνω. Έτσι παίρνω τον δρόμο του γυρισμού. Μαζί μου η εντύπωση πως κάτι έχω ξεχάσει κι η ανοίκεια αίσθηση πως όταν θα πέσει το φως πίσω από τις κορφές των δέντρων, κάτι όμορφο κι ατέλειωτα γλυκό θα έχει χαθεί μαζί του για πάντα.
Ο Ηλίας Οικονομόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Είναι διδάκτωρ μεσαιωνικής ισπανικής και καταλανικής λογοτεχνίας. Διδάσκει ισπανική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ασχολείται γενικά με τη διδασκαλία και μετάφραση ισπανικών, πορτογαλικών, καταλανικών και αγγλικών και -κατά καιρούς- με την επιμέλεια βιβλίων και άρθρων στα ελληνικά και τα ισπανικά. Εργασίες, ποιήματα, διηγήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί στην Ελλάδα και την Ισπανία. Διευθύνει το βιβλιοφιλικό blog https://olaeinailexeis.blogspot.com/<https://olaeinailexeis.blogspot.com/>. Σταθερά χόμπι του το σκάκι, οι
αρχαίες γλώσσες και το ερασιτεχνικό θέατρο.