Γράφει Ο Δημήτρης Τανούδης
«Σ’ αυτή την πυρετώδη κατάσταση όπου ένας άλλος θα είχε ίσως γράψει ποιήματα, κοιτάζοντας έντονα τα μάτια των γυναικών που συναντούσε απ’ την απέναντι φορά του δρόμου, εγώ περίμενα πάντοτε σε απάντηση το ίδιο διεσταλμένο βλέμμα. Σ’ εκείνες τις βραδινές ώρες, καμιά φανταστική γύμνια δεν θα μπορούσε να στεγνώσει το λαιμό και να τον κάνει να τρέμει όσο εκείνο το γυναικείο βλέμμα, ένα μαστιγωτικό βλέμμα δήμιου, μια επαφή γεννητικών οργάνων, όπου όλα είχαν ειπωθεί, όλα είχαν γίνει κατανοητά, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να πούμε. Κι όταν αυτά τα μάτια εμφανίζονταν, γύριζα αμέσως, προλάβαινα τη γυναίκα και, ζυγώνοντάς την, έφερνα στο μαύρο μου γείσο ένα λευκό, γαντοφορεμένο χέρι. Με το βλέμμα που εκείνη η γυναίκα κι εγώ είχαμε ανταλλάξει, με τα μάτια του ενός μέσα στα μάτια του άλλου, ήταν σαν μια ώρα νωρίτερα να είχαμε σκοτώσει μαζί ένα παιδί».*
Ξεκινάω τις σημειώσεις με το απόσπασμα ενός Ρώσου συγγραφέα διότι αυτό πιστεύω ότι είναι το βαθύτερο θέμα του βιβλίου: η δολοφονία της παιδικής ηλικίας μέσα από τα πάθη των ενηλίκων. Τα πάθη όμως με ευρύτερη έννοια: άλλοτε το ατόφιο ερωτικό πάθος, άλλοτε ο εγκλωβισμός στα τραύματα που κουβαλάει η ενήλικη ζωή.
Ο Ερμής, μοιραία αντρική φιγούρα, παραμένει, λίγο πριν τα σαράντα του, εγκλωβισμένος στην πληγή που άνοιξε η απουσία της μητέρας, πολύ καιρό πριν, στην παιδική του ηλικία, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε για χάρη του έρωτα. Η Χρυσή, κεντρική ηρωίδα, πάσχει από τον εγκλωβισμό των γονιών της στην απώλεια του αδελφού της, ο οποίος χάθηκε σ’ αυτοκινητιστικό δυστύχημα: είναι ένα εικοσιτριάχρονο κορίτσι που, υποφέροντας από ασφυκτικούς περιορισμούς, αναπτύσσει φοβίες και, ως προϊόν του ταραγμένου αυτού ψυχισμού, επιζητά τη διάσωση από τον έρωτα, παθιάζεται με την πατρική μορφή του Ερμή, αναλαμβάνει ρόλο μητριάς για τον επτάχρονο γιο του και καταλήγει να κυοφορεί αθέλητα το δεύτερο παιδί του. Συγχρόνως, ο Χάρης, το πρώτο παιδί του Ερμή, βιώνει την εγκατάλειψη από τη δική του μητέρα, τη Ζακλίν. Επτά χρόνια πριν, η Γαλλίδα Ζακλίν είχε επίσης παθιαστεί εμμονικά με τον Ερμή, μένοντας έγκυος και παλεύοντας να επουλώσει τη δική της καταγωγική δυστυχία μέσω του έρωτα, ώσπου έφτασε να απαρνηθεί τη μητρότητα, να αποδράσει από αυτήν.
Είτε λοιπόν κινηθούμε πίσω είτε μπροστά στο σχήμα που φτιάχνουν οι ήρωες του βιβλίου, ο έρωτας, ιδωμένος ακριβώς με την αίσθηση της καλοκαιρινής ανεμελιάς, της ευκολίας του θάρρους, της ελαφρότητας του θαλασσινού αέρα και των αδένων που σταλάζουν εκκρίσεις –ο έρωτας ως ολοθυμική πύκνωση μιας καλοκαιρινής στιγμής– γίνεται το όχημα για να μεταβούμε από το τραύμα του παρελθόντος προς την ελπίδα της ευτυχίας. Εκείνο όμως που συμβαίνει στην πραγματικότητα –όσο κι αν η Ευαγγελία εκτρέπει τις ζωές των ηρώων της σε μια ρωγμή φωτεινότητας προς το τέλος– είναι η μετάβαση του κενού που κληρονομήσαμε προς το κενό που εμείς κληροδοτούμε.
«Γιατί σε όλη μας τη ζωή παλεύουμε να γίνουμε κάτι σπουδαίο και καταλήγουμε στο να κάνουμε μία από τα ίδια ή και χειρότερα;» αναρωτιέται η Ζακλίν καθώς παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει το παιδί της. Αυτός λοιπόν ο έρωτας, το ανοιγμένο χυμώδες φρούτο του καλοκαιριού, μπορεί να είναι μία απ’ τις πιο ζωτικές εμπειρίες ενός ανθρώπου, μια ψυχοσωματική κατάσταση που αρκεί για να δικαιολογήσει το πέρασμά μας από τον κόσμο, αλλά αποδεικνύεται κι ένα ανίσχυρο όπλο για τα τραύματα του παρελθόντος, μια μάταιη προσπάθεια να επουλώσουμε το χρόνιο μέσα από το φευγαλέο, το βαρύ μέσα από το ανάλαφρο, το ριζωμένο μέσα από το τυχαίο – όσο τυχαίος, ανάλαφρος και φευγαλέος είναι πάντα ο καλοκαιρινός έρωτας. Εκείνες τις στιγμές, η συναισθηματική εμπειρία αποκτά μια άλλη αίσθηση της αλήθειας, κέντρο της οποίας είναι το σώμα: τα σώματα που κάνουν έρωτα. Και πάλι όμως, το κενό γεμίζει μόνο προσωρινά.
«Η Χρυσή ζει για τη νύχτα. Απολαμβάνει φυσικά και τη μέρα, γίνεται κι αυτή παιδί κι αναπληρώνει το χαμένο χρόνο. Μαζί, Χρυσή και Χάρης ξαναγράφουν την ιστορία τους. Ο καθένας τους συμπληρώνει κάποιο κενό. Ο Χάρης γίνεται ο αδερφός που δεν πρόλαβε να χαρεί η Χρυσή. Αυτή με τη σειρά της γίνεται η μαμά-φίλη που μπορείς να κυλιστείς μαζί της στα πατώματα, να παίξεις μαξιλαροπόλεμο και να γελάς με τις ώρες. Φυσικά, ο Χάρης δεν είναι ο μόνος που απολαμβάνει να κυλιέται στα πατώματα με τη Χρυσή. Και ο μπαμπάς του είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμος να κυλιστεί μαζί της οπουδήποτε. Να της συμπληρώσει τα ατελείωτα κενά. Είναι όμως και κάποια κενά που δεν συμπληρώνονται τόσο εύκολα. Κενά της μνήμης, τρύπες της παιδικής ηλικίας. Κάποια κενά δεν συμπληρώνονται ποτέ».
Δεν συμπληρώνονται ή δεν γίνεται να συμπληρωθούν μέσα από ζωές που γεννήθηκαν μέσα στο κατακαλόκαιρο; Κι αν ισχύει το δεύτερο, τι θα συμβεί αργότερα σ’ αυτές τις ζωές, στα παιδιά του κατακαλόκαιρου; Είναι καταδικασμένα να επαναλαμβάνουν τον τραυματικό κύκλο; Μήπως η περίσσεια της ενήλικης ζωής μέλλεται πάντα να δολοφονεί κάτι από την ουσία της παιδικότητας;
Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ένιωσα κι ένα άλλο δίλημμα, αυτή τη φορά αισθητικής φύσης. Έχει να κάνει με τον κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης, που η ίδια η Ευαγγελία δεν διστάζει να ομολογήσει. Από τη μία, αυτό το αστραπιαίο ξετύλιγμα των γεγονότων θα μπορούσε να θυμίζει τη σεναριακή ανάπτυξη που βλέπουμε στις μισο-κωμικές και μισο-δραματικές ταινίες του Χόλυγουντ. Όσο κι αν οι ήρωες κλείνονται σε εσωτερικούς μονολόγους, έξω από την καταιγιστική ροή των συμβάντων, τα συμβάντα δείχνουν να ξεπερνούν τις σκέψεις τους, σαν έτσι να ξεπερνούν το ίδιο το ψυχογραφικό τους βάθος. Παράλληλα, οι διάλογοι, βγαλμένοι από το πρώτο επίπεδο του καθαρού αυθορμητισμού, περιπλέκουν κάποιες φορές την τραγικότητα με τον ελαφρύ τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται κανείς στην τραγικότητα. Και τέλος, είχα την αίσθηση πως οι φωνές των ηρώων είναι μάλλον ομοιογενείς, χωρίς ξεκάθαρες υφολογικές αντιθέσεις. Ο μικρός για παράδειγμα Χάρης μεταχειρίζεται εκφράσεις που φαίνονται να υπερβαίνουν την ηλικία του, ενώ η μητέρα του, η Ζακλίν, χρησιμοποιεί μια γλώσσα που δεν παραπέμπει στην καταγωγή της. Λείπει εδώ η διάκριση και έτσι ο ρεαλισμός των ανθρώπινων σχέσεων που θα έφερνε μια τέτοια διάκριση. Με μοναδική, κατά τη γνώμη μου πάντα, εξαίρεση τον χαρακτήρα της κυρίας Φρόσως, η οποία διαθέτει πράγματι το δικό της μοναδικό ύφος. Εν είδει αρχαιοελληνικού χορού, η γυναίκα αυτή στοχάζεται σε βάθος τα γεγονότα και τους δίνει έτσι τη σημασία που τους αξίζει. Κάποιες φορές μάλιστα προκαλεί αφανώς τα γεγονότα, όπως ένας διακριτικός μάντης, ένα πλάσμα στο οποίο η Ευαγγελία αφήνεται ολόψυχα και το αφήνει έτσι κι αυτό ν’ ανασάνει έξω από τη δική της αναπνοή – με όλη τη μυθιστορηματική του ανεξαρτησία.
Από την άλλη βέβαια, ένα βιβλίο που λέγεται «Κατακαλόκαιρο» είναι φυσικό να προσαρμόζει την αφήγηση σ’ αυτή την ιδιαίτερη ψυχική εποχή των ανθρώπων. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι οι εσωτερικοί μονόλογοι, γεννημένοι εκεί, στον πυρετό της ερωτικής σωματικότητας, δεν θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν άλλο στοχαστικό βάθος, πως η δύναμη που μας κυριαρχεί τότε δεν είναι παρά η αστόχαστη, ανέμελη και αχόρταγη κίνηση προς τις πηγές της ζωής.
Το αντίστοιχο θα γινόταν να ισχυριστούμε και για τους διαλόγους: ατάκες που ξεχύνονται ενστικτωδώς απ’ το στόμα, χωρίς όγκο, αιωρούμενες στις συνθήκες αντιβαρύτητας που διαχέει η λαγνεία. Κι ακόμα, η απουσία υφολογικής διάκρισης θα μπορούσε να υπαινίσσεται μια συγχώνευση στο Μεγάλο Ύφος του Καλοκαιριού, στην παράλογη, σκοτεινή κι απέραντα ηδονιστική ένωση όλων των ηρώων μέσα από τη φωνή του ίδιου παραμυθένιου κατακαλόκαιρου. Όλων εκτός από την κυρία Φρόσω. Γιατί εκείνη έχει ήδη ζήσει τα δικά της κατακαλόκαιρα. Και μπορεί έτσι ν’ ατενίζει στωικά τη δαιμονική τους επίδραση στους άλλους.
Τείνω προς τη δεύτερη εκδοχή: η ανάγκη του ρεαλισμού με εγκατέλειπε καθώς περνούσαν οι σελίδες. Αφέθηκα στην παραμυθική ύφανση των σχέσεων, ακριβώς γιατί αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να αφεθώ στις αναμνήσεις των δικών μου καλοκαιρινών παραμυθιών.
Όπως και να ’χει, το βιβλίο αυτό δεν σταματά στη νοσταλγική ατμόσφαιρα του καλοκαιριού. Μας αφηγείται επίσης τη ζωή που ακολουθεί τους έρωτες – μετά από τα πάθη και τις προσωρινές επουλώσεις των τραυμάτων.
«Κι αφού αυτό είναι το τέλος, γιατί μοιάζει τόσο πολύ με την αρχή;» αναρωτιέται η ηρωίδα στη δεύτερη κιόλας σελίδα. Για να παραφράσουμε λοιπόν εδώ τον Μπέκετ, φαίνεται πως το τέλος κάθε κατακαλόκαιρου είναι ήδη στην αρχή του. Κι ωστόσο, εμείς συνεχίζουμε.
*Μ. Αγκέεφ, Μυθιστόρημα με κοκαΐνη,
Μετ. Σαπφώ Διαμαντή, Εξάντας 2002
(Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου | 17/06/22)