Με αφορμή
τον κύριο
Ουίλλιαμ Μέηκπης Θάκερυ,
κατά κόσμον
mr Snob
Το εξώφυλλο του βιβλίου ξεχώριζε σαν ασημένια ράχη ψαριού μες στο σωρό από τα σκουπίδια. Υπάρχει κάποιος λόγος που κάθε τέτοια εποχή σμάρια από αδέσποτα βιβλία περιφέρονται στα πεζοδρόμια της πόλης; Κανείς δεν το ξέρει. Το γαλάζιο μου στενό δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Πλησίασα, το κράτησα κάπως επιφυλακτικά οφείλω να ομολογήσω και έριξα μια ματιά στις σελίδες του. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για την εκπλήρωση όλης αυτής της ματαιοδοξίας. Παρεμπιπτόντως ο κύριος Θάκερυ που υπέγραφε το βιβλίο, ο κύριος Ουίλλιαμ Μέηκπης Θάκερυ για την ακρίβεια είχε κάποτε γράψει για αυτήν την ανθρώπινη αδυναμία. Φαντάζει κάτι αντίστοιχο με τον όρο καταδικαστική ευτυχία, μια πάθηση επίκαιρη, μια μάστιγα.
Κάθισα πάλι στην γωνιά μου. Ο νεαρός που με πλησίασε έπεσε θύμα του σνομπισμού. Μου τον καλλιέργησε το βιβλιαράκι με την ασημένια ραχοκοκαλιά, η επιτομή του Σνομπ από τον κύριο που σας έλεγα πρωτύτερα. Απέστρεψα το πρόσωπό μου από εκείνον τον τύπο και είπα μόνο, ρωτήστε παρακάτω. Θέλησα να δω που με κατατάσσει ο κύριος Θάκερυ, αυτός ο πολυταξιδεμένος μελετητής της ανθρώπινης πόζας. Δεν βρήκα εύκολα την θέση μου, μα συνάντησα πολλές φορές τον εαυτό μου στις σελίδες του βιβλίου. Εμπρός μου, μια ολόκληρη παρέλαση από περιστατικά ακραιφνούς σνομπισμού, έδιναν και έπαιρναν. Ο κύριος συγγραφέας που χαιρετάει μία θαυμάστρια, μα η φτωχή δεν είναι τόσο ομορφούλα και ο κύριος απογοητεύεται καθώς τίποτε δεν μπορεί να κερδίσει από το χαμόγελό της. Είναι τόσο σνομπ που δεν μπορεί να νιώσει παραπέρα από τα σκέλια του. Και η κυρία εκεί, που αφήνει επιδεικτικά δυο δεκάρες στον τυφλό, μήτε αυτή θα μπορούσε με την υπερβολή της να σταθεί μέτρο για τον βαθμό του σνομπισμού. Στο κάδρο, όσο δηλαδή φαίνεται από το διαμέρισμα του ημιορόφου που συγυρίζεται βιαστικά, ένας γαλαζοαίματος σνομπ. Αυτές τις μέρες έχει την τιμητική του. Φέρεται πιο πένθιμα από άλλες περιστάσεις και όλο σκύβει και ποζάρει και περιφέρει την ζωή του εδώ και εκεί μες στο τρέμουλο του δρόμου, όπως ο Φερδινάνδος ο Παλαιολόγος και κάτι άλλοι πλανόδιοι πραματευτές, χαμένοι για πάντα στα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου.
Θα μπορούσα να δημιουργήσω μια ξεχωριστή και ολότελα προσωπική κατηγορία σνομπισμού. Μια κατηγορία μόνο για μένα. Στο μεταξύ, ο κύριος Θάκερυ με κοιτούσε από την απέναντι γωνιά. Μαύρη ρεντικότα και μυωπικά γυαλιά. Δεν ήταν δυνατόν και αμέσως σνόμπαρα το όραμα εκείνου του απόστρατου δημιουργού που είχε κατορθώσει μες στο Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας μου να εμφανιστεί. Πλάνη θα πείτε, μα εγώ αισθάνθηκα πως έπρεπε να εξομολογηθώ.
Τότε η κυρία που καθάριζε το διαμέρισμα του ημιορόφου με την γωνιά του κάδρου που έφθανε ως την Αργώ και ακόμη παραπέρα, αποφάσισε να σνομπάρει το πλήθος των περαστικών αλλά και εμένα. Τα απόνερα διέγραψαν μια τροχιά και προσγειώθηκαν στα ρούχα και το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν με συνέφερε το γεγονός και πως δεν ανέδειξε μεμιάς την κωμική, την φτωχική μου ύπαρξη. Ωστόσο συλλογίστηκα σε καθεστώς επιφοίτησης πως επιτέλους, υπήρξα μάρτυρας κατά την γέννεση μιας καινούριας, ατόφιας κατηγορίας σνομπ συμπεριφορών. Η κυρία δεν μου ζήτησε συγνώμη, το κάδρο παρέμεινε στραβό, το βιβλιαράκι τινάχτηκε από μια δύναμη εσωτερική και γλίστρησε πάλι στον βυθό των σκουπιδιών.
Όσο για εμένα και το γαλάζιο μου στενό; Δεν έχω να σας πω πολλά. Αποφάσισα να ρίξω τα μούτρα μου και να διασκεδάσω με έναν περίπατο πλάι στον κύριο με την ρεντικότα και την ελισαβετιανή μελαγχολία. Ο κύριος Θάκερυ και εγώ σνομπάραμε κάμποσους απόψε, φάγαμε βασιλικά και παραδεχτήκαμε πως τίποτε δεν αξίζει και πως όλες οι βαθμίδες της ζωής φαντάζουν πρόσκαιρα σινιάλα με ανύπαρκτη ανταπόκριση. Και πως ο Ιωάννης Δαμασκηνός όταν έλεγε είτε πλούσιος, είτε πένης είχε κατά νου τους δυο μας, τον κύριο Ουίλλιαμ Μέηκπης Θάκερυ και εμένα, μια παλιομοδίτικη κουστωδία. Για εμάς εκείνη η απογευματινή ζωή υπήρξε κατάμεστη από σνομπ τύπους που σάρωναν τους δρόμους και φρόντιζαν να δουλεύει σωστά και απροβλημάτιστα η μεγάλη βιομηχανία της ζωής, εκεί έξω.