Ως αύριο τριακόσιες χιλιάδες νέοι θα ταξιδεύουν ως την χερσόνησο της Κριμαίας. Για αυτούς αποφάσισαν άνθρωποι πίσω από πόρτες κλειστές. Μα δεν υπολόγισαν ποτέ πως πράγματα διόλου αναγκαία, όπως οι ίδιοι, θα τα σαρώσει ο άνεμος που από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθεί πάνω από την άγρια ήπειρο.
Έπεφτε γαλάζιο το ξημέρωμα πάνω στα πράγματα. Κάπως έτσι ζωντανεύουν κάθε χάραμα οι φιγούρες στο βάθος του κάδρου και ένα παλιό πιάνο. Έξω όλα φαντάζουν γαλάζια και σκιώδη, μα τόσο ζωντανά και καθαρά, ντυμένα το πρώτο φως. Και ο Σεργκέι ετοιμάζει τον σάκο του. Ανήκει και εκείνος στις τριακόσιες χιλιάδες των νεαρών που σήμερα παίρνουν τα τραίνα και τα λεωφορεία. Τραβούν κατά την γραμμή του μετώπου, χιλιάδες μίλια από τα αμφιθέατρα και τα έδρανα που θα μείνουν έρημα. Ο Σεργκέι τακτοποιεί τα πράγματά του, μαζεύει μερικές φωτογραφίες και έτσι ακόμη και αν κάποτε ξεχάσει, θα έχει εκείνα τα ψίχουλα του παραμυθιού να του λένε, να, κάπου εδώ Σεργκέι έχεις αφήσει τον εαυτό σου. Σκέφτεται να σπάσει το χέρι του, να το κάνει κομμάτια. Μα έπειτα θυμάται πως είναι σαν όλες τις άλλες, αχυρένιες κούκλες και παίρνει πίσω την υπόσχεσή του.
Οι φίλοι του περιμένουν κάτω στον δρόμο. Παγώνουν μες στην βαρυχειμωνιά, μα την καρδιά τους ζεσταίνει ο Μπομπ Ντύλαν που τραγουδά μες στην σιγαλιά. Έλα Σεργκέι, βιάσου, η αμαξοστοιχία φεύγει σε λίγο, δεν θα προλάβεις, δεν θα προλάβεις. Ο νεαρός κοιτάζει την τσαγιέρα που σιγοβράζει, κοιτάζει το άδειο καρότσι, κοιτάζει ως πέρα τις υποβαθμισμένες περιοχές που πασχίζουν να επιβιώσουν. Έλα Σεργκέι, λίγες μέρες θα είναι και έπειτα θα επιστρέψεις νικητής με ένα γερό κομπόδεμα.
Ώστε αυτό είναι το ζητούμενο. Ένα γερό κομπόδεμα και μερικά γαλόνια στον κόρφο του στρατιώτη. Απόψε δεν λέει να ξημερώσει, έτσι που οι πολυθρόνες φαντάζουν σαν όγκοι ακαταμάχητοι μες στην παγωνιά του κρατικού διαμερίσματος. Έλα Σεργκέι, ο πόλεμος δίχως εσένα θα χαθεί. Και στον τηλεοπτικό δέκτη, έτσι βουβά και ανεξήγητα, πέφτουν βροχή οι όλμοι στα κεφάλια των παιδιών, πέρα, μακριά.
Τώρα βρίσκεται στον σταθμό. Το κόκκινο καπέλο του σταθμάρχη μοιάζει με ένα κατακόκκινο άστρο μες στην βαρυχειμωνιά. Ο σταθμάρχης σφυρά, κάνει έναν θόρυβο δαιμονισμένο, τα παιδιά αγκαλιάζουν τους γονιούς, οι αρραβωνιαστικιές τους πεθαίνουν λίγο μετά, όταν το τραίνο νωθρό, σαν άγριο, πεισματάρικο ζώο τραβά κατά τον βορά. Οι αρραβωνιαστικιές τους που έχουν ονόματα όπως Κατερίνα, Έλσα, Μαργαρίτα και άλλες τραγουδιστές λέξεις. Ναι, θα πονέσουν μα κατά βάθος θαυμάζουν τα αγόρια που κάνουν κάτι για την πατρίδα. Θα προσεύχονται για εκείνους κάθε βράδυ, καθισμένες γύρω από τα χριστιανικά τραπέζια, θα κάνουν τον σταυρό τους και έπειτα θα μαζεύονται τριγύρω από το ραδιόφωνο, βάζοντας με το νου τους πως το μόνο που έχει αξία εκεί έξω είναι ο έρωτας. Ίσως να πάρουν το θλιβερό γράμμα, μα μέσα τους κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια καινούρια προοπτική, έναν καλύτερο εραστή και μια περισσότερο αξιόπιστη βιογραφία.
Ο Σεργκέι κοιτάζει από το ανοιχτό παράθυρο τα πλήθη που κρατούν μενεξέδες και αποχαιρετούν τα παιδιά του πολέμου. Σε κάθε οθόνη, σε κάθε σταθμό, στις προσόψεις των κτιρίων, το παγωμένο χαμόγελο του αρχηγού αποπνέει μια θρυλική βεβαιότητα. Σε κάθε σταθμό ο Σεργκέι βρίσκει και χάνει, σαν να πρόκειται για παλίρροια, τον εαυτό και την αξιοπρέπειά του. Θυμάται την τσαγιέρα που σιγοβράζει το νερό στο παλιό του σπίτι , θυμάται τα μοσχοβίτικα δειλινά στην άκρη της πόλης, τον ορίζοντα αλουμινένιο και υπόλευκο, ως εκεί που φθάνει το βλέμμα του ανθρώπου. Μα όλα αυτά είναι παρελθόν πια και τώρα το τραίνο τραβά δίχως σταματημό ως την συνοριακή γραμμή, βήχοντας και φτύνοντας τουλίπες από αναμμένο κάρβουνο μες στην τόση ερημιά.
Κανείς δεν μπορεί να δει σε όλη αυτήν την ερημιά το κατάμαυρο σημάδι του Σεργκέι που σέρνει με δυσκολία τα βήματά του πάνω στον άγριο χιονιά. Τώρα η γραμμή των συνόρων διαγράφεται ξεκάθαρη, ο πόλεμος καθισμένος με το δισάκι του γεμάτο ψυχές αγοριών, ετοιμάζεται να σκοτώσει όλες τις εποχές. Η επιστράτευση έχει ως αποτέλεσμα να περνούν φλογισμένα, αναρίθμητα τραίνα. Μα ο πόλεμος είναι ένα γέρικο σκυλί που σε κανέναν δεν προκαλεί φόβο. Και έτσι ο Σεργκέι, καπνίζοντας την παγωνιά, σαν την τσαγιέρα του μακρινού του σπιτιού περνά τα σύνορα μιας γειτονικής χώρας. Οι στρατιώτες του σφίγγουν το χέρι, του δείχνουν τον δρόμο, του δίνουν καπνό και ποτό για να αντέξει το κρύο. Ο νότος λαμπυρίζει πέρα στο στερέωμα σαν από χρυσόσκονη. Εκεί θα είναι πάντα καλοκαίρι, λέει ο Σεργκέι και καθώς κατηφορίζει τις πολιτείες και τα χωριά, κάνει κομμάτια την στολή του. Ο γέρο πόλεμος που όλα τα ξέρει, σημειώνει το όνομά του στα σκληρά κατάστιχα του πιο ανέλπιστου τρόμου. Σεργκέι, είκοσι χρονών, λιποτάκτης.
Μα δεν είναι δικός μου αυτός ο πόλεμος κύριε. Δεν με αφορά αυτή η μερική επιστράτευση, οι φίλοι μου και εγώ δεν θα πολεμούσαμε ποτέ για εσάς. Σίγουρα, με όλη την χαρά του κόσμου θα δίναμε έναν καλό αγώνα για τα παιδιά και τους αδικημένους αυτού του κόσμου. Μα όχι, γέρο πόλεμε, οι φίλοι μου δεν πολεμούν μες στα περιβόλια, οι φίλοι μου κάνουν έρωτα μες στις πρασιές και παρακαλάνε με όλη τους την καρδιά να περάσουν οι χειμώνες. Δεν χρειάζομαι το περίστροφό σας και την πυξίδα και δεν θέλω να λέγομαι δεκανέας Σεργκέι. Τον δρόμο που θέλω θα μου τον δείξουν οι αρχαίοι αστερισμοί που λάμπουν εκεί ψηλά και έκαναν τους θαλασσοπόρους να ελπίζουν όταν το ταξίδι δυσκόλευε. Όχι γέρο πόλεμε, δεν θέλω το περίστροφό σου, μήτε την στολή και τα παράσημα που μου φυλάς για το τέλος, θέλω τα δυο μου χέρια και την καρδιά μου ατόφια, θέλω μια ελπίδα σαν αμμουδιά να χάνεται σε άπειρες εκτάσεις. Χρειάζομαι λίγο καλοκαίρι ακόμη κύριε πόλεμε, δεν θέλω την ζωή μου θολωμένη πίσω από το τζάμι ανήμπορα χρόνια μετά.
Για αυτό ο Σεργκέι όλο προχωρεί. Και κάπου εκεί, λέει πως υπάρχει Θεός και πως υπάρχει φεγγάρι. Στον τόπο του τα άστρα παραμένουν άφαντα μα απόψε από μια γωνιά του ουρανού, λάμπει κέρινος ο ωραίος πλανήτης. Και ο κόσμος μπορεί να ελπίζει.
Σεργκέι, το όνομά μου είναι Σεργκέι. Παραλίγο να σκοτωθώ σε έναν ξένο πόλεμο. Σίγουρα θα με γυρεύουν οι δικαστές, σίγουρα αν τους δινόταν μια ευκαιρία κύριε, να με εκτελούσαν εδώ, να, ακριβώς εδώ. Δείχνε ένα σημάδι στο ύψος της καρδιάς.
Μα εγώ του λέω πως στο γαλάζιο μου στενό δεν εκτελούνται, του λέω πως ο πόλεμος στο γαλάζιο μου στενό είναι ένα σκληρό αγκάθι στο πόδι. Του λέω πως εδώ δεν πρέπει να φοβάται γιατί αν φανούν κοπάδια από λύκους και λιοντάρια , η αθώα μας φιλία θα τον σώσει. Ο Σεργκέι σφίγγει το χέρι μου, το βλέπω καθαρά πως η ψυχή του με ευγνωμονεί. Τώρα κουβαλά συντρίμμια από το παλιό νεοκλασικό που κατεδαφίζεται. Η απόφαση πάρθηκε εν βρασμώ, τα αετώματα του σπιτιού συνιστούν ένα εξαίσιο δείγμα της αρτ ντεκό. Μα τώρα είναι αργά. Και όμως ο Σεργκέι που δεν αντέχει κανέναν πόλεμο, μήτε και εκείνον με τον χρόνο, αφήνει τρυφερά τα μπάζα στην άκρη του στενού μου με κινήσεις πρωτόγονες και ιερές. Δεν μου το έχει πει μα φαντάζομαι πως όταν σκοτεινιάζει το πρόσωπό του, τότε θυμάται την τσαγιέρα με το νερό που βράζει και μια από αυτές τις μέρες θα δεις πως θα ξεπλύνει όλα μας τα κρίματα.
Το πιστεύω πως παιδιά σαν τον Σεργκέι συνθέτουν εκείνες τις τάξεις των ποιητών και των χειρωνακτών που καθορίζουν υπόγεια μια ολόκληρη εποχή. Είναι μικροί θεοί και ας μην το ξέρουν. Ακούνε το παράπονο του κόσμου, και ας μην το νιώθουν.
*Αυτός ο πόλεμος «δεν είναι δικός μου, κύριε».
Απόστολος Θηβαίος