Η βαριά βιομηχανία
της ζωής,
δουλεύει ακατάπαυστα
εκεί έξω,
θυμήσου
Προϊστορικές σκέψεις, άγγελοι κομματιασμένοι, κατάμαυροι παγετοί. Και στο βάθος το γαλάζιο μου στενό, που αν ήταν παιδί δεν θα μεγάλωνε ποτέ, μια ευθεία αντίθεση θα αποτελούσε με όλα τα πένθη αυτής εδώ της εποχής.
Πάντα στο τέλος του καλοκαιριού νιώθω μια ανεπαίσθητη μελαγχολία. Δεν με συναρπάζει τίποτε, μήτε το γαλάζιο χρώμα του στενού μου που κάθε τέτοιο καιρό με πνίγει. Ο παλιάτσος που στήνει το δισάκι του στην πάνω γωνιά, με κάνει και τρέμω από εκνευρισμό. Και όταν πια βγάζει από το καπέλο του όλα εκείνα τα πολύχρωμα μαντίλια, εύχομαι το κόλπο του να χαλάσει και όλα να γκρεμιστούν.
Σκέφτομαι πως τα παιδιά τον παίρνουν στο κατόπι και γελώ. Μα έπειτα, έτσι που μικραίνει ο χρόνος, η αγωνία ξεσκίζει με τα νύχια της την καρδιά μου. Πώς θα ‘θελα κάποιον να με σώσει, να σκοτώσει το γαλάζιο μου χρώμα, να κάνει κομμάτια αυτήν εδώ την στήλη. Ο νεαρός κιθαρίστας χαλάει τον κόσμο και εγώ γυρεύω στις τσέπες μου όσα έχω για να του δώσω και να πάψει να τραγουδά, έτσι ευτυχισμένος που μοιάζει, με το ποτήρι της νιότης του γεμάτο.
Τέτοιες μέρες ξυπνούν μέσα μου κάτι αγωνίες που σαν αποτελειώνω τον εαυτό μου μονοπωλούν τους συλλογισμούς μου. Ας πούμε, με ποια ταχύτητα φθάνει η νύχτα στην πολιτεία που αγάπησα, τι μπορεί να πάει άσχημα αν εκείνο το κορίτσι αρνηθεί το πρώτο φιλί στο τέλος του απογεύματος. Ή ας πούμε, αν τάχα περπάτησαν στο φεγγάρι ή τελικά μονάχα εκείνη η τρελή του φεγγαριού μπορεί να περηφανεύεται για κάποιον στίχο της;
Αναρωτιέμαι, αν είναι που γύρισε ο καιρός ή πάλι αυτή εδώ η πολιτεία που αγαπώ πάσχει από ακατάσχετη υποθερμία; Κοιτάζω τα σπίτια που παλιώνουν και σκέφτομαι πως κάποτε εδώ έζησαν φίλοι από καιρό χαμένοι. Ίσως σε κάποιο τραπέζι περιμένει ξεθυμασμένο το τελευταίο ποτό του τελευταίου επισκέπτη, με το σημάδι των χειλιών του και μια ιδέα από εκείνο το χνώτο.
Και έπειτα τα βάζω με τον Θεό, πως δεν ακούει το παράπονό μου, πως στέκει εκεί ψηλά και κάθε τόσο γελώντας ανάβει το σπίρτο του πάνω στον σταυρό, σαν τους πρωταγωνιστές των γουέστερν που κοιτάζουν τον φακό με ολόχρυσα μάτια. Έπειτα χτυπώ τα πόδια μου στην γη να νιώσω τον ρυθμό του κόσμου, σκέφτομαι πως οι ποιητές κατέχουν τέτοιες ασήμαντες πληροφορίες που όμως απόψε ίσως να σώσουν την ίδια μου την ύπαρξη. Περπατώ στο γαλάζιο μου στενό, τα βρίσκω όλα κουραστικά και όμως υπέροχα. Ο σκελετός του κόσμου μπορεί από στιγμή σε στιγμή να σωριαστεί δίπλα μου. Τότε νιώθω πως κινδυνεύω πραγματικά και συλλογιέμαι τι δύσκολο πράγμα είναι η χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης που ξυπνά.
Όμως είναι το σύνθημα, τρεις αθώες λέξεις στην πρόσοψη του παλιού νεοκλασικού που κάποτε λειτούργησε σαν ξενοδοχείο. Δεν είναι το τραγούδι της νύχτας, μονάχα τρεις λέξεις που έκλαψαν και έλιωσαν σαν φάνηκε το πρωί. Τρεις λέξεις πίσω από τα κατάμαυρα γυμνά κλαδιά της πολιτείας που αγάπησα. Ένα γενναίο ρόδο, έτσι γράφει πάνω στον λευκό τοίχο και τριγύρω να φτερουγίζουν οι στάχτες της ζωής μας.
Νιώθω κάπως καλύτερα. Γύρω μου απόλυτα μετρημένοι όγκοι. Σε μια γωνιά το καλοκαίρι ξεψυχά. Και εγώ να νιώθω τον χρόνο καθώς με διασχίζει με σταθερή τροχιά. Εκείνος που σκάρωσε το σύνθημα με πλησιάζει.
Καλύτερα να φύγετε, κύριε, σε λίγο όλα θα καταληφθούν από έναν άγριο έρωτα, δεν θα τα αντέχατε.
Μα εγώ εκείνο που θέλησα μονάχα είναι να περάσει ένα φρέσκο χέρι το γαλάζιο μου στενό. Για να θυμίζει τις θάλασσες που ταξιδέψαμε. Αφού τελειώσει μπορώ να βρω λίγη γαλήνη μες στον λυρισμό που δοκιμάζει τις αβέβαιες καρδιές.
Στ’αλήθεια νιώθω κάπως καλύτερα. Και το πήρα απόφαση, ναι το πήρα. Πως όλα θα τα αφήσω πίσω μου για απόψε, πως θα πνιγώ μες στο ποτήρι μου, ακριβώς αυτό. Ύστερα θα ξημερώσω κάτω στον σταθμό. Δεν θα χρειάζεται να απολογηθώ για καμιά δεοντολογία ζωής. Μονάχος θα γελώ, ισχυριζόμενος πως το τραίνο που περνά με ταχύτητα από τον σταθμό στην πραγματικότητα απομένει ακίνητο. Είμαι εγώ, είμαστε εμείς που κινούμαστε, αυτό εδώ το στενό, τα κτίρια, ο νεαρός κιθαρίστας που μπορεί και μετατρέπει τα πράγματα σε σύννεφα.
Κοιτάζω τις κιτρινισμένες αφίσες. Είναι γεμάτη η πόλη που αγαπώ. Κάθε τόσο πετυχαίνω κάποια φθαρμένη, με σκισμένα αποσπάσματα, σε στυλ Μίμο Ροτάλε. Πιάνω μια μυρωδιά καραμέλας και βενζίνης, κλείνω το μάτι στον Σεπτέμβρη και βάζω ό,τι μπορώ από την εποχή μου μες στα ποιήματα. Μεγαλώνω μες στην τρικυμισμένη σκόνη, όλες μου οι μέρες ξεκινούν σαν κόμπος στον λαιμό, αφήνοντας μια αίσθηση νοσταλγίας, κάτι σαν σίγουρη ήττα. Εκεί μες στα ποιήματα βρίσκουν άσυλο οι φίλοι μου.
Ετούτη η αυγουστιάτικη νύχτα που κυλά μες στο θολό ποτάμι, ρίχνει αλάτι με τις χούφτες της πάνω στις πληγές μου. Ίσως στα χέρια μιας αληθινά ευαίσθητης καρδιάς ετούτη η αίσθηση να μπορεί να περιγραφεί καλύτερα με αλουμινένιους, τρελούς στίχους τζαζ μουσικής.
Απόστολος Θηβαίος