Καμιά φορά αρκεί μια σκηνή, ένα φιλμ, ο ήχος της μουσικής και τα πράγματα ξαναβρίσκουν τις θεμελιώδεις τους σημασίες. Ο ρυθμός του πόνου σημαδεύει τις καρδιές και οι άνθρωποι με την απαράμιλλη απλότητά τους, μπορούν και μας διδάσκουν όσα και οι ποιητές.
Ο βοηθός σκηνοθέτη ούρλιαξε σιωπή και όλοι κοιτάξανε στον ορίζοντα. Ο χορός των γυναικών έκανε την εμφάνισή του από το βάθος του δρόμου. Όλες εκείνες οι γυναίκες που κατατάσσονται σε ποικίλες, ηλικιακές τάξεις περπατούν κρατώντας τον ρυθμό. Κάθε τόσο χτυπούν το στήθος τους με τα χέρια, το βλέμμα τους παραμένει προσηλωμένο στο κενό. Τα μαλλιά τους είναι ξέσκεπα, είναι γυναίκες που αγάπησαν και παντρεύτηκαν την σκληρή εγκατάλειψη, κορίτσια που έστησαν τις ζωές τους με υπομονή και χρόνο και τώρα γερνούν κάπου στην ενδοχώρα του Λιβάνου. Κάθε μια από αυτές τις γυναίκες κουβαλά μια μαρτυρική εμπειρία. Κάθε μια τους έχει χάσει κάποιον δικό της άνθρωπο. Κάθε μια τους έχει μια ιστορία για να αφηγηθεί, συνήθως όχι ευχάριστη ή τρυφερή. Στο φόντο ένας αιμοδιψής εμφύλιος πόλεμος και το ειρηνικό κοιμητήριο που έχουν θάψει εκείνες οι γυναίκες για πάντα την νιότη τους.
Οι γυναίκες διαθέτουν μια σπάνια, στερεοποιημένη ομορφιά και καθώς βαδίζουν όλες μαζί μες στον ίδιο ρυθμό, πίσω τους σηκώνεται το κουρνιαχτό και η σκοτεινιά, αυτή που αρπάζει τα κόκαλα και κάνει ασήκωτες τις ωραίες, θερινές νύχτες. Οι γυναίκες συνιστούν ένα είδος χορού, σαν εκείνο που αποκάλυπτε την εξέλιξη της πλοκής στα αρχαία θέατρα και προ οικονομούσε δίχως αμφιβολία το μοιραίο τέλος του Αγαμέμνονα, την αγωνία του Ορέστη, τις φριχτές και ασυγχώρητες πράξεις του τραγικού Οιδίποδα. Οι γυναίκες λένε ένα τραγούδι, δημιούργημα των απλών ανθρώπων, των ποιητών, των χειρονακτών που κάθε πρωί βάζουν τον κόσμο σε κίνηση. Τα πρόσωπά τους τα σκιάζει ο χρόνος και η νύχτα, αποπνέουν την αίσθηση μιας ανεξάντλητης αιωνιότητας που περνά.
Μας ενδιέφερε βλέπετε, ιδιαίτερα, ο μύθος της Λυσιστράτης, σημειώνει ο φροντιστής βοηθός και δίνοντας οδηγίες καθοδηγεί το κοπάδι του χορού που πλησιάζει, όπως το φεγγάρι. Βλέπετε, και τότε οι γυναίκες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Στέρησαν από τους άνδρες την ηδονή με αντάλλαγμα την λήξη των εχθροπραξιών που συνθέτουν σήμερα τον τραγικό και ολέθριο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η Λυσιστράτη, πρώτη μες στον χορό εκείνων των γυναικών χαράζει την πορεία προς το τρομερό και προς την ομορφιά. Η Λυσιστράτη που εδώ φορά κατάμαυρο ένδυμα, ένα είδος σπάνιας σήμανσης για όλα όσα κάνουν την διαφορά μες στους κόλπους της ζωής, αναλαμβάνει να σώσει τον κόσμο που τρίζει κάτω από το βάρος του πολέμου. Έτσι και αυτές οι γυναίκες που έχουν μεγαλώσει μες στο άδειο σκοτάδι και τον αβάσταχτο πόνο μιας κλειστής πόρτας. Γυναίκες κατάκοπες από την μάχη με την ζωή να θυμίζουν τα κατάμαυρα πουλιά του ποιητή που σκορπούν σμάρια ολόκληρα πίσω από τους στίχους και τα σημεία της στίξεως. Γυναίκες με έρωτες ανεκπλήρωτους, σκοτωμένους από τις νάρκες που κάνουν σκληρότερη την ατέλεια αυτού εδώ του κόσμου. Κάτι μορφές παζολινικές, προικισμένες με το πείσμα και το χάρισμα της επιβίωσης, γυναίκες σαν εκείνες του Παρισιού, της Βομβάης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Γυναίκες με δίχως τίποτε στα χέρια τους, κορίτσια που έμαθαν να προσεύχονται σε σκοτεινά δωμάτια, βαφτίζοντας μες στον θυμό την ύπαρξή τους. Έτσι όπως πλησιάζουν μοιάζουν με τις μορφές του Γιάννη Ξανθούλη όταν οι τελευταίες διώχνουν τον χρόνο. Το δέρμα τους – και αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι – συνδυάζει φώσφορο και χρυσόσκονη και συνιστά ένα είδος σοβαρής δυσκολίας, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στις αναπαραστάσεις. Αυτές οι γυναίκες που μεγαλώνουν μες στις σελίδες της ιστορίας, αυτά τα κορίτσια, φαντάζουν ίδια με την μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού του Πόρου που έβαλε στο λεξιλόγιό μου ο Μίλτος Σαχτούρης. Τα κορίτσια φθάνουν εμπρός μας και συνεχίζουν να ζητούν από την ιστορία να τους επιστρέψει τα παιδικά τους χρόνια. Όμως όλα είναι μάταια σε τούτα εδώ τα μέρη. Εδώ μπορούν να αντέξουν μονάχα τα αναγκαία πράγματα, όσα οι άνεμοι δεν σαρώνουν. Εδώ κανένας Θεός δεν ακούει το παράπονο της μοντέρνας Λυσιστράτης, εδώ κανείς Θεός δεν ακούει τον θόρυβο που κάνουν κάτω οι άνθρωποι γδέρνοντας με τα νύχια αυτήν την τόσο σκληρή επίστρωση.
Ο χορός αποτελείται από γυναίκες που περνούν λαγγεμένες από εκείνη την ερημιά, γυναίκες που κλαίνε σαν μωρά, σαν τα δικά τους μωρά που στηρίζουν την ζωή τους σε δεκανίκια και προχωρούν φορτωμένα από τα θεωρήματα της επιβίωσης, της αντοχής, της μνήμης και της μοναξιάς. Κάθε μια από εκείνες τις γυναίκες συνθέτουν ένα λεύκωμα, θυμίζουν νησιά, ηπείρους κατοικημένες από έναν μεγάλο μα αβέβαιο σκοπό. Γυναίκες που ανέλαβαν να κοινοποιήσουν στον κόσμο πως τα άγνωστα χέρια που σφίγγουν πάνω στο στήθος τους ίσως να μπορούν να κομματιάσουν την ερημιά απροσμέτρητων αιώνων. Γυναίκες που βρίσκουν άσυλο μες στον αληθινό κόσμο, αυτόν που συνεχίζει να ματώνει, να ανθίζει, να εκμηδενίζεται έξω από κάθε πλαστικότητα. Έχουν ένα αγκάθι μες στην καρδιά τους, και όμως. Έξω στον κόσμο πρέπει να παλέψουν με λύκους και λιοντάρια, νιώθουν την ακίδα στα πόδια τους καθώς οδοιπορούν μες στην άπειρη έκταση. Μια αθώα φιλία με τον κόσμο τις κρατάει όρθιες, καθώς πλησιάζουν με τις γραμμές τους χαλασμένες, με τις ψυχές τους έτοιμες να ευγνωμονήσουν για όσα τους δόθηκαν, ψυχές τρικυμισμένες με δίχως Θεό. Μα με την πίστη του θαύματος μες στις καρδιές και ένα όραμα που στέκει πλάι στο τρομερό και θέλει την χώρα τους μονιασμένη, τις ελπίδες τους ακέραιες, τις νύχτες γεμάτες κήπους, φρεσκοποτισμένα περιβόλια, ποιήματα και ποτάμια.
Ο νεαρός κάλυψε όλες τις πτυχές του δράματος που εξελισσόταν εμπρός μου. Εκείνο το φιλμ, οι γυναίκες του χορού, η ερημιά, τα σύννεφα της σκόνης παρέμεναν αποσπάσματα ενός βιβλίου που γραφόταν μυστικά μες στο γαλάζιο μου στενό. Οι γυναίκες του χορού δουλεύουν τώρα επάνω στο τραγούδι της πομπής. Κάθε μια τους θα ήθελε να μπορεί να κλάψει ώσπου να τυφλωθεί, ακριβώς όπως κάνει και αυτός εδώ ο κόσμος που σφραγίζει τα μάτια όπως ένας παλιός flaneur και όλο τριγυρνά σε μπαρ, σταθμούς, λιμάνια, χαλάσματα, κράσπεδα, πεζοδρόμια και βλέμματα. Κάτι παιδιά που συμμετέχουν στο φιλμ, προχωρούν πάντα με τα δεκανίκια τους. Θυμίζουν το είδος της ελπίδας που αναρρώνει από την ζωή.
Το γαλάζιο μου στενό συνέθεταν τώρα πια κύκλοι ομόκεντροι. Κύκλοι να συμβολίζουν την λαχτάρα, την επιθυμία, την δοκιμασία και την ελπίδα. Εκείνες οι γυναίκες καθώς σκορπίζουν θυμίζουν αποδημητικούς στίχους ή πάλι κατάμαυρες πεταλούδες που διαλύονται μες στα στοιχεία τους. Τώρα παίρνουν μερικές εικόνες με στοχαστικές πόρτες και έρημους δρόμους. Το φιλμ πλησιάζει στο τέλος του, το γαλάζιο μου στενό φλέγεται, χιλιάδες θερμόμετρα σπάνε μέσα μου με κρότο, οι θάλασσες γίνονται κατάμαυροι παγετώνες στο μέτωπο εκείνων των γυναικών. Εκείνη που υποδύεται την αλλοτινή Λυσιστράτη στέκει κατάκοπη, σαν άγγελος πάνω στα σανίδια, όσο η Ναντίν Λαμπακί αναγκάζει τον κόσμο να λογοδοτήσει για μια ολόκληρη δεοντολογία ζωής.
Η πρώτη του χορού δουλεύει τις τελευταίες γραμμές του ρόλου της. Όλοι όσοι ήταν να πεθάνουν πέθαναν, είναι όλοι πεθαμένοι. Και η Λυσιστράτη θυμίζει τώρα πια την Αντιγόνη, ένα είδος ματωμένης εκεχειρίας. Εγκατάλειψη και θλιμμένη δόξα.
Τα φώτα σβήνουν, το γαλάζιο μου στενό περνά στην ανυπαρξία ώσπου να βρει το σώμα μου χορτάρι, ώσπου να ακούσω ρίζες να κουβεντιάζουν για τα μεγάλα δράματα αυτού εδώ του κόσμου. Η ιστορία της Ναντίν Λαμπακί με ακολουθεί μες στο σπίτι, περιφέρεται μες στα δωμάτια, αφήνει σκονισμένα χνάρια, με συντροφεύει μες στην αδειανή κάμαρη, ως πάνω στο σώμα μου.
Απόστολος Θηβαίος