Ανοίγω το πακέτο με τα Marlboro και κρεμάω ένα ανάμεσα στα χείλη μου. Ανάβω τον ασημένιο αναπτήρα μου και μια ευχάριστη γεύση καπνού και νικοτίνης απλώνονται στο μυαλό μου. Κλείνω τα μάτια μου και μου έρχεται η γλυκιά ανάμνηση του ατομικού μανιταριού στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα. Το σύννεφο καπνού σηκώνεται χιλιόμετρα ψηλά και τελικά σχηματίζει μια κατακόκκινη μπάλα φωτιάς που σιγά-σιγά συρρικνώνεται και χάνεται σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μην υπήρξε ποτέ…
Άνθρωποι ουρλιάζουν και τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν. Γυναίκες τραβάνε τα παιδιά τους και άντρες βάζουν μπροστά το αυτοκίνητο για να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται από το πεδίο της μάχης. Για δέκα λεπτά επικρατεί πανικός, όλα βρίσκονται σε κίνηση και όλοι τρέχουν σε μια τρελή και απεγνωσμένη προσπάθεια να σωθούν από την πυρηνική μανία των μαχητικών αεροπλάνων. Τότε πέφτει. Ο «Fat Man» κάνει ελεύθερη πτώση από το αεροπλάνο στο απόλυτο κενό. Ύστερα, ησυχία.
Σπίτια από μπετό στέκονται σιωπηλά στις θέσεις τους και γύρω τους απλώνεται μια φρικτή έρημος. Μόνη της βλάστηση είναι οι απανθρακωμένοι κάτοικοι της μικρής μαύρης πόλης. Τίποτα δεν κινείται. Τίποτα; Αν κοιτούσες καλύτερα, θα έβλεπες τις μικρές καφετιές κατσαρίδες να τριγυρνούν ανέμελες πια στους οικισμούς από ραδιενεργό τσιμέντο. Κάποιες τρέχουν στο σκουρόχρωμο πάτωμα, άλλες κοντοστέκονται και κουνάνε πάνω-κάτω τις λεπτές κεραίες τους, άλλες περπατούν σιωπηρά πάνω στα κουφάρια των ανθρώπων, σαν να φοβούνται μήπως τις αντιληφθούν και εξαγριωθούν. Τίποτα. Ω, τι ευτυχία! Οι κοκαλωμένοι άνθρωποι δεν πρόκειται να ξυπνήσουν σήμερα! Χιλιάδες μικρές κατσαρίδες ξεχύνονται από τις φωλιές τους και σκαρφαλώνουν στα γκρίζα τοιχώματα του σπιτιού. Δεν υπάρχουν τώρα πια σκοτούρες, οι άνθρωποι δεν πρόκειται πια να ξυπνήσουν, δεν μπορούν πια να τις τρομοκρατούν.
Έξω από τη γκρίζα πολυκατοικία, υπάρχει μια μικρή λίμνη με ψάρια. Πόσο όμορφα είναι όλα τους, πόσο γαλήνια! Το νερό της λίμνης έχει εξατμιστεί από την υψηλή θερμοκρασία. Μόνο τα ψάρια έχουν μείνει. Στέκουν εκεί, ακίνητα, νεκρά και αντικρίζουν τον ήλιο που σήμερα είναι πιο φωτεινός και ζεστός από τις άλλες μέρες. Οι πορτοκαλί ηλιαχτίδες του αντανακλούν στα γκρίζα λέπια τους και δίνουν την αίσθηση ότι τα νεκρά ψάρια έχουν τυλιχτεί σε ένα φωτεινό κύκλο, ένα φωτοστέφανο που μεταφέρει τις ψυχές τους στον Παράδεισο. Δεν είναι όμως ανάγκη να πάνε μακριά για να τον βρούνε: ο Παράδεισος είναι εκεί, γύρω τους, μέσα τους, παντού…
Δεν κινείται τίποτα στο γκρίζο ερημωμένο τοπίο. Τίποτα, εκτός από τις όμορφες μικρές κατσαρίδες και μερικά μικροσκοπικά ζωύφια που περιφέρονται ξέφρενα, όπως οι έντρομοι Γιαπωνέζοι, πριν από λίγες μόνο ώρες. Η φύση τώρα πια είναι ήρεμη, υπάρχει κάπου εκεί η απόλυτη ηρεμία, η σιωπή, η γαλήνη. Η ύπαρξη ζωής σε αυτό το μέρος είναι μόνο μια αμυδρή ανάμνηση που επιστρέφει όταν βλέπεις τα φρικτά απολιθώματα των άψυχων ανθρώπων, που κοιτάζουν επίμονα με ένα βλέμμα έντονης απορίας, χωρίς όμως φόβο, αλλά περισσότερο με ένα δέος για το μέλλον, το άγνωστο…
Ένα μάτι ανοίγει ορθάνοιχτο και αποκαλύπτει την κίτρινη κόρη του. Είναι τυφλό για τα γήινα δεδομένα. Βλέπει σκιές και σκοτάδι. Βλέπει το μέλλον χωρίς να το καταλαβαίνει. Οι σκιές που περνούν μπροστά του δεν είναι οι σκιές των ζωντανών. Είναι σκιές αγγέλων που περπατούν στον Παράδεισο και χαϊδεύουν το πρόσωπό του με τα μαγικά τους φτερά. Το μάτι κλείνει και δεν ξανανοίγει ποτέ. Θάνατος.
Στην πόλη σήμερα δεν υπάρχει νύχτα και μέρα. Είναι τυλιγμένη σε ένα ατέλειωτο απόγευμα, ένα κοκκινωπό ουρανό και έναν ήλιο κρυμμένο κάτω από τα παχιά γκρίζα σύννεφα. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο. Μάλλον είναι απαραίτητο. Το μυαλό μου είναι ψηλά στον αέρα, σαν το σύννεφο που ακολουθεί την ατομική έκρηξη…
Μακριά από εκεί, σε ένα ποτάμι, ψαρεύει ένας γέρος. Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε ψαράς. Είναι έμπορος και στέλνει ψάρια σε ολόκληρο τον κόσμο, όπου μπορεί, σε όσα μέρη μπορεί ένας άνθρωπος να έχει διασυνδέσεις. Ψαρεύει χιλιάδες ψάρια, τα δίχτυα πέφτουν στο νερό και σηκώνονται με εκατομμύρια ασημένια ψάρια μπλεγμένα επάνω τους. Ένα από αυτά βρισκόταν κάποτε σε εκείνη τη μικρή λίμνη. Εκείνο ξέφυγε, βρήκε το δρόμο του προς τη θάλασσα, γλίστρησε στα ρυάκια και τους χείμαρρους και ξέφυγε από τη μικρή του φυλακή. Τώρα μόνο στο μάτι του, που έλαμπε στο φως του ηλίου μπορούσες να διακρίνεις μια γνήσια νοσταλγία. Πώς θα το ήθελε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, πριν τις βόμβες, πριν το χάος, πριν την πύρινη λαίλαπα. Θα ήθελε να μπορούσε να ξεχάσει όλο αυτό το μάταιο ταξίδι…
Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά. Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.