Βράδιασε
Βράδιασε
τελικώς παραδόθηκαν αμαχητί
οι διψασμένες ώρες
στο σκοτεινό λουτρό της νύχτας
Κάθε λάμπα που ανάβει τάφος
φώτα νεκροθάφτες
εκλιπουσών νοήσεων
κι οι δικές μου
ετοιμοθάνατες ριγούν
σ’ εκείνο το δωμάτιο
σ’ εκείνο το στρώμα
που ποτέ δε φίλησα
Υπόγειο ευρύχωρο και
φοβισμένο
φως λιγοστό κι ανίκανο
δια παντός ντυμένο στα χρώματα
της λύπης
εκεί
υπάρχεις
υπάρχεις ε σ ύ κι εγώ πού
πού να το πω και ποιός
θα μ’ ακούσει
Απέναντι απ’ το άδειο στρώμα
όργανα βουβά και αποκαμωμένα
κοιμισμένα άλλα στο πάτωμα
άλλα στον καναπέ
άλλα στη σκέψη σου
αφήνουν σάλιο
ικετεύοντας για τ’ άγγιγμα σου
κι εγώ γιατί
επέζησα
;
Κάπου στο κέντρο
δυο χέρια
τα χέρια σου
σκίζουν ευγενικά
τον αέρα υπονοώντας
βρεγμένα καλοκαίρια και
λευκά πουκάμισα
χορδές εξουσιασμένες
από άλαλες διαστροφές
του είναι
Σιωπή
Εκεί
Κι εσύ
Και οι χορδές
μπλεγμένες
Και η σιωπή
Κι εσύ
Οστεοφυλάκιο
Tρίξετε κόκκαλα ξυπνήστε
βγάλτε βοή σηκώστε ανάστημα
εγερθείτε
χρέος σας να πεθαίνετε
νύχτα με τη νύχτα
να πεθαίνετε τρίξετε
κόκκαλα πρέπει ν’ αγωνιά
το χώμα να σείεται η γη
ν’ αγριεύει η ζωή
να κλονίζονται οι δεήσεις
να πεθαίνουμε εν ζωή
να πεθαίνουμε και να
πεθαίνουμε
Μη σας τρομάζουν οι φωτιές
δεν είναι δα καμιά παραφροσύνη
καμιά τρέλα
δεν είναι ποτήρι τελειωμένο σε
ζωντανό τραπέζι
δεν είναι πόρτα ξεκλείδωτη
δεν είναι τάφος
δεν είναι θάλασσα
δεν είναι μουσική
είναι τα μάτια μου που άναψαν
Η Νεφέλη Μαρία Σακελλιάδου γεννήθηκε το 1996 και μεγάλωσε στη Λαμία. Σπουδάζει στο τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ και κατοικεί στην Αθήνα. Ασχολείται με τη φωτογραφία και τη μουσική και διατηρεί από παιδί μία σχέση αγάπης με τα μαθηματικά, την αστρονομία και την ποίηση. Η κατάθλιψη με την οποία ήρθε αντιμέτωπη τα τελευταία χρόνια στάθηκε προσωρινά τροχοπέδη στην ενασχόλησή της με την ποίηση αλλά πλέον αποτελεί τον σπινθήρα τόσο για τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας όσο και για την ανάκτηση μιας γνησιότερης σχέσης με την τέχνη.