Η είδηση το έλεγε καθαρά πως στην πίσω πλευρά ενός πίνακα ο Βαν Γκονγκ αποτύπωσε μυστικά τον εαυτό του. Και εγώ που θέλω να μιλήσω για τον χρόνο και τις μορφές και όσα έχουν να μας πουν μέσα από τον κλεισμένο τους κόσμο, πέφτω θύμα του καλοκαιριού και μπερδεύω τα σήματα. Ο Ντόριαν με τραβά από το χέρι και ο ζωγράφος έρχεται στο κατόπι μου, με φωνές, με γραμμές πρωτόγονες, ιερές, προικισμένες. Ελπίζω πως η αυτοπροσωπογραφία μπορεί να αντέξει μια ιδέα περισσότερο από ότι εκείνο το αποκρουστικό πορτραίτο. Ελπίζω πως οι ιστορίες δεν είναι πάντα αληθινές.
Σήμερα ήρθε ένα συνεργείο συντηρητών έργων τέχνης. Όλοι τους νέοι και νωθροί, λες και η ανακάλυψη στο τρίτο υπόγειο χαλούσε την μεσημεριανή τους ρουτίνα. Οι εργάτες μαζεύουν φτηνά, οικοδομικά υλικά και κοιτάζουν με περιφρόνηση τον μικρό θεό που λάμνει έξω από την Σαντορίνη σε ένα εξαίσιο ψηφιδωτό. Πού να πηγαίνει εκείνος ο θεός; Άραγε να έφθασε ή μήπως τριγυρνά πάνω στο κύμα, από ακρωτήρι σε ακρωτήρι αφήνοντας πικρά εικονοστάσια στο πέρασμά του; Κανείς δεν ξέρει.
Κατορθώνω και κατεβαίνω μαζί με τους εργάτες. Το υπόγειο είναι σκοτεινό και μια γεννήτρια αγκομαχεί να φωτίσει την σκηνή. Και τότε ο θεός με κοιτά κατάματα λέγοντάς μου μια προσευχή που έχει να ακουστεί τόσους αιώνες τώρα. Ελάχιστα θυμάμαι πια από εκείνο το μεσημέρι. Σε λίγο ολόκληρο το πάτωμα τραβήχτηκε προσεκτικά, χωρισμένο σε αποσπάσματα. Όλα φορτώθηκαν στο φορτηγάκι των νεαρών συντηρητών και ευθύς τα φώτα έσβησαν. Οι εργάτες ήπιαν μια παγωμένη μπύρα, έσφιξαν τα χέρια, τακτοποίησαν κάτι λογαριασμούς και έδωσαν ραντεβού για το πρωί. Αυτό είναι όλο, μα καθόλου λίγο, αν συλλογιστεί κανείς πως ανάμεσά μας, σε αυτό εδώ το γαλάζιο στενό ζούσε τόσα χρόνια ένας ψηφιδωτός νεαρός θεός με σταρένια μαλλιά, με έναν πάνθηρα, ένα καράβι και μερικές σειρήνες τριγύρω να αφηγούνται τις ραψωδίες του.
Μας κοιτάζει από την χώρα της αγωνίας, με ευθύβολο βλέμμα και μια άφθαρτη νιότη. Πίσω του χρόνια φωτιές και εθνικά κράτη ντύνουν το φόντο, απελευθερώνοντας εφεδρείες πρωτόγνωρες για την τέχνη που όλο και κοντύτερα τραβά κατά τον άνθρωπο και την εμπειρία της συνείδησής του. Με αυτά τα λόγια η φυλλάδα που ξέχασε ο κύριος νωρίτερα, φεύγοντας βιαστικά για κάποιο ανεκπλήρωτο σκοπό, χαιρετίζει την ξεχωριστή ανακάλυψη της σκωτσέζικης Εθνικής Πινακοθήκης. Οι κυρίες που ανέλαβαν την συντήρηση μερικών έργων του διάσημου Βαν Γκονγκ έμειναν έκπληκτες με την ακτινογραφία του τελάρου. Μια μορφή, εκείνη του ζωγράφου, μοιρασμένη ανάμεσα στο σκοτάδι και ένα βλέμμα αφοπλιστικό, γεμάτο υπόνοιες και συλλογισμούς της αληθινής, αλλοτινής ζωής του διαγράφεται στην πίσω πλευρά του μουσαμά. Η προσωπογραφία αποτυπώνεται σαν χνάρι στην άλλη πλευρά. Λόγοι οικονομικοί ώθησαν τον καλλιτέχνη στην χρησιμοποίηση των ήδη ζωγραφισμένων καμβάδων. Και έτσι εκείνη η Χωριάτισσα στον πίνακα του 1885 κράτησε κλειστό το στόμα της για εκατό και βάλε χρόνια. Δεν θα μπορούσε άλλωστε τίποτε να πει για τον διάσημο γείτονά της, εκείνο το άλλο της εγώ που παραμένει στην σκιά . Όμως οι νέες τεχνολογίες και η οξυδερκής ματιά της επικεφαλής της Πινακοθήκης μας παραχωρεί σήμερα το άφταστο προνόμιο της ανακάλυψης ενός ακόμη σπουδαίου πίνακα του ξεχωριστού μα εύθραυστου Βίνσεντ.
Σκέφτομαι την γυναίκα της ζωγραφιάς, ντυμένη τα βαριά της, αυστηρά ρούχα. Βάζω στοίχημα πως πάντοτε το ‘θελε να μεταμορφωθεί σε μια κατάμαυρη πεταλούδα. Μα δεν ήταν γραφτό της και έτσι έζησε κάτω από το βάρος της ζωγραφισμένης της μοίρας. Και ο ζωγράφος; Μα εκείνος, σε πείσμα της λογοτεχνίας, ανακάλυψε μονάχος την φρεσκάδα και την αμεσότητα ενός πορτραίτου που συνοψίζει την πρακτική και την εμπειρία και ίσως μερικές σπάνιες αισθήσεις που σαν διεγείρονται μας παρασέρνουν στην άδολη, την ανόθευτη συγκίνηση.
Κάπου εδώ στο δωμάτιο μπαίνει ο Ντόριαν. Όμορφος και αρυτίδωτος, ένας αγαπητός νέος σε ολόκληρη την πολιτεία. Αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις του κειμένου και συλλογιέμαι πως από το τίποτε προκύπτουν καμιά φορά καινούριοι δρόμοι. Πορείες που τραβούν στο κορμί, την κοινωνία, την πολιτική και πρωτίστως την ίδια την ψυχή. Κάπου εκεί και ο ζωγράφος που διασώζει πρόσωπα και αποτυπώνει την διάφανη αλήθεια της ζωής και των πραγμάτων.
Ο Ντόριαν μπαίνει μες στον καθρέφτη του. Όπως ο ζωγράφος χύνεται στο έργο του και μας παραστέκει με ένα ελεφάντινο μάτι, μισός δοσμένος στην χώρα των σκιών. Ο Ντόριαν και ο ζωγράφος διαθέτουν το θάρρος της μοναξιάς τους και έχουν γνωρίσει τι σόι πράγμα είναι η βασιλεία της. Κάθε τους χρώμα, κάθε γραμμή του προσώπου τους αποθεώνει την μελαγχολική τους δόξα. Στο βάθος του κτιστού κόσμου ο Ντόριαν και ο ζωγράφος μοιράζονται το ίδιο ρούχο και μια παγωμένη γαλήνη γίνεται το δεύτερό τους δέρμα. Σκέφτομαι τους δυο τους, πρωταγωνιστές σε αλλιώτικες και διαφορετικές ιστορίες. Μα και οι δυο τους βωμοί για ήττες μεγάλες, από εκείνες που δοκιμάζει η ψυχή σαν πέσει στους κυκλώνες του χρόνου. Τελικά όπως ο ζωγράφος έτσι και ο Ντόριαν λογαριάζω πως υπάρχει κάπου εκεί έξω. Κατοικεί στο βάθος παλαιοπωλείων, σκιά στην πίσω όψη του τελάρου. Εμπρός ο κόσμος τρέχει, ξεθυμαίνει, μαρτυρά και πεθαίνει, ζει και αγαπά παράφορα κάτω από το θαύμα του μοντέρνου φωτισμού.
Αρκετά. Ο Ντόριαν δεν θέλει να μιλούν για εκείνον. Λέει πως έτσι μπορεί να τον θυμηθεί ο χρόνος και να ζητήσει πίσω όλες του τις ηλικίες. Ο ζωγράφος παραμένει στην αφάνεια μα οι αρχές της σκωτσέζικης πινακοθήκης θεωρείται απίθανο να εγκαταλείψουν το εύρημά τους δίχως μια καλή πληρωμή. Τον μικρό, σταρένιο θεό τον ξεπλένουν χημικά συστατικά, κατάλληλα για την τόνωση των χρωμάτων και την απόσυρση ενός φιλμ που σήμερα ονομάζουμε του χρόνου πατίνα. Ξάφνου το γαλάζιο μου στενό έχει ένα βάρος στην καρδιά του. Ένα ξαφνικό , αβάσταχτο γήρας πέφτει παντού στον κόσμο. Και ο Ντόριαν; Μα ένα ψέμα. Μαργαριταρένιο. Τίποτε λιγότερο. Και ο ζωγράφος; Μα κάποιος που άναψε το τσιγάρο του και ακόνισε τα χρώματά του πάνω στον σταυρό του κόσμου. Του αξίζει όλο μου το γαλάζιο απόθεμα και αρκετή, ακόμη ποίηση. Λίγη τρυφερότητα για την ιερή και πρωτόγονη και τρωτή του ματιά. Αυτό είναι όλο.
Απόστολος Θηβαίος