Είναι από τις μέρες που νιώθεις ότι δεν είσαι εσύ ο ίδιος που ζεις τη ζωή σου, αλλά κάποιος άλλος. Η αίσθηση της παρουσίας σου στο χώρο έρχεται και φεύγει με σχεδόν σταθερό ρυθμό. Πότε βλέπεις τον εαυτό σου από ψηλά, κάπου έξω από τις στέγες των σπιτιών κι έξω από όλα τα μέρη όπου η ζωή κάνει θόρυβο για να συνεχίσει να υπάρχει. Πότε από χαμηλά, διαπερνώντας όλα τα πατώματα που σε χωρίζουν από τους ανθρώπους και κάνοντας έκπληξη στους γείτονες, που ποτέ έως τώρα δεν σε κάλεσαν στο σπίτι τους. Και πότε στο ίδιο επίπεδο, αλλάζοντας δεκάδες οπτικές γωνίες μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, νιώθοντας στο στομάχι σου την απορία των ξύλινων επίπλων, που προσπαθούν απεγνωσμένα τόσα χρόνια, απορροφώντας σε, να σε δεσμεύσουν και να σε εννοήσουν.
Μοιάζει σαν να βρίσκεσαι σε μία χωρίς τέλος ελεύθερη πτώση, αφού το σώμα και το πνεύμα σου αδυνατούν να συγχρονιστούν με όρους ταχύτητας. Πρώτα κινούνται τα κύτταρά σου, χαρούμενα και αποφασισμένα στην ένωσή τους ενός οργανισμού, κι έπειτα αποφασίζει να κουνηθεί λιγάκι και το «άλλο» σου σώμα καταπίνοντας ψίχουλα εικόνων λέξεων θορύβων ενώ ταυτόχρονα τελεί υπό τη σοβαρή επήρεια του φόβου της ανυπαρξίας. Ένα κολάζ από αεροφωτογραφίες γίνεται εκείνες τις στιγμές η ζωή σου: κούφιες μνήμες ζωντανές μα απόμακρες αισθήσεις ιδέες ξένες το χνώτο μιας παλιάς θλίψης. Και συντηρώντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα φτάσεις σε κάποιο επιτέλους έδαφος γερός, αναρωτιέσαι αν θα καταφέρεις να είσαι εσύ που θα την χαρτογραφήσεις.
Μπορεί να μην το θυμάσαι, αλλά έχεις υπάρξει για τόσες πολλές χιλιάδες χρόνια αυτό το σύμπλεγμα αυτόβουλων τμημάτων ύπαρξης, που είναι αδύνατο να μην τα καταφέρεις• και αυτήν τη φορά να προσγειωθείς. Πονάει να μην είσαι ένα με τον εαυτό σου αλλά αυτή η διαδικασία αποδεικνύεται, όσο περνάει η ώρα, μια χειρουργική επέμβαση. Η δύναμη με τον οποία σκίζει ο αέρας την ολότητά σου είναι αυτή ακριβώς που χρειάζεται για να απεκδυθείς όλα τα κομμάτια ζωής που ήταν κολλημένα επάνω σου αλλά δε ζούσαν, ή παρασιτούσαν. Νιώθεις σαν να αλλάζεις δέρμα στον αέρα, σαν να αποκολλάται σάρκα και πληροφορία απ’ τον κορμό της ζωής που κουβαλάς με τα χρόνια. Πολλαπλοί εαυτοί ξεχωρίζονται βίαια. Ιδιότητες καταγεγραμμένες επάνω στο σώμα, ιδέες που κάποτε άφησαν τα ίχνη τους στο μέτωπο σου, γίνονται πουλιά που αποδημούν μπροστά στα ίδια σου τα μάτια. Τελικά δεν σου ανήκαν.
Συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει, όμως κάθε τόσο νιώθεις στο στόμα σου μια γεύση μεταλλική που σου θυμίζει ότι θυμάσαι: δεν είσαι τίποτα απ’ όλα αυτά που βλέπεις. Σε κάθε μέτρο και γυμνότερος, χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα για το αν και πού τελικά θα προσγειωθείς, προχωράς. Και ίσως και για μια στιγμή, απελευθερωμένη πια από τα πέπλα της χάρη στη βιαιότητα του αέρα, αρχίζει να κινεί μέσα στην συνεχώς τρελή πορεία, λίγο ντροπαλά, τον εαυτό της κι η καρδιά σου. Ένα πραγματικό συναίσθημα παράγεται μπροστά στη θέα του ορίζοντα της νέας ζωής. Κι ας έχει για χάρτη της τα κομμάτια της προηγούμενης.
Τώρα αυτό το συναίσθημα, γελαστό παιδί της αφαίρεσης, το βιώνεις στ’ αλήθεια. Θα φύγει, όπως ήρθε, γιατί συνεχίζεις να φεύγεις κι εσύ, και τα δυο σου σώματα. Τα εσωτερικά σου όργανα μειδιούν τώρα, που μόλις πια κατάλαβαν ότι όλα ήταν ρόλος. Ποια δύναμη μυστήρια να σε έχει φέρει ως εδώ, αναρωτιέσαι, ποια δύναμη μυστήρια σε πάει παραπέρα…
Η Χρυσάνθη Νίκα ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Γεννήθηκε το 1990 και έχει ολοκληρώσει σπουδές μηχανικού. Παρατηρεί τα δομικά υλικά και τους ανθρώπους.