Της πρόσφερε φρούτα. Βερίκοκα, κεράσια, μούσμουλα, πλυμένα όλα στον μαρμάρινο νεροχύτη μιας παραλίγο ηλιόλουστης κουζίνας κάπου στην Καισαριανή. Ήταν Ιούνιος, είχαν μόλις τελειώσει το μάθημα και πήγαν στην κουζίνα για λίγο νερό, έκανε ζέστη. «Θες λίγα φρούτα;» τη ρώτησε. Κι αυτή, που σπάνια έλεγε όχι σε καλοκαιρινούς καρπούς και αναπάντεχη κουβέντα, άφησε τα πράγματά της παραδίπλα και έκατσε.
Της πρόσφερε φρούτα, δεν έψαξε κάτι στο βλέμμα της, μόνο άνοιξε το ψυγείο το ντυμένο φωτογραφίες και σκίτσα για να τα πάρει, και κάτω από τη βρύση τα άφηνε να καθαριστούν απαλά, χωρίς κάποια βιασύνη, χωρίς τη μανία να αφήσουν τη σάρκα τους στα δάχτυλά του, με σεβασμό σχεδόν, ήρεμα, έτσι όπως ταίριαζε στην κουζίνα του εκείνο το πρωινό. Κοίταξε γύρω της, λουλουδιαστά πλακάκια του ‘70 έντυναν τους τοίχους, σκόρπια ποτήρια, πιάτα, μικροπράγματα στον πάγκο, στο τραπέζι, τίποτα από την αποστειρωμένη λιτότητα των μοντέρνων σπιτιών εδώ μια αρμονία χαοτική, ευαίσθητη, που είχαν ανάγκη τα μάτια της για να ξεκουραστούν.
Απ’ έξω ερχόντουσαν που και που ήχοι από τη διπλανή οικοδομή και σκόρπιες κουβέντες από κάποιες γειτόνισσες που είχαν πιάσει την κουβέντα, η μέρα είχε ξεκινήσει για τα καλά, μια μουσική σιγανή στο ράδιο, ένα κελάηδισμα, μια κόρνα, ήχοι αστικοί της 11ης πρωινής ώρας μιας ακόμα καθημερινής.
Της πρόσφερε φρούτα, ήταν κι οι δύο πεινασμένοι, τα έβαλε δροσερά όπως ήταν, γυαλιστερά, σε τρία μπολ ξεχωριστά και τα ακούμπησε μπροστά της στο ξύλινο τραπέζι.
Αντί για χαρτοπετσέτες ένα ρολό χαρτί υγείας παραδίπλα, η ψυχή της σα να ξεκουράστηκε στο θέαμά του, κι ένιωσε αρκετά άνετα ώστε να βάλει τα ξυπόλητα πόδια της πάνω στην καρέκλα. Στα ποτήρια τους κρύο νερό βρύσης, «την προηγούμενη μου είχε βάλει λεμόνι» σημείωσε από μέσα της και μέσα στη γαλήνη των 10 τετραγωνικών το πήρε κι αυτό για σινιάλο να δέχεται την κάθε μέρα όπως έρχεται.
Της πρόσφερε φρούτα κι αυτή τον άφησε να μιλάει, της άρεσε έτσι όπως γινόταν παραστατικός και περιγραφικός, έντονος μέσα στη γλύκα και την ηρεμία του, σχεδόν σοφός, σχεδόν μπερδεμένος, κι αυτή άπλωνε το δεξί της χέρι μια στο ένα μπολ μια στο άλλο, ένιωθε με μια συγκρατημένη ηδονή τα φρούτα στην παλάμη της, τα στριφογύριζε στη χούφτα της κι ύστερα τους φερόταν όπως τους έπρεπε, είτε ξεφλουδίζοντάς τα με το χέρι είτε βάζοντάς τα κατευθείαν στο στόμα της. Κι εκείνος της μιλούσε κι εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και χαμογελούσε, κοιτούσε τα πράσινα λουλουδιαστά πλακάκια της κουζίνας που της θύμιζαν κάτι από το σπίτι της γιαγιάς της στα Πατήσια χρόνια πριν, κοιτούσε την παλλόμενη ηρεμία που ερχόταν σε κύματα από το παράθυρο δεξιά της, από τα σκόρπια πράγματα στον πάγκο, τις φωτογραφίες στο ψυγείο, τους πεσμένους ώμους της, τα γκρίζα μαλλιά του, τη δροσιά του κρύου νερού που έγλειφε το γυαλί, τις κίτρινες και πορτοκαλί και βυσσινιές νότες χωρισμένες σε τρία μπολ, τα πρώτα μούσμουλα του καλοκαιριού κάπου στην Καισαριανή.
Της πρόσφερε φρούτα, με αγάπη, με απλότητα, μπορεί να είχε και κάτι άλλο, αλλά τα φρούτα αρκούσαν για τώρα, κοιτούσε στο μπολ τα ζωηρά κεράσια που την καλούσαν και ένας αγνός ερωτισμός της λίγωσε για λίγο τον λαιμό κι ύστερα συνέχισε να τον ακούει να μιλάει και να τριγυρνάει με τα μάτια της στην κουζίνα, ήταν όλος ο κόσμος κλεισμένος και ορθάνοιχτος στους τέσσερις τοίχους αυτούς σήμερα, κι ύστερα να στέκεται ξανά πάνω του. Από μέσα της μετρούσε τα φρούτα που έτρωγε, κάπου υπήρχε ένας ιδανικός αριθμός γραμμένος για τα φρούτα που σου προσφέρει ένας γνωστός στο σπίτι του, ανάλογος φυσικά της σημασίας της στιγμής.
Ήπιε δύο ποτήρια νερό και, όταν ένιωσε ότι ο χρόνος της τελείωσε, ότι όπου να’ ναι θα παραβίαζε την φιλοξενία του και η κινηματογραφική κουζίνα του θα γινόταν μια ακόμη κουζίνα της Καισαριανής, σηκώθηκε να φύγει κι εκείνος της είπε «γουστάρω» και ήξερε πως εννοούσε το ίδιο με αυτήν, «γουστάρω που είσαι τώρα εδώ και μοιραζόμαστε αυτά τα φρούτα κι αυτή την ηρεμία στην ασφαλή, παλιά, πολύχρωμη κουζίνα μου, γουστάρω που με άκουσες και γουστάρω που ήσουν εσύ απέναντί μου σ’ αυτή την καρέκλα σήμερα το πρωί, κι ίσως αυτό να μην ξαναγίνει ποτέ γιατί καμιά στιγμή ποτέ δε μοιράζεται σε επεισόδιά και ποτέ δεν επαναλαμβάνεται κι αυτά τα φρούτα δεν θα τα δεις ποτέ ξανά μέσα σ’ αυτά τα μπολ γιατί τα φάγαμε, εσύ κι εγώ, μαζί.»
Της πρόσφερε φρούτα σε τρία ξεχωριστά μπολ μέσα, μια πράξη αγάπης καλοκαιρινή, λιγάκι ερωτική, λιγάκι φιλική, λιγάκι διστακτική, μια πράξη εποχιακή στα σίγουρα, μπολιασμένη με του Ιουνίου τα πάθη, μια πράξη ήρεμη, απροσδόκητη, αρμονική, ίσα για να την κάνει να χαμογελάσει ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη στην κουζίνα του. Και να την αφήσει να φύγει σχεδόν χορτάτη.
«Η Σοφία Κροκιδά είναι κειμενογράφος και γράφει από όταν θυμάται τον εαυτό της. Λατρεύει τη στιγμή που μία καλή ιδέα για διήγημα την απομονώνει από τον έξω κόσμο. Ζει στην Αθήνα.»