Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία
όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.
Γ. Βαρβέρης, Ο Λάζαρος μετά το θαύμα
Μια νεαρή γυναίκα έφτασε στην κηδεία της πρώτη. Άναψε τα φώτα, σκούπισε, με το δεξί χέρι στηρίχτηκε στο κιβώτιο και με τ’ άλλο πόδι προσγειώθηκε, λίγο ανορθόδοξα. Εκείνη, από μόνη της, είχε σκεφτεί να ξαπλώσει μπρούμυτα για να κρυφτεί, που ήταν άσχημη, και οι υπόλοιποι φάνηκε να συμφωνούν. Της πρότειναν μάλιστα να βγάλει τα γυαλιά και να φορέσει φακούς, όπως συνήθιζε σε κάθε ειδική περίσταση όπου όφειλε να δείχνει κάπως καλύτερη. Έτσι θα ήταν και για κείνη πιο εύκολο, να μην πονάει στα μάτια, να μη λιώσει πάνω της ο σκελετός. Στο τέλος σκέφτηκε πόσο πρωτόγονος εξακολουθεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι καθαρίζουν τα μάτια τους το πρωί, τρίβοντάς τα, λες και κανείς τόσα χρόνια δεν εμπνεύστηκε έναν λιγότερο βίαιο τρόπο.
Ακόμα αναρωτιέται αν άξιζε αυτό για τελευταία σκέψη.
Σε κάθε περίπτωση, έβρεξε τα κεριά κι έγινε τυπικά είκοσι δύο χρόνων κι εφτά μηνών, ιδρυματοποιημένη κι ακηδεμόνευτη μαζί. Μια τέως νύχτα εξημερωνόταν για να πάρει τη μορφή της πρωινής βάρδιας και όλη αυτή η ανάγκη για τη φροντίδα του κήδους δεν έβρισκε πού να προσωποποιηθεί. Πίσω απ’ το χάραμα, ένας λειτουργικός ορισμός της ζωής όριζε οι άνθρωποι που μπορούν και περπατούν, να σηκωθούν, να πάνε να δουλέψουν, χαμογελαστοί να γυρίσουν στην οικογένειά τους, να φάνε και να κοιμηθούν. Κάποτε ένας ρώτησε τι θα συμβεί αν μια μέρα δεν μπορέσει. Κανείς δεν του απάντησε εκείνη τη στιγμή. Μήνες αργότερα, είδε το όνομά του να έχει αποκλειστεί από μια δημόσια λίστα και κατάλαβε. Στον τίτλο της έγραφε: “πώς έγινε ένας καλός άνθρωπος”. Μαζί μ’ αυτήν και άλλες φιλοφρονήσεις επικήδειου λόγου.
(Για μια στιγμή, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφαιρείται και χάνει από τα μάτια του τη νεαρή γυναίκα της ιστορίας. Την ξαναβρίσκει τελικά, ώρες μετά, μέσα σ’ ένα λεωφορείο. Οποιαδήποτε βιασύνη στην περιγραφή παρακαλούμε όπως δικαιολογηθεί από το λαχάνιασμά του.)
Το χέρι της έτρεμε, καλή ώρα σαν της ηλικιωμένης κυρίας που καθόταν απέναντι. Άρχισε τότε να εξετάζει προσεκτικά, ένα-ένα, τα πρόσωπα μες στο λεωφορείο, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος θα ερχόταν να τη βοηθήσει αν. Ο κύριος με την γκρενά μπλούζα θα πατούσε το μπατζάκι του και θα γλιστρούσε, πριν προλάβει να την πλησιάσει, η διπλανή του δε θα αφιέρωνε πάνω από μισό λεπτό για να την ακούσει, κι όσο για το παιδί που διαβάζει τώρα την Αστραδενή, με το ζόρι έχει κλείσει τα οχτώ. Άγνωστο γιατί, η ηλικιωμένη κυρία έρχεται και τη ρωτάει τάχα κάτι για τη διαδρομή, μια ένστικτη αγωνία την κάνει να της ακουμπήσει ένα εισιτήριο στο χέρι και όλα αυτά τα παιδιά που τώρα τρέχουν να βγουν έξω απ’ την πόρτα δεν είναι λαθρεπιβάτες, δεν είναι κρατικοί φθορείς. Μάθανε στα γράμματα πως η ενέργεια και η μάζα ενός κλειστού συστήματος πάντα διατηρούνται και αφελώς προσπαθούν να το εφαρμόσουν, επιστρέφοντας τα χρησιμοποιημένα εισιτήρια σ’ ένα σύστημα χεριών που μοιάζει επτασφράγιστο. Όχι, δε θα έκοβαν καινούργια. Και θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, σήμερα, κύριε αστυνόμε, που είναι η Τρίτη της Διακαινησίμου, να γνωρίζετε πως η παράδοση ορίζει να επιστρέφονται οι αναστάσιμες λαμπάδες στην εκκλησία, ακριβώς γι’ αυτό. Για να γίνουν τις επόμενες μέρες κερί λιγνό, να έχει ο κόσμος κάτι ν’ ανάψει. Βλέπετε, δε φτιάχνεται αναστημένο σώμα, χωρίς πρώτη ύλη. Με τα πολλά, ο αστυνόμος πείστηκε ν’ αφήσει τα παιδιά ελεύθερα και όσοι στίχοι σημάδευαν αγχωμένοι τα μαλλιά τους δεν ήταν παρά ένας φόβος:
τι με νοιάζει κι αν χαθώ| αφού θα ‘χω γίνει κρίνο| φέρτε μου ένα μαντολίνο.
Το απόγευμα η νεαρή γυναίκα έφτασε σπίτι εξαντλημένη, κάπως ικανοποιημένη -σήμερα σημείωσε όλο κι όλο δύο κρίσεις και οι συνάδελφοί της τη βρήκαν τρομακτικά αστεία κι ευδιάθετη. Ούτε που θα υποψιάζονταν τα. Για τις επόμενες εκατό μέρες θα καθηλωνόταν σ’ ένα δωμάτιο και δε θα το παρατηρούσε κανείς. Θα έβγαινε μια Παρασκευή, για λίγες ώρες, θα έφτανε μέχρι το κέντρο, σε μια συνέλευση ατόμων κόσμος θα τσακωνόταν για ημερομηνίες χαζές κι η ίδια θα απορούσε που μπόρεσε το σώμα και βημάτισε. Παρέα με το περπάτημα και άλλοι σταθμοί ψυχοκινητικής ανάπτυξης που δε θα ‘πρεπε να θεωρούνται τόσο ανελαστικά δεδομένοι μετά τους δεκαοχτώ μήνες ζωής. Ας είναι. Χθες το βράδυ μίλησε με τον αδερφό της και του τα ‘πε, να τα φορτώσει σε κάποιον. Οι σκέψεις τού φάνηκαν παρανοϊκές, δεν είναι να στηρίζεται πάνω του. Άλλωστε λένε πως εδώ οι άνθρωποι κάνουν αδέρφια για να γράφονται μ’ εκπτωτικούς κωδικούς σε φροντιστήρια γλωσσών ξένων. Και είναι πάντα μια καλή εποχή για να μάθει κανείς ισπανικά.
(Ιούνιος, μικρό προάστιο της Αθήνας. Η νεαρή γυναίκα, έχοντας καταλάβει εδώ και μέρες ότι κάποιος την παρακολουθεί για να διηγηθεί την ιστορία της, κρύβεται μέσα σ’ ένα πανί. Όμως ακόμα κι εκεί, ο αφηγητής τη βρίσκει, την αρπάζει, ως παντεπόπτης την κοιτά που καίγεται και τελευταία κοιτά τα πόδια.)
Η νεαρή γυναίκα μαζί με άλλες πέντε συγκαιρινές της φιγούρες χορεύουν σ’ ένα μπαλκόνι. Από το ραδιόφωνο ίσα που ακούγεται η Μπλανς: σπουργίτια μέσα στο βοριά| πήραμε την ανηφοριά| με μιας πεντάρας νιάτα. Τα πόδια σέρνονται άφραγκα, γι’ αυτό δεν κάνουν και θόρυβο. Στις έντεκα και μισή οι πέντε φιγούρες καληνυχτίζουν, με την υπόσχεση να κοιμηθούν νωρίς και να περάσουν αύριο το τελευταίο μάθημα της εξεταστικής. Ενώ απομακρύνονται, στα μάτια της νεαρής γυναίκας εμφανίζεται ένα κιβώτιο – κάπου στο κέντρο του θαμμένη η εθνική μας νιότη. Μαζεύει τα τελευταία ποτήρια, οι άλλοι πρέπει να έχουν ήδη ξαπλώσει. Πεινάει, κι ας μην το δείχνει, υπόσχεται να μην πέσει από τώρα. Απόψε θέλει να δει τους άλλους να κοιμούνται, να καταλάβει πώς μοιάζει ο άνθρωπος την ώρα που σιγοκοιμάται, όταν κάνει ύπνο κανονικό, οχτάωρο, σαν εργατικό ωράριο κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας κι αυτοί που αύριο θα ξυπνήσουν λειτουργικοί δεν έχουν παρά να αγχωθούν για ένα μάθημα και όσο αυτό μπορεί να τους κόψει.
Το καλοκαίρι που θα ερχόταν δεν άρχισε καλά. Περαστικά αμίλητο, πήγε κάτι να πει και το άφησε στη μέση. Ήτανε όμως όλοι τους νέοι εκείνο το βράδυ κι αυτό ίσως και να σήμαινε κάτι.
Η Αλεξία Κατσικογιάννη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια Ιατρικής. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Ξινή πορτοκαλάδα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.