«Κιτρινιωπή
Σκοτεινιά»
Nabokov, «Mary»
Μικρές, γαλάζιες τραγωδίες
Από εδώ ως την λευκή ζαρντινιέρα με τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια θα είναι η αμμουδιά της Επιδαύρου. Ως το άνοιγμα του γαλάζιου μου στενού θα βάλω την θάλασσα, με ένα μοναχικό παρασόλι και τον ήλιο χυμένο στα νερά. Το καλό με τις φαντασιώσεις συνίσταται στην δυνατότητα να διαλέξει κανείς τα φουστάνια, την έκφραση του σώματος, την στάση του, τον βαθμό των αντιστάσεων. Πίσω μου θα ζωγραφίζουν τον ουρανό πριονωτές κορυφές, κατάμαυρες από τα κοιτάσματα του άνθρακα και τις παλιές, ηφαιστειογενείς ιστορίες.
Και πέρα μακριά, σαν τις μορφές του Τζιακομέτι θα βάλω τον Ιππόλυτο. Που όλο έρχεται σκεφτικός και συντετριμμένος, με μια πίκρα στην καρδιά ίδια φεγγάρι. Σέρνει τα βήματά του, όλα τα χνάρια τα σβήνει το κύμα, όλες τις λέξεις του τις παίρνει ο άνεμος, όλες του τις ευκαιρίες τις κατέστρεψε ο έρωτας. Συλλογιέται την Φαίδρα, την άσχημη ψυχή της, τον δόλιο του πατέρα που έπεσε θύμα της, την τρομερή της οργή. Την συλλογιέται με τα μεταξωτά της πάνω στον εξώστη του παλατιού να καταστρώνει τον θάνατο. Την δέρνουν οι ομορφιές, μα η καρδιά της είναι άσχημη και λερωμένη. Δεν έχει καρδιά αυτή η Φαίδρα, μονάχα δυο θυμωμένα μάτια και τα λεπτά της δάχτυλα που σφίγγουν τους καρπούς του.
Είσαι δικός μου Ιππόλυτε, δικός μου! Και η φωνή της κάνει συντρίμμια την παραλία, τον ωραίο καιρό, τον διάφανο ουρανό, όσα έχω με κόπο χαράξει. Ο Ιούνιος περνά με τα νερά και με τα άρματά του, φορτωμένος σπασμένα θερμόμετρα, αρχές καλοκαιριών, πικρές και αδιέξοδες αγάπες. Το φτωχό μου παρασόλι κάπου ταξιδεύει, ποιος το ξέρει για να το πει;
Γιατί Φαίδρα, γιατί;
Και ο ήλιος πέφτει εκεί που δεν κοιμάται ποτέ το κατάστημα τηλεοπτικών συσκευών με τις αναρίθμητες εικόνες από τον μεγάλο τελικό και την νεαρή ποπ τραγουδίστρια. Πάντα εκεί οι δυο τους, μια ιδέα συντροφιάς όταν το γαλάζιο μου στενό με πνίγει.
Μα για απόψε, όλη μου η συμπάθεια ταξιδεύει ως τους Ιππόλυτους αυτού του κόσμου. Όσους στάθηκαν στο ύψος ενός ηθικού κώδικα και για αυτό πλήρωσαν.
Εκεί εμπρός στα μάτια, το τέρας με το όνομα έρωτας που σκουριάζει την αντοχή μας στην ζωή, που μας δαπανά και μας συντρίβει, έκανε κομμάτια την καρδιά του Ιππόλυτου. Και εκεί που άλλοτε φιγουράριζε η αλαργινή πια φιγούρα του Ιππόλυτου, ένα άγριο άλογο, διαγράφει με το πόδι, την τέλεια καμπύλη του γλύπτη. Σαν τίποτε να μην άλλαξε, το κύμα βρέχει τα πόδια μου και η μοναξιά μου ουρλιάζει.
Ορίστε λοιπόν Φαίδρα, τώρα μπορείς να αγαπάς για πάντα έναν νεκρό Ιππόλυτο.
Και εγώ να σε ευγνωμονώ αφού αν δεν ήσουν εσύ ετούτη η ιστορία ποτέ δεν θα είχε γεννηθεί, Φαίδρα. Ο Ιππόλυτος θα είχε πεθάνει γέρος και ευτυχισμένος και εσύ θα ένιωθες το κεντρί να σου χαράζει τα σωθικά κάθε που κάποιος θα μιλούσε για ένα παλιό του πάθος. Επειδή Φαίδρα, αν δεν υπήρχες εσύ, αυτή η άρρωστη αγάπη σου δεν θα είχε σωθεί και ο Ιππόλυτος θα έμοιαζε απλά, με έναν από εκείνους τους αναρίθμητους εκεί έξω που αντίκρυ στον καιρό συγκρατούν στα πόδια του ένα ολόκληρο, ηθικό σύστημα.
Κάποιος έγραψε, κάθε καλοκαίρι πεθαίνω λίγο και έτσι αποχαιρετώ τον Ιππόλυτο, καθώς οι πρωινοί εργάτες γκρεμίζουν με ορμή μια από τις τελευταίες προσόψεις του αθηναϊκού εκλεκτικισμού και το γαλάζιο μου στενό αρχινά να χτυπά όπως προστάζει η ηλεκτρισμένη φλέβα της πόλης.
Απόστολος Θηβαίος