Γαλάζιες Κυριακές
Από τα σκόρπια παραμύθια
Που στυλώνουν
Το αληθινό μέγεθος
Αυτού εδώ του κόσμου
Το σημείωμα το έγραφε καθαρά. Θα πρέπει να κατηφορίσεις ως τα Χαυτεία και εκεί θα βρεις αυτό που γυρεύεις. Αμέσως συλλογίστηκε τον ομηρικό Οδυσσέα που φθάνει ως τον κόσμο των νεκρών για να πάρει μια απάντηση στην μεγάλη φιλοδοξία του. Ήταν Κυριακή, ξημερώματα Ιουνίου και αν κανείς εξαιρέσει τα μεθυσμένα τροχοφόρα που επιστρέφουν με τα ρεφραίν στην διαπασών τίποτε άλλο δεν έμοιαζε ζωντανό σε αυτήν την κυριακάτικη πολιτεία. Οι εφημερίδες ανέμιζαν ελαφριά κάτω από την πρωινή αύρα και λίγο λίγο οι τίτλοι τους παλιώνανε πάνω στα σχοινιά. Κάποιοι εργάτες γκρέμιζαν μέρος της οδού Πανεπιστημίου. Ένας από το συνεργείο άρπαξε ένα σμάρι καλώδια και χάθηκε στου κάτω κόσμου την αυλή. Να και άλλος Οδυσσέας, σκέφτηκε και έβγαλε το καπέλο του από σεβασμό και ευγένεια.
Άφηνε πίσω του θορύβους και σκαπτικά μηχανήματα και κατόψεις. Εμπρός του προβάλανε τα Χαυτεία και όλο και περισσότερο ερχόταν εκείνη η μυρωδιά του φρεσκοπλυμένου πεζοδρομίου, εκείνο το ελάχιστο που μπορεί να νιώσει κάποιος σε αυτήν την πόλη λίγο μετά το χάραμα. Κάθε τόσο ονειρευόταν το γαλάζιο του στενό. Πάει καιρός που εγκατέλειψε τον κλειστό του κόσμο και νιώθει πως όλα πια έχουν αλλάξει στην πόλη. Όλα, πέρα από τα Χαυτεία που αργά ζωντάνευαν, σαν φιγούρα ετοιμοθάνατου που βρίσκει μια τελευταία ικμάδα ζωής προτού χαθεί σε ανυπαρξίες ανυπολόγιστες. Το σημείωμα το έγραφα καθαρά. Θα πρέπει να κατηφορίσεις ως τα Χαυτεία και εκεί θα βρεις αυτό που γυρεύεις.
Έστριψε στην οδό Αιόλου, πέρασε πίσω από το δημαρχείο, χαιρέτησε διστακτικά όμως εγκάρδια τους υπαλλήλους της καθαριότητας που σβήνουν εδώ και εκεί τα ίχνη του Σαββάτου. Τα μαγαζιά όλα κλειστά, τα ρολά τους κατεβασμένα , μια κούκλα έξω από ένα κατάστημα με γυναικεία είδη επαναφέρει στο προσκήνιο τα ‘20ς, κάπως πλαστικά και άκαιρα. Χαιρέτησε την κούκλα που δεν θα μπορούσε ποτέ να του ανταποδώσει την έμφυτη ευγένεια.
Και τότε την είδε με το ανοιξιάτικο φουστάνι της στην γωνιά του δρόμου, ξεχασμένη από ζωγράφους και πολιτείες. Ένας δρόμος του Βαν Γκονγκ από στάχια και ήλιους. Μια τέτοια ώρα όλα είναι δύσκολο να υπολογιστούν, ο χρόνος, ο χώρος, όλα φτερουγίζουν και έχουν μια όψη σαν να τα κοιτά κανείς από την μεριά του νερού. Για αυτό και όσα ακολουθούν ίσως να μην συνέβησαν όπως περιγράφονται, μα το να αναστήσεις την ομορφιά από την μνήμη, ισοδυναμεί με το να ξαναδώσεις ζωής στους μήνες που έφυγαν, στα χρόνια που αθροίζονται, στις ώρες που δειλιάζουν και όμως περνούνε, στα νερά αυτού εδώ του Απρίλη που γίνηκε ιστορία πια.
Αν είχε όνομα θα ήταν Ελένη, αν ζούσε σε κάποιο σπίτι εδώ κοντά, σε μια καρέκλα θα άφηνε του πουκάμισό της το αδειανό να παλιώνει. Όμως εκείνη δεν κατάγεται από αυτόν εδώ τον κόσμο. Και η πεταλούδα το ξέρει καλά και όλο γυροφέρνει το βολάν του φουστανιού της, σαν να ρωτά εκείνο το κορίτσι για όλα του τα μυστικά. Η πεταλούδα πετά, λάμνει τριγύρω, νευρική και υπέροχη. Και αυτό το τυχαίο συμβάν που λαμβάνει χώρα εμπρός του είναι ο Θεός ο ίδιος, είναι μια ιστορία γλαφυρή τα μάτια του τυφλού καλοκαιριού που αντικρίζουν για πρώτη φορά την ομορφιά.
Εκείνη κάπως τινάχτηκε, μάζεψε το φουστάνι της όπως οι κοπέλες του τάνγκο, έφτιαξε τον φιόγκο της, δυο μαύρες, αρχοντικές πεταλούδες ρίγησαν πίσω στον λαιμό. Η πεταλούδα έκανε μια πλήρη περιστροφή από το αντικείμενο του πόθου της και έπειτα ρίχτηκε στον καπνό του αστικού θυσιαστηρίου που ξυπνούσε.
Επέστρεφε, όλη την μέρα επέστρεφε στο γαλάζιο του στενό. Είχε λησμονήσει τον δρόμο και δυσκολευόταν πια να ανακαλέσει τον χάρτη στο νου του. Μα τότε ήταν που είδε εμπρός του την πεταλούδα της ιστορίας. Πήγαινε εκείνη μπροστά και η πόλη ξυπνούσε και άγγελοι δεκαοχτώ καλοκαιριών με μπλου τζην και χαρωπή διάθεση γέμιζαν τα αναψυκτήρια εδώ και εκεί. Η πεταλούδα έστριψε σε ένα στενό και χάθηκε. Πάει, αυτό ήταν, δεν θα ξαναβρεί ποτέ το γαλάζιο του στενό, όλα τέλειωσαν.
Μα οι θεοί το θέλησαν και σε μια άκρη είδε την πεταλούδα να αλλάζει χρώματα, να γίνεται γαλάζια. Έμοιαζε ζαχαρένια, έτσι που στεκόταν μες στις ανάρμοστες Κυριακές. Παντού τριγύρω ανθίζανε ντροπές και στο βάθος παλλόταν σαν καρδιά το χρώμα του γαλάζιου του στενού. Και τότε μες στην ασφάλεια του κόσμου του, με χίλια χρόνια φορτωμένα στους ώμους του, λυπήθηκε για τον Οδυσσέα. Κυρίως επειδή και αν γύρισε, ποτέ του στις ραψωδίες δεν στάθηκε για να αντικρίσει το παιχνίδι μιας πεταλούδας τριγύρω από το δαντελένιο βολάν του κοριτσιού. Λυπήθηκε γιατί ο Οδυσσέας ποτέ του δεν είχε την πόλη μια Κυριακή πρωί στην διάθεσή του, επειδή δεν βρέθηκε μάρτυρας αυτόπτης του τρομερού παιχνιδιού που έστησε η ομορφιά γύρω από το σύνορο του κοριτσίστικου φουστανιού.
Λυπήθηκε επειδή αργά το βράδυ το φόρεμα θα πέφτει σαν συννεφιά πάνω στις ξύλινες καρέκλες του φτηνού ξενοδοχείου και εκείνο το κορίτσι, θα πουλιέται για δυο τάλαρα γονατιστή, πίσω από το δημαρχείο, εκεί που τα φώτα της πόλης δεν φθάνουν, δεν φθάνουν.