Στὶς παρυφὲς τῆς Κ…, μίας παραθαλάσσιας πολίχνης, ἦταν χτισμένη ἡ συνοικία Σαμπιοναρού. Ἡ ἀνατολικὴ πλευρά της κοίταζε στὴ θάλασσα ἀπ’ τὴν ὁποία ἀπεῖχε μόνον μερικὰ μέτρα καὶ τὴν χώριζε ἀπ’ αὐτὴν ἕνας χωμάτινος δρόμος. Στὸ τέλος τοῦ δρόμου, καὶ μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν βορρᾶ, ὑπῆρχε ἕνας ἔρημος καὶ μὲ ἐλάχιστη βλάστηση γήλοφος ποὺ κατέληγε σὲ γκρεμό, ἐνῶ ἀπὸ κάτω κυμάτιζε ἄγρυπνη ἡ θάλασσα. Στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου αὐτοῦ, πρὸς τὸ νότο, ὑψωνόταν μία φαρδιὰ κάμαρα ποὺ ἀκουμποῦσε στὰ παλαιὰ τείχη τῆς πολίχνης, μὰ μὲ τὰ χρόνια καὶ τοὺς πολέμους μισογκρεμίστηκε καὶ τώρα ἔβλεπε κανεὶς μόνον τὸ πλαϊνό της τμῆμα. Γιὰ νὰ φτάσουν στὸ κέντρο τῆς Κ…, ποὺ ἀπεῖχε κοντὰ στὸ μισὸ μίλι ἀπ’ τὴ Σαμπιοναρού, κάτοικοι κι ἐπισκέπτες ἔπρεπε νὰ περάσουν ἀπ’ αὐτὴ τὴν πύλη κι ἔπειτα ν’ ἀνηφορίσουν ἕναν ἄλλο χωματόδρομο, ἐφαπτόμενο στὴν νότια πλευρὰ τῆς συνοικίας, μὲ προσανατολισμὸ βορειοδυτικό.
Ἀπ’ τὴ μέση τοῦ ἀνατολικοῦ δρόμου καὶ μέχρι τὴν πύλη ἁπλωνόταν ἕνας παρόχθιος χῶρος μὲ σχίνους, βάτα κι ἁλμυρίκια καὶ μετὰ ξεκίναγαν μεγάλες ἀμμώδεις ἐκτάσεις πρὶν καταλήξουν στὴ θάλασσα. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου ὅταν φύσαγε δυνατὸς ἀέρας, καὶ συνήθως στὴν περιοχὴ ὁ ἀέρας ἦταν πάντα δυνατός, ὅλ’ ἡ συνοικία καλυπτόταν ἀπὸ μία σκόνη ἀμμώδη ποὺ ἔκανε δύσκολη στοὺς κατοίκους ἀκόμα καὶ τὴν ἀναπνοή. Ὁ παρόχθιος χῶρος ἦταν σημαδεμένος ἀπὸ φαγωμένα ἀγκωνάρια, σκόρπια ἐδῶ κι ἐκεῖ, λείψανα ἀρχαίου τείχους ποὺ προστάτευε πρὶν ἀπὸ αἰῶνες τὴν πόλη ἀπὸ θαλάσσιους ἐπιδρομεῖς. Τ’ ἀγκωνάρια αὐτὰ εἶχαν μετατραπεῖ σὲ καμβάδες ζωγραφικῆς ὅπου ὁ καθένας ζωγράφιζε κι ἔγραφε ὅ,τι τοῦ ὑπαγόρευε ἡ ἔμπνευση τῆς στιγμῆς ἢ σὲ ἀθύρματα ὅπου τὰ μικρὰ παιδιὰ δοκίμαζαν τὶς ἀναρριχητικές τους ἱκανότητες.
Κατὰ μῆκος τοῦ ὑπόλοιπου τμήματος τοῦ ἀνατολικοῦ δρόμου πρὸς τὸν βορρᾶ, κι ὡς συνέχεια τοῦ παρόχθιου χώρου, ἁπλωνόταν ψηλὸ ὀχυρωματικὸ τοῖχος ποὺ ἔμπαινε στὴ θάλασσα καὶ τελείωνε στὸν γήλοφο. Τὰ περισσότερα σπίτια τοῦ ἀνατολικοῦ δρόμου δὲν εἶχαν θέα πρὸς τὸ πέλαγος ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἔπαλξης ἐνῶ ὅσα ἦσαν ἀπέναντι ἀπ’ τὸν παρόχθιο χῶρο ἀπολάμβαναν τὸ ὑδάτινο τοπίο μέχρι πέρα τὸν ὁρίζοντα.
Μέσα στὸ τετράγωνό της Σαμπιοναροῦ εἶχαν στριμωχτῆ ἀσφυκτικὰ ἕνα σωρὸ παράγκες καὶ χαμόσπιτα, συνήθως δίπατα, ποὺ σὲ κάποια σημεῖα τοῦ χώρου χωρίζονταν μεταξύ τους ἀπὸ στενὰ βρόμικα σοκάκια, ἐνῶ σ’ ἄλλα σημεῖα τὸ ἕνα σπίτι σχεδὸν ἀκούμπαγε πάνω στ’ ἄλλο ἀφήνοντας μόνον ἕνα κενὸ μεταξὺ τοὺς τόσο στενὸ ποὺ δὲν χώραγε νὰ περάσει ἄνθρωπος. Ἡ συνοικία θύμιζε ἐλαφρῶς μικρὸ λαβύρινθο ποὺ ἂν ἔμπαινες μέσα, μετὰ ἀπὸ λίγο βρισκόσουν σ’ ἀδιέξοδο καὶ νόμιζες ὅτι εἶχες χαθεῖ. Μέσα σ’ ὅλ’ αὐτὰ τὰ κτίσματα ὑπῆρχαν καὶ τρῶγλες ρημαγμένες κι ἀδειανὲς ποὺ ἄφηναν νὰ φαίνεται τὸ ἐσωτερικό τους· προφανῶς παρατημένες ἀπὸ χρόνια. Γενικά, οἱ κατοικίες ἦταν ἄτακτα κτισμένες μέσα σ’ αὐτὸ τὸ τετράγωνο καὶ χαραχτηρίζονταν ἀπὸ ἔλλειψη ὁμοιομορφίας ὡς πρὸς τὸ μέγεθός τους, τὰ κατασκευαστικά τους ὑλικὰ (ἄλλες ἦταν ἀπὸ τσίγκο, ἄλλες ἀπὸ ξύλο κι ἄλλες ἀπὸ χοντρὲς πέτρες) καὶ τὸν προσανατολισμό τους.
Ἔδιναν, ἔτσι, τὴν ἐντύπωση ὅτι φτειάχτηκαν στὸ πόδι καὶ γρήγορα ἀπ’ τοὺς ἴδιους τοὺς ἰδιοκτῆτες ποὺ δὲν πρέπει νὰ γνώριζαν καὶ πολλὰ ἀπὸ οἰκοδομικὲς ἐργασίες. Οἱ κάτοικοι τῆς Σαμπιοναροῦ ἦρθαν κι ἐγκαταστάθηκαν τελευταῖοι σὲ σχέση μ’ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους τῆς πολίχνης. Προέρχονταν ἀπὸ μακρινὲς περιοχές-σταυροδρόμια λεηλασιῶν, ἁρπαγῶν κι ἐπιδρομῶν. Κι ἐπειδὴ ἡ διαβίωση ἦταν ἐπισφαλὴς καὶ τοὺς ἔτρωγε ἡ φωτιὰ καὶ τὸ σίδερο, τὰ μάζεψαν κι ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ ἇρον-ἇρον.
Ὅταν ἔφτασαν στὴν Κ… τὸ συμβούλιο τῆς πολίχνης τοὺς παραχώρησε τὴν περιοχὴ τῆς Σαμπιοναροῦ ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν μέχρι τότε οἱ κάτοικοι ὡς ἀποθετήριο σκουπιδιῶν κι ἄλλων ἀκαθαρσιῶν. Μὲ μεγάλο κόπο οἱ κατατρεγμένοι ἐπισκέπτες ἔχτισαν τὴ συνοικία καὶ τῆς ἔδωσαν τὴν τωρινή της μορφή. Ἐκεῖ ἐρωτεύτηκαν καὶ κάνανε ὄνειρα, ἐκεῖ παντρεύτηκαν, ἐκεῖ μεγάλωσαν τὰ παιδιά τους καὶ ἐκεῖ πάσχιζαν καθημερνῶς γιὰ τὴν ἐπιβίωση.
Ἡ πλειοψηφία ζοῦσε ἀπ’ τὸ ψάρεμα καὶ τὴν γεωργία, ἐνῶ κάποιοι λίγοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν μεταποίηση ἢ τὸ ἐμπόριο ὑφαντῶν, ἐνδυμάτων καὶ παπουτσιῶν ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους. Οἱ γυναῖκες εἴτε μένανε στὸ σπίτι μεριμνῶντας γιὰ τὸ νοικοκυριὸ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν, εἴτε δούλευαν ὡς ὑπηρέτριες σ’ εὐκατάστατες οἰκογένειες ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μένανε στὸ κέντρο τῆς Κ…
Μία τέτοια γυναίκα ἦταν ἡ Μοτσενίγκα ποὺ ἀρχικὰ ἐργαζόταν σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ εὐκατάστατα σπίτια, ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσῃ ὅταν τὸ δεξί της χέρι παράλυσε καὶ κρεμόταν πλέον ὅπως κρέμεται ἕνα κομμάτι κρέας ἀπ’ τὸ τσιγκέλι. Ἡ ἴδια ἔλεγε ὅτι τὸ ἔπαθε ὅταν ἔπεσε ἀπ’ τὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο δούλευε. Κατὰ τὴν πτώση τὸ χέρι της δέχτηκε ὅλο τὸ βάρος τοῦ σώματός της κι ἀπὸ τότε δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κουνήσῃ σωστά. Παράλυσε τὸ νεῦρο, ἐπέμενε, καὶ δὲν ἔπαιρνε θεραπεία. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτὸ μὲ μία τέτοια φλογερὴ ἐπιμονὴ ποὺ ὅποιος τὴν ἄκουγε θὰ ὑποψιαζόταν ἀμέσως ὅτι λέει ψέματα γιὰ νὰ μὴν δουλεύῃ! Οἱ κάτοικοι, πάντως, πίστευαν ὅτι λόγω τῆς «ἀναπηρίας» αὐτῆς ἦταν βουλωμένη ἀπ’ τὸν διάβολο.
Ἡ Μοτσενίγκα ἦταν ἑξήντα χρονῶν ἀλλὰ ἐξαιτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων ποὺ εἶχε περάσει ἀπὸ μικρή, φαινόταν πολὺ μεγαλύτερη. Ὁ θάνατος ἐπισκεπτόταν τὸ σπίτι της ἀπὸ τότε ποὺ θυμόταν τὸν ἑαυτό της. Πρῶτα ἔχασε τοὺς γονεῖς της σὲ ἡλικία δέκα χρονῶν ὅταν λεηλάτησαν τὸ σπίτι τους κλέφτες, ἀπ’ τοὺς πολλοὺς ποὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια κάνανε ἐπιδρομὲς καὶ λυμαίνονταν ὁλόκληρες περιοχές. Σ’ ἐκείνη τὴ λεηλασία σκότωσαν τοὺς γονεῖς της μπροστὰ στὰ μάτια της κι ἀφοῦ τὴν χτύπησαν ἀλύπητα ἔβαλαν φωτιὰ στὸ κτίσμα. Ἀπὸ θαῦμα σώθηκε καθὼς βρῆκε τὴ δύναμη νὰ συρθῇ ἔξω καὶ νὰ μείνῃ ἐκεῖ στὸν δρόμο ὧρες ὁλόκληρες λιπόθυμη μέχρι νὰ τὴν μαζέψουν κάποιοι περαστικοί. Γιὰ χρόνια δούλεψε ὡς ἐσώκλειστη σὲ σπίτι ὅπου τὴν μεταχειριζόντουσαν σὰν δούλα. Τελικῶς, μὲ χίλιους κόπους ἔφτασε στὴν Κ… ὅπου παντρεύτηκε καὶ κάπως ἡ ζωή της ἔφτειαξε. Ἀργότερα, ἔχασε ἄντρα κι ἀδερφὴ ἀπὸ φυματίωση ἀπ’ τὴν ὁποία κινδύνεψε κι ἡ ἴδια καὶ τελευταῖα τὸ «πρόβλημα» μὲ τὸ χέρι της ποὺ τῆς στέρησε τὴν ἐργασία. Καλὰ λέν’, ὅπου φτωχὸς κι ἡ μοίρα του.
Ἔτσι ὁ θάνατος ποὺ παραμόνευε σὲ κάθε βῆμα της καὶ τὰ βάσανα ποὺ συνόδευαν τὴ ζωή της τὴν κατέβαλαν καὶ ρήμαξαν τὴν ψυχή της. Πλέον λειτουργοῦσε σὰν ἀνήμπορη κι εἶχε γίνει ἕρμαιο τῆς μόνιμα κακῆς διάθεσής της καὶ τῆς ἀδυναμίας της. Καὶ δὲν ὑπῆρχε ἔστω κάτι ἐλάχιστο πάνω της ποὺ νὰ φανέρωνε ὅτι κάποτε, κάποια φευγαλέα στιγμή, χάρηκε καὶ γέλασε.
Ἔμοιαζε μὲ σακούλι ἀπὸ ζαρωμένο πετσὶ παρὰ μὲ ἄνθρωπο. Ἦταν κοντή, τριπίθαμη κι ἡ ἐλαφριὰ καμπούρα της τὴν κόνταινε ἀκόμα περσότερο. Τὰ στῆθια κρεμόντουσαν σὰν καπνοσακοῦλες κι ἂν κοίταζες τὸ πρόσωπό της, ἀπ’ τὸ πηγούνι ὣς τὸ μέτωπο, θάβλεπες ἕνα πράγμα μακρὺ γεροντίστικο, γεμάτο διακλαδωμένες ρυτίδες. Ἡ κατεβασιὰ τῆς μύτης ἦταν τέτοια ποὺ θαρροῦσες ὅτι πάλευε ν’ ἀκουμπήσῃ τὸ πηγούνι ἐνῶ τὰ μαλλιά της ἦταν στρογγυλοδεμένα σὲ μία κοτσίδα ποὺ ἔφτανε ἴσαμε τὴ μέση της.
Ἡ Μοτσενίγκα εἶχε μία «κόρη» ποὺ τὴν εἶχε υἱοθετήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἡ ἴδια ἦταν ἀνίκανη νὰ κάνῃ παιδιὰ -ἕνα ἀκόμα πλῆγμα γιὰ τὴν ἤδη βασανισμένη της καρδιά. Ἡ Μπουρζέλα ἦταν ἴσως ἡ ὀμορφότερη γυναίκα ὄχι μόνον τῆς Σαμπιοναροῦ ἀλλὰ κι ὅλης της Κ… Βαθύκολπη, μ’ ἀμυγδαλωτοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ μακριὰ μελανὴ κόμη, κυματίζουσα πάνω στοὺς στιβαρούς της ὤμους, περπατοῦσε πάντα γοργά, ἔχοντας ἁρμοὺς δυνατοὺς κι εὐκίνητους. Ἡ θωριά της ζωντάνευε ἀπὸ δυὸ μάτια ὁλόμαυρα καὶ λαμπρὰ ποὺ φανέρωναν ἀποφασιστικότητα καὶ θέληση γιὰ ζωή.
Πολλοὶ ἄντρες εἶχαν ἐκδηλώσει ἐπιθυμία νὰ τὴν νυμφευθοῦν ἀλλὰ ἡ Μπουρζέλα ἀπέκρουε ὅλες τὶς προτάσεις προβάλλοντας διάφορες προφάσεις. Ὁ πραγματικὸς λόγος ὅμως, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἔμενε τελικὰ ἀστεφάνωτη, ἦταν ἡ ἔγνοια κι ἡ φροντίδα γιὰ τὴ μητριά της καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀδέσποτες γάτες τῆς περιοχῆς ποὺ δὲν τῆς ἄφηνε χρόνο γιὰ τέτοιες σκέψεις!
Οἱ δυὸ γυναῖκες ζοῦσαν στὸ δεύτερο πάτωμα μίας πέτρινης κατασκευῆς ποὺ ἦταν χτισμένη πάνω στὸν ἀνατολικὸ δρόμο τῆς συνοικίας κι ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σπίτια ποὺ εἶχαν θέα πρὸς τὴ θάλασσα. Ἡ εἴσοδος στὸ δεύτερο πάτωμα γινόταν μέσω μίας ἐπικλινοῦς σιδερένιας σκάλας ἐφαπτόμενης στὸν πλαϊνὸ τοῖχο τοῦ κτίσματος, στὸ κεφαλόσκαλο τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ξύλινη πόρτα τῆς εἰσόδου.
Τὸ σπίτι τους ἦταν ὅλο κι ὅλο ἕνα δωμάτιο μὲ ξύλινο πάτωμα καὶ ξύλινη ὀροφὴ ποὺ χωριζόταν σὲ μικρότερους χώρους μὲ τὴ χρήση πανιῶν κρεμασμένων ἀπ’ τὸ ταβάνι κι ἁπλωμένων κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος τοῦ χώρου ποὺ ὁριοθετοῦσαν. Στὸ βάθος ἦταν τὸ δωμάτιο τῆς Μπουρζέλα, ἀκριβῶς δίπλα τῆς μητριᾶς τῆς -τὸ καθένα μὲ ἕνα ξυλοκρέβατο- ἐνῶ ὁ χῶρος μπροστὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς κουζίνα καὶ τραπεζαρία. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα ξύλινο μακρόστενο τραπέζι, τέσσερις καρέκλες κι ἕνα ντιβάνι κολλημένο στὸν τοῖχο, πίσ’ ἀπὸ μία ξυλόσομπα.
Πάν’ ἀπ’ τὸ νεροχύτη στὴν μία γωνία τοῦ χώρου ἦταν ἕνα καντήλι τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖτο ὅταν βράδιαζε κι ὡς φῶς. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα ἠλεκτρισμὸς κι οἱ δρόμοι φωτίζονταν μὲ λάμπες κρεμασμένες εἴτ’ ἔξ’ ἀπὸ σπίτια εἴτε σὲ ψηλὲς κολῶνες τοποθετημένες σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Κ… Ἡ καύσιμη ὕλη ἦταν κυρίως τὸ λάδι φάλαινας ποὺ ἐπειδὴ δὲν πλεόναζε καὶ πολλὲς φορὲς ἦταν καὶ σ’ ἔλλειψη, οἱ πόλεις βυθίζονταν στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι ὅταν νύχτωνε. Στὴ Σαμπιοναροὺ δὲν ὑπῆρχαν κὰν λάμπες δρόμου κι οἱ κάτοικοι φώτιζαν τὰ σπίτια τους κυρίως μὲ καντήλια ἢ ἂν εἶχαν λάμπες πάσχιζαν νὰ βροῦν τὸ πολύτιμο λάδι φάλαινας.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς μέρας, ὥρα τσικαλιοῦ, ἡ Μοτσενίγκα ἄναβε τὸ καντήλι καὶ καθόταν μαζὶ μὲ τὴν κόρη της κοντὰ στὴ σόμπα γιὰ νὰ φᾶνε καὶ νὰ κουβεντιάσουν. Ἐπειδή, ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχιζε νὰ τρεμοσβήνῃ ἡ φλόγα καθὼς τὸ λάδι δὲν ἔφτανε, βαθὺ σκοτάδι ὁρμοῦσε γύρα τους καὶ πάνω τους κι ὑποχρεωτικῶς πηγαίνανε γιὰ ὕπνο.
Τὸ φαῒ ἦταν συνήθως κρεμμυδόσουπα, χόρτα ἢ πατάτες μὲ βρεγμένο ψωμὶ ἐνῶ τὸ κρέας σπάνιζε γιατὶ εἴτε ἦταν ἀκριβὸ εἴτε δυσεύρετο, καθὼς εἶχε πέσει ἐπιδημία ποὺ σκόρπισε τὸν θάνατο σ’ ὅλα τὰ ζωντανὰ τῆς περιοχῆς. Στὴν πραγματικότητα οἱ δυὸ γυναῖκες εἶχαν ν’ ἀκούσουν τὴν μυρωδιὰ κρέατος πολλὰ χρόνια. Κατὰ ἕναν περίεργο τρόπο τὰ μόνα τετράποδα ποὺ γλίτωσαν ἦσαν οἱ γάτες. Ἦταν ἐπειδὴ εἶναι ἑφτάψυχες, ὅπως λένε ἢ ἐπειδὴ ἡ ἐπιδημία δὲν τὶς ἐπηρέασε; Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν ἐξιχνιάστηκε ποτέ.
Ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἦταν μεγάλη, καθὼς κι ἡ χρεία, οἱ δυὸ γυναῖκες ἔπρεπε ν’ ἀναζητοῦν τρόπους γιὰ νὰ ζήσουν. Ἡ Μοτσενίγκα, λόγω τῆς «ἀναπηρίας» της δὲν μποροῦσε νὰ ἐργαστῇ πλέον καὶ περιορίστηκε στὴν ἐλεημοσύνη. Συνήθως ἔβγαινε τὸ βράδυ κι ἀφοῦ ἀνηφόριζε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Κ… καθόταν σὲ καμμιὰ γωνία κι ἅπλωνε χέρι. Ὅταν ὅμως διαπίστωσε ὅτι ἐκεῖνες τὶς ὧρες κυκλοφοροῦσε λίγος κόσμος καὶ ἡ χρεία περίσσεψε, χάθηκε ἡ ντροπή της καὶ πήγαινε μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ στηνόταν στὸ ἴδιο σημεῖο προσμένοντας κανένα ὀβολό.
Ἡ Μπουρζέλα, λόγω ἡλικίας κι ἀσυνήθιστων ἀντοχῶν καὶ δυνάμεων, ἔκανε ὅ,τι δουλειὰ ἔβρισκε ἢ τῆς δίνανε: ἀπὸ ἀχθοφόρος, κτίστης καὶ ψαρὰς μέχρι καθαρίστρια κι ὑποζύγιο! Οἱ μέρες τῆς ἀναδουλειᾶς ἦταν, παρὰ τὴν μεγάλη ἀνάγκη γιὰ ἐξασφάλιση τροφῆς, μέρες εὐτυχίας γιὰ τὴν Μπουρζέλα. Ἀφιέρωνε, τότε, ὅλο της τὸ εἶναι στ’ ἀγαπημένα της αἰλουροειδῆ ποὺ ἐπειδὴ γεννοῦσαν συνέχεια εἶχαν κατακλύσει τὸν τόπο. Ὅταν ἔβρεχε ἢ φύσαγε δυνατὰ κάνανε κατάληψη στὶς ἐγκαταλελειμμένες τρῶγλες τῆς Σαμπιοναροῦ, ἐνῶ ὅταν ὁ καιρὸς ἦταν αἴθριος ἁπλώνανε τὶς γοῦνες τους κάτ’ ἀπ’ τὸν ἥλιο καὶ κοιμόντουσαν σχεδὸν ὅλη μέρα.
Τὸ μάτι τὶς συναντοῦσε παντοῦ: Πάνω στὰ τείχη ν’ ἀκροβατοῦν μεταξὺ θάλασσας καὶ στεριᾶς, σ’ ἐσοχὲς καὶ βαθουλώματα τοῦ μισογκρεμισμένου προμαχώνα, στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν, ἢ στὰ σοκάκια νὰ σεργιανοῦν· ἄλλοτε νὰ ἐρωτοτροποῦν, ἄλλοτε νὰ ξεσκίζουν ἡ μία τὴν ἄλλη κι ἄλλοτε νὰ κυνηγιόνται σὰν παιδιὰ ἐν ὥρᾳ σκόλης.
Ἡ Μπουρζέλα ἔφερνε εἰς πέρας τὴν ἀποστολή της -γιατί ἔτσι ἔβλεπε τὴν ἐνασχόλησή της μὲ τὰ γατιά, ὡς μία ἐργασία ἀνατεθεῖσα ἀπὸ μία ἀνώτερη βούληση μὲ σκοπὸ τὴν διάσωση καὶ προστασία ἀνυπεράσπιστων κι ἀνήμπορων πλασμάτων- ἀκολουθῶντας μ’ αὐστηρότητα τὰ ἴδια ἀκριβῶς βήματα: Ἀναζήτηση τροφῆς, συνήθως ἀποφάγια ποὺ μάζευε ἀπὸ κάδους ἀπορριμμάτων στὸ κέντρο τῆς Κ… καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση κάνα πεταμένο ψάρι στὴν ἄκρη τῆς ψαραγορᾶς, τοποθέτηση τῆς τροφῆς καὶ τοῦ νεροῦ σὲ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς συνοικίας πάντα μὲ τὴν ἴδια σειρά, ἐπίβλεψη τῆς βρώσης προκειμένου νὰ βεβαιωθῇ ὅτι φάγανε ὅλες οἱ γάτες ἢ ὅτι δὲν τσακώνονταν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος καὶ τέλος τὸ χάϊδεμά τους (ἂν τὸ ἐπέτρεπαν) γιὰ τὴ σύσφιξη τῶν δεσμῶν.
Οὐδεὶς ἄλλος ἀσχολιόταν μὲ τὰ τετράποδα αὐτά, θέλεις γιατί ὁ καθένας εἶχε τὰ προβλήματά του, θέλεις γιατί τοῦ ἦταν ἀδιάφορες οἱ γάτες καὶ γενικὰ τὰ ζῶα; Τ’ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐπωμιστῇ ἡ Μπουρζέλα ἐξολοκλήρου τὴ φροντίδα ὅλου τοῦ γατίσιου πληθυσμοῦ τῆς περιοχῆς, πράγμα ποὺ τῆς ἔτρωγε πολλὲς ὧρες.
Ὅταν ἐντόπιζε ἄρρωστη γάτα, τὴ μάζευε ὕστερ’ ἀπὸ πολλή προσπάθεια, γιατί ὡς γνωστὸ ἡ γάτα φοβᾶται περσότερο ὅταν δὲν εἶναι καλὰ καὶ δύσκολα παγιδεύεται, καὶ τὴν ἔβαζε σ’ ἕναν χῶρο, γνωστὸς κι ὡς γατώνας, πίσ’ ἀπ’ τὸ κτίσμα ποὺ κατοικοῦσε καὶ δίπλ’ ἀπ’ τὸν ὑπαίθριο ἀπόπατο, εἰδικὰ διαμορφωμένο γιὰ νὰ ὑποδέχεται γάτες. Περιτριγυρισμένος μὲ κοτετσόσυρμα, ἀρκετὰ ψηλὸ γιὰ ν’ ἀποτρέπῃ τὰ ἐπιδέξια ἅλματα καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴ διαφυγή τους, φιλοξενοῦσε συχνὰ πυκνὰ ὄχι μόνον τὶς ἄρρωστες ἀλλὰ καὶ τὶς τραυματισμένες γάτες καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ μωρά τους ποὺ κινδύνευαν νὰ γίνουν βορὰ ἄγριων καὶ συνήθως ἀρσενικῶν γατιῶν ἢ νὰ πολτοποιηθοῦν ἀπὸ τυχὸν διερχόμενα κάρα.
Ἀφοῦ λοιπὸν τελείωνε μὲ τὸ τάισμα καὶ τὸ πότισμα τῶν γατιῶν τῆς περιοχῆς, ἐπισκεπτόταν τὸν γατώνα γιὰ τὸν τακτικὸ ἔλεγχο. Μὲ διάφορα αὐτοσχέδια γιατροσόφια καὶ μαντζούνια πάλευε νὰ συνεφέρῃ τὶς καταβεβλημένες γάτες, ἐνῶ παράλληλα ἔδειχνε ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὰ μωρὰ ποὺ τοποθετοῦσε σ’ ἄλλο περιφραγμένο χῶρο ἐντὸς τοῦ γατώνα μακριὰ ἀπ’ τὶς ἄρρωστες. Αὐτὰ τὰ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὰ τάιζε μὲ μπιμπερὸ κι ὕστερα ἀπολάμβαναν γιὰ ὥρα τὶς στοργικὲς θωπεῖες της καθὼς καὶ τὴ φωνή της ποὺ γινόταν σιγανὴ καὶ γλυκιά, σὰν κελάρυσμα ἀνοιξιάτικου ρυακιοῦ.
Ὑπῆρχαν φορές, ὅμως, ποὺ κάποιες ἄρρωστες γάτες δὲν συνερχόντουσαν καὶ τότε τὶς ἔχωνε μέσα σὲ ξύλινα αὐτοσχέδια κλουβιά, ἀφοῦ πρῶτα τῆς αὐλακώνανε μὲ τὰ φονικά τους νύχια τὰ χέρια τσιρίζοντας -τὰ χέρια της ἦταν γεμάτα μέχρι τὸν ἀγκώνα μὲ οὐλὲς καὶ γρατζουνιές, ἄλλες βαθιὲς κι ἄλλες πιὸ ἐπιπόλαιες. Ὕστερα τὶς φόρτωνε σὲ μία χειράμαξα κι ἀνηφόριζε τὸν δρόμο γιὰ τὴν K… ἀγκομαχῶντας ὄχι τόσο λόγω τοῦ βάρους τῶν γατιῶν ποὺ κουβαλοῦσε ἡ ἅμαξα ὅσο λόγω τοῦ βάρους τῆς ἴδιας της ἅμαξας. Ὅσες γάτες εἶχαν ἀκόμα δυνάμεις οὐρλιάζανε καὶ χτυπιόντουσαν μέσα στὰ κλουβιὰ ἐνῶ οἱ πιὸ ἀδύναμες κουλουριαζόντουσαν σὲ μία γωνιὰ καὶ ὑπομένανε τὴ μοίρα τους ἢ περιμένανε τὸν θάνατο.
Τότε ἔβρισκαν τὴν ἀφορμὴ νὰ βγοῦν στὰ παραθύρια ὁρισμένες γυναῖκες (κυρίως οἱ κωλιάδες ποὺ δούλευαν στὰ διαφθορεῖα δεξιὰ τοῦ ἀνηφορικοῦ δρόμου καὶ λίγο πιὸ πάν’ ἀπ’ τὴ Σαμπιοναρού) γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τ’ ἀξιοθρήνητο θέαμα καὶ νὰ χασκογελάσουν ἢ νὰ φωνάξουν κοροϊδευτικά. «Περνάει ἡ γατοῦ . . . . περνάει ἡ γατοῦ . . . . κάντε τόπο!». Ἀκουγοντάς τες ἄφηνε τὶς λαβὲς τῆς χειράμαξας κάτω κι ἀπαντοῦσε μ’ ἄσεμνες χειρονομίες. Αὐτὸ περιμένανε κι οἱ κωλιάδες γιὰ νὰ ξεκινήσουν ξανὰ τὰ γέλια καὶ τὶς κοροϊδίες μὲ μεγαλύτερη ζέση, κάνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν χάζι.
Μέσα σ’ ἔντονες διαμαρτυρίες ἐκ μέρους τῶν γατιῶν φτάνανε στὸ κτηνιατρεῖο τοῦ Σαλιχότρα ὅπου μένανε γιὰ ἀρκετὲς ὧρες, εἴτε γιατί προηγοῦνταν ἄλλοι ἰδιοκτῆτες κατοικίδιων εἴτε γιατί οἱ γάτες ποὺ ἔφερνε γιὰ ἐξέταση ἦσαν μπόλικες.
Ἡ Μπουρζέλα πίστευε γιὰ τοὺς κτηνιάτρους ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι ἀποτυχημένοι ποὺ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ σπουδάσουν τὴν κλασσικὴ ἰατρικὴ ἀποφάσισαν ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴ θεραπεία καὶ τὴν ἰατρικὴ φροντίδα τῶν ζώων! Κι ἐπειδὴ οὐκ ὀλίγες φορὲς εἶχαν πεθάνει γάτες της στὰ χέρια τοῦ Σαλιχότρα, ἡ Μπουρζέλα σὲ κατάσταση ἀλλοφροσύνης τοῦ ἔκανε ἐπίθεση καὶ τοῦ ἔδειχνε τὰ δικά της νύχια, χωρὶς νὰ λαμβάνῃ κὰν ὑπ’ ὄψιν της ὅτι θυμόταν τὸν Σαλιχότρα μόνον ὅταν οἱ ἄρρωστες γάτες φτάνανε στὸ νῦν καὶ ἀεὶ κι ἦσαν ἕτοιμες νὰ διαβοῦν τὶς πύλες τοῦ κάτω κόσμου.
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τὸ χειραμάξι ἦταν κατά τι ἐλαφρύτερο καθὼς σχεδὸν πάντα ἔφερνε πίσω ἄδεια τὰ ξύλινα κλουβιά! Κι ἡ πλημμύρα τῶν δακρύων της ἀνακούφιζε κάπως τὴν βαρυπενθῆ καρδιά της καὶ τῆς ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν κάνῃ νὰ λησμονήσῃ τὴ δυστυχία της.
Παρόμοια πλημμύρα δακρύων πληροῦσε τὰ μάτια της ὅταν κάποια γάτα πέθαινε στὰ χέρια της πρὶν προλάβῃ νὰ τὴν πάῃ στὸν Σαλιχότρα ἢ ὅταν ἔβρισκε τὸ κουφάρι κάποιου δύσμοιρου πλάσματος πεταμένο σὲ καμμιὰ γωνία ἢ παρατημένο στὴ μέση τοῦ δρόμου ἀπ’ τὴν ἀδιαφορία τῶν κατοίκων. Τότε ἀνέβαινε τὸν γήλοφο στὸ τέλος τοῦ ἀνατολικοῦ δρόμου κι ἐκεῖ ἀναλάμβανε τὸ θλιβερὸ καθῆκον τῆς ταφῆς τοῦ ζώου μέσα σὲ μία πένθιμη διάθεση.
Ἔσκαβε μὲ τὸ φτυάρι ἕνα μικρὸ λάκκο κι ἀφοῦ ἐναπόθετε μ’ ἀργὲς κι εὐλαβικὲς κινήσεις τὸ νεκρὸ τετράποδο ἔκλεινε τὸν λάκκο, στεκόταν γιὰ λίγο ἀπὸ πάνω ἀπ’ τὴν τελευταία κατοικία τοῦ ζώου μὲ κλιτότητα κι ἔχοντας σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ τὰ μάτια κλειστὰ κάτι ψιθύριζε. Ὕστερα, μ’ ἀργὰ βήματα, βαριὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν γήλοφο περνῶντας μπροστὰ ἀπὸ μία ξύλινη ἐπιγραφή, ποὺ εἶχε ἡ ἴδια τοποθετήσει στὴν ἀρχὴ τοῦ νεκροταφείου γιὰ νὰ δηλώσῃ τὴν ὕπαρξή του σ’ ὅποιον περνοῦσ’ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ ἐπιγραφή, μὲ μεγάλα καθαρὰ γράμματα, ἔλεγε: ΜΙΑ ΖΩΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΥΦΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΒΡΗΚΑ ΜΙΑ!
Οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι τῆς Σαμπιοναροῦ, βλέποντας ὅλ’ αὐτὰ τὰ καμώματα τῆς Μπουρζέλα, ὄχι μόνον δὲν ἔδειχναν κατανόηση ἀλλὰ διασκέδαζαν ἀφάνταστα καὶ συνάμα τοὺς ἦταν δύσκολο νὰ μὴν ξεστομίσουν ἀκόμα καὶ τοὺς γελοιωδέστερους ψιθύρους εἰς βάρος της. Μὰ ἡ Μπουρζέλα εἶχε δείξει ἀπὸ νωρὶς τὶς διαθέσεις της ἀπέναντι σ’ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ἀδιάφοροι κι ἀνάλγητοι μπροστὰ στὴν δυστυχία ἀδύναμων πλασμάτων. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ μπροστὰ στὰ εἰρωνικά τους σχόλια τὰ μάτια της παίρνανε τὴν ἀγριάδα λυσσασμένου θηρίου κι ὅλη ἡ μορφή της γινόταν λὲς καὶ τὴν εἶχαν ἀδράξει δαίμονες. Καὶ θὰ ξέσκιζε τὶς σάρκες ὅλων αὐτῶν ἂν δὲν τὴν κράταγαν τουλάχιστον πέντε μαζὶ κάθε φορά!
Ἡ Μπoυρζέλα ἔνιωθε ἀλλιῶς γιὰ τ’ ἀγαπημένα της τετράποδα κι αὐτὸ τὴν διαφοροποιοῦσε ἀπ’ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους. Ἔτσι μπαϊλντισμένη ἀπ’ τὴν κτηνωδία τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους γνώριζε καλὰ γιατί ζοῦσε μέσα στοὺς ἀνθρώπους, τῆς ἐρχόταν πάντα στὸν νοῦ ἐκεῖνο τὸ δίστιχο, τὸ διδαγμένο ἀπ’ τὴν ἴδια τὴν ἀρνητικὴ πείρα τῶν συναναστροφῶν
Φίλο δὲν ἔκανα ποτέ, νὰ μὴν γενῇ ἐχθρός μου,
γι’ αὐτὸ ἀποφάσισα κι ἐγὼ νὰ ζήσω μοναχός μου
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἀπογοητευόταν ἀπ’ τὰ δίποδα, ἐπαληθευόταν μέσα της, πρὸς μεγάλη της λύπη, τὸ παραπάνω δίστιχο κι ἔστρεφε τὴν προσοχή της στὰ τετράποδα στὰ ὁποῖα ἔδινε ὅλη της τὴν ἀγάπη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δώσῃ ἀλλοῦ. Κι ὅσο πιὸ πολὺ συναναστρεφόταν μὲ τὰ ζῶα τόσο περσότερο ἐμπέδωνε μέσα της τὴν ἄποψη ὅτι τελικῶς μόνον τὰ ζῶα ἀξίζουν ἀγάπη λόγω ἀνημποριᾶς κι ἀδυναμίας καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα λόγω τῆς ἄνευ ὅρων ἀνταπόδοσης αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἀπὸ μέρους τους.
Μὰ παράλληλα μὲ τὰ ὄμορφα συναισθήματα ποὺ τὴν γέμιζε ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς βωβοὺς φίλους της κι ἡ φροντίδα τους, κατακλυζόταν ἡ ἴδια ἀπὸ μία ὑπερένταση προκύπτουσα ἀπ’ μία ἐ μ μ ο ν ι κ ὴ ἔγνοια της νὰ θέλῃ νὰ σώσῃ, πάση θυσία, κάθε ταλαίπωρη γάτα ποὺ τύχαινε στὸν δρόμο της. Ἡ ὑπερβολικὴ προσοχὴ καὶ μέριμνα κι οἱ ἄγρυπνες νύχτες ποὺ ἀφιέρωνε γιὰ τὴν ἴασή τους καὶ τὴν προστασία τους τὴν κατέβαλλε καὶ τῆς ἐνίσχυε ἀκόμα περσότερο αὐτη της τὴν ὑπερένταση ποὺ θεραπευόταν προσωρινὰ μόνον μὲ τὴν μηχανικὴ κι ἰ ε ρ ο τ ε λ ε σ τ ι κ ὴ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων κινήσεων γιὰ τὴν παροχὴ αὐτῆς τῆς ἄνευ ὁρίων φροντίδας.
«Κατανόηση» θάβρισκε μόνον ἀπ’ τὴν μητριά της ποὺ στὸ βάθος ἁπλῶς ἀνεχόταν τὶς παραξενιὲς τῆς Μπουρζέλα. Καὶ λέω «ἀνεχόταν» γιατί δὲν εἶχε τὴν ψυχικὴ δύναμη νὰ ὑπερβῇ τὸ στάδιο τῆς ἀνοχῆς καὶ νὰ περάσῃ στὴν ἔμπρακτη δράση προκειμένου νὰ δώσῃ τὴν δέουσα προσοχὴ στὰ ζῶα. Οἱ ἀντοχές της δὲν περίσσευαν πλέον μετ’ ἀπ’ ὅσα εἶχε τραβήξει κι ἐπιπλέον ἡ «ἀναπηρία» της δὲν τῆς ἐπέτρεπε πολλά-πολλά.
Γνωρίζοντας, ὅμως, ὅτι ἡ Μπουρζέλα γινόταν δύσθυμη καὶ στρυφνὴ ὅταν οἱ γάτες παραμελοῦνταν, κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες νὰ τὴν ἱκανοποιῇ ὅπως μποροῦσε. Ἡ τσακισμένη της καρδιὰ δὲν τῆς ἐπέτρεπε ν’ ἀντιδρᾷ καὶ ν’ ἀντιλέγῇ. Κι ὅταν ἡ θετή της κόρη τῆς ἔδινε συγκεκριμένες ἐντολὲς γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ περιποιηθῇ τὰ τετράποδα τοῦ γατώνα ὅταν θὰ ἔλειπε γιὰ δουλειά, αὐτὴ βλέποντας τὴν αὐστηρότητα στὴν μορφή της καὶ τὸ ἐπιτακτικὸ πνεῦμα της, ἀπὸ φόβο ὑποτασσόταν στὸ θέλημά της, σὰν πιστὸ μηρυκαστικό, κ’ ἔσπευδε ν’ ἀσχοληθῇ μὲ τὶς γάτες.
Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ ἔφτανε σ’ ἕνα ὅριο καὶ ἀπαύδηζε καὶ βλαστημοῦσε κι ὕστερα χωρὶς τύψεις δοκίμαζε στὰ μεριὰ τῶν γατιῶν, εἴτε ἦταν ἄρρωστα καὶ χτυπημένα εἴτε μωρά, τὴν εὐλυγισία τῆς βέργας. Καὶ τότε, ἀκούγοντας τὸν σαματὰ ποὺ γινόταν στὸν γατώνα, βγαίνανε στὰ παράθυρα οἱ γειτόνισσες ἀπ’ τὰ διπλανὰ κι ἀπέναντι κτίσματα καὶ μίλαγαν δυνατὰ μὲ μία φωνὴ ὅμοια μ’ αὐτὴ ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι ὅταν χαίρονται μπροστὰ στὸν πόνο τοῦ ἄλλου: «Βάρα τες, πιὸ δυνατά . . . . ἔτσι, γιὰ νὰ μάθῃ ἡ γατοῦ!». Καὶ τότε ἔνοιωθε ὅτι εἶχε τὴν συναίνεση τῆς κοινωνίας καὶ μὲ μεγαλύτερο θάρρος χτύπαγε τὴ βίτσα ἀκόμα πιὸ δυνατὰ πάνω στὰ τετράποδα ποὺ δὲν εἶχαν ποῦ νὰ κρυφτοῦν καὶ ποῦ νὰ πᾶνε γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπ’ τὴ μανία της. Καὶ μὲς στὰ μάτια της ἄστραφτε ἕνα κάποιο τί ποὺ σ’ ἔκανε νὰ στοχασθῇς ὅτι ἡ τρελλὰ ἢ εἶναι λίγο ποὺ τὴν ἄφησε ἢ κοντεύει νὰ τὴν τρικυμίσῃ.
Ἄλλες στιγμὲς πάλι ὅταν δὲν τὴν κυρίευαν οἱ ἐλεγειακὲς ἀναμνήσεις τῆς περασμένης ζωῆς της γιὰ νὰ τῆς διασκορπίσουν τὸν νοῦ, καθόταν στὸ παράθυρο μὲ θέα τὸν ὠκεανὸ κι ἐκεῖ προσήλωνε τὰ μάτια της στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, ὡς ἄνθρωπος οὐδόλως ἐννοῶν τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Μ’ ἀκόμα καὶ τότε ἡ ἐνατένιση αὐτὴ δὲν ἦταν τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕνα μηχανικὸ σεργιάνι τῶν ματιῶν πάνω στὸν ὠκεανό, σὰν νὰ ἦταν βυθισμένη σὲ σκέψεις κι ὄχι στὴ μαγεία τοῦ ὑδάτινου τοπίου.
Μόνον οἱ γάτες τοῦ σπιτιοῦ, ὅσες δηλαδὴ εἶχαν πάρει προαγωγὴ ἀπ’ τὴν Μπουρζέλα, μποροῦσαν ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς νὰ διακόψουν τὸ ρεῦμα τῶν σκέψεών της καὶ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχή της πάνω τους. Ξέχασα ν’ ἀναφέρω ὅτι οἱ γάτες μὲ προαγωγὴ ἦσαν ὅσες βρισκόντουσαν κοντὰ στὴν ἴαση καὶ πρὶν βγοῦν στὸν δρόμο ἡ Μπουρζέλα τὶς ἔφερνε ἀπ’ τὸν γατώνα πάνω στὸ δωμάτιο μέχρι ν’ ἀποθεραπευθοῦν τελείως. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνῆκαν καὶ τὰ μωρὰ ποὺ μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα προσαρμογῆς στὸν κλειστὸ χῶρο τοῦ γατώνα, τὰ ἔφερνε στὸ δωμάτιο καὶ τὰ χουχούλιαζε μέσα στὴ ζέστη, μακριὰ ἀπ’ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, μέχρι νὰ μεγαλώσουν λίγο προτοῦ τ’ ἀπολύσῃ.
Αὐτὲς οἱ γάτες ζητοῦσαν τὸ χάδι τῆς Μοτσενίγκα ποὺ τοὺς τὸ προσέφερε προθύμως γιατὶ εἶχε διαπιστώσει ὅτι ἡ παρουσία τῶν γατιῶν μέσα στὸ δωμάτιο τὴν κατεύναζε καὶ τῆς ἀναχαίτιζε τὴν μελαγχολία καὶ τὸ πένθος τῆς καρδιᾶς της. Κι ἔβλεπες τὶς γάτες νὰ πηγαινοέρχονται γύρω της κι ἄλλες ξαπλωμένες ἀνάσκελα μὲ τὰ τέσσερα πόδια μαζεμένα καὶ τὴν οὐρὰ ἁπλωμένη νὰ ζητᾶνε καμιὰ θωπεία κι ὕστερα νὰ στρίβουν τεμπέλικα τὸ κορμί τους γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν ἴδια θωπεία καὶ στὴν ράχη τους, ἐνῶ ἄλλες τριβόντουσαν πάνω στὰ πόδια της καὶ τ’ ἁπλωμένα χέρια της. Τότε ἦταν ποὺ τὰ μάτια της ἔπαυαν ν’ ἀντανακλοῦν τὴ μελανὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της κι ἔλαμπαν κομμάτι ἀπ’ ἀνακούφιση.
Αὐτὴ τὴν διφορούμενη στάση της ἀπέναντι στὶς γάτες τῆς Μπουρζέλα τὴν εἶχε παρατηρήσει ὁ Κουμκαπός. Ὁ Κουμκαπὸς ἦταν γνωστὸς τῆς Μοτσενίγκα ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Σαμπιοναρού. Τὸ παρελθόν του ἦταν τὸ ἴδιο ἄθλιο μ’ αὐτὸ τῆς Μοτσενίγκα ἄλλα γι’ ἄλλους λόγους. Ὁ Κουμκαπὸς ὑπῆρξε σεσημασμένος διαρρήκτης καὶ μπαινόβγαινε στὶς φυλακὲς μὲ τὴν ἴδια εὐκολία καὶ τὴν ἴδια συχνότητα ποὺ μπαινοβγαίνουν τὰ καλοσυντηρημένα ἔμβολα στοὺς κυλίνδρους ἑνὸς κινητήρα!
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔφτασε στὴν Κ… ὁρκιζόταν ν’ ἀλλάξῃ ζωή, νὰ γίνῃ σωστὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος στὴν κοινωνία, ἀλλὰ πάντα μετακυλοῦσε στὶς παλιές του προσφιλεῖς συνήθειες. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τώρα ἀνακατευόταν σὲ μικροαπατεωνιὲς ποὺ λίγο πολὺ τὶς ἤξεραν ὅλοι, ἀλλὰ κάνανε τὰ στραβὰ μάτια ἀφενὸς γιατὶ ἦσαν ἀνώδυνες κι ἀφετέρου γιατὶ τοῦ ἐξασφάλιζαν τὴν ἐπιβίωση.
Ἕνα ἀπόγευμα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ Μπουρζέλα εἶχε βγῆ γιὰ νὰ ταΐσῃ τὶς γάτες, μπῆκε κρυφὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν δῇ -ἡ Μπουρζέλα δὲν ἤθελε τὶς ἐπισκέψεις του λόγω τοῦ πρότερου ἄτιμου βίου του- στὸ σπίτι τῆς Μοτσενίγκα ἡ ὁποία, εἰδοποιημένη ἀπ’ αὐτὸν ὅτι τὴν ἤθελε κάτι σημαντικό, τὸν περίμενε. Συνήθως οἱ ἐπισκέψεις του εἶχαν ψυχαγωγικὸ χαραχτήρα. Ὁ Κουμκαπός, ὡς ἄνθρωπος ἀνέμελος κι ἀπαθής, ἦταν σχεδὸν πάντα σ’ εὔθυμη διάθεση πράγμα ποὺ ἔφτειαχνε τὸ κέφι τῆς Μοτσενίγκα τόσο, ποὺ ὅταν τελείωνε τὴν ἐπίσκεψή του κι ἔφευγε, ἡ Μοτσενίγκα ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος.
Αὐτὴ ὅμως τὴν φορὰ δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὴν διασκεδάσῃ ἀλλὰ γιὰ νὰ τολμήσῃ νὰ τῆς προτείνῃ κάτι ποὺ θὰ γέμιζε τόσο τὴν κοιλιά τους ὅσο καὶ τὴν τσέπη τους. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο οἱ ἄνθρωποι διήγαγαν συχνὰ περιόδους πείνας, ἀρρώστιας καὶ κακουχίας, ἰδιαίτερα τὰ φτωχὰ στρώματα. Δὲν ἦταν τυχαῖο, λοιπόν, ὅτι ὁ Κουμκάπος τὴν ἐπισκέφθηκε σὲ μία τέτοια περίοδο.
Ὁ Κουμκάπος εἶχε ἕνα πλεονέκτημα: Γνώριζε καλὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τὰ κίνητρα τῶν ἀνθρώπινων πράξεων καὶ πῶς αὐτὰ μποροῦν ν’ ἀλλάξουν. Ἔχοντας πρὸ πολλοῦ κάνει τὴ φυσιογνωμικὴ τῆς Μοτσενίγκα, ἦταν σὲ θέση νὰ τὴν πείσῃ νὰ γίνῃ συνεργὸς στὸ σχέδιό του. Κι αὐτὸ δὲν θαταν καὶ πολὺ δύσκολο νὰ τὸ πετύχῃ καθὼς καὶ τῶν δυὸ τὰ σωθικὰ τὰ τραβούσανε ἡ ψευτιά, τὸ μίσος κι ἡ ραδιουργία.
Οἱ μέρες κυλοῦσαν στὴ Σαμπιοναροὺ ὅπως πάντα. Ἔμπαινε ὁ χειμώνας κι οἱ νοικοκυρὲς ἑτοίμαζαν τὸ σπιτικό τους κάνοντας τὶς ἀπαραίτητες ἀλλαγὲς γιὰ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν. Οἱ ἄντρες ἔριχναν χαλίκι στὰ χωμάτινα σοκάκια γιὰ νὰ μὴν γίνουν βάλτος ὅταν θὰ ξεκίναγαν οἱ βροχές. Ἡ Μπουρζέλα ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὴν κατασκευὴ καὶ τὸ στήσιμο μικρῶν χάρτινων ἢ ξύλινων γατόσπιτων ποὺ τὰ τοποθετοῦσε μέσα στὶς ἐγκαταλελειμμένες τρῶγλες τῆς συνοικίας. Ὁ ἀέρας ποὺ φυσοῦσε στὴν περιοχὴ τοὺς χειμωνιάτικους μῆνες ἦταν δυνατὸς καὶ περόνιαζε ὅποιoν βρισκόταν στὸ διάβα του. Ἡ μόνη σωτηρία τῶν γατιῶν ἦταν αὐτὲς οἱ τρῶγλες καὶ τὰ αὐτοσχέδια σπιτάκια ποὺ κατασκεύαζε ἡ Μπουρζέλα.
Ἕνα ἀπόγευμα ποὺ ἔπαιζε μὲ κάτι μωρὰ στὸ δωμάτιο, μετ’ ἀπ’ τὴν τοποθέτηση ἑνὸς πανιοῦ πάν’ ἀπ’ τὸν γατώνα γιὰ νὰ τὸν προστατέψῃ ἀπ’ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, ἄκουσε βήματα νὰ ἀνεβαίνουν τὴν μεταλλικὴ σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν εἴσοδο. Τὰ βήματα ἦταν βαριὰ κι ἀργὰ σὰν νὰ τὰ ἔκανε κάποιος ποὺ κουβαλοῦσε βάρος. Παρέμεινε στὴ θέση της δίπλα στὸ τζάκι μαζὶ μὲ τὰ μωρὰ καὶ κοιτοῦσε τὴν πόρτα χαϊδεύοντάς τα. Ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα ἐμφανίστηκε ὁ Κουμκαπὸς ποὺ κράταγε ἕνα μεγάλο τσίγκινο πανέρι κι ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε ἡ μητριά της.
Ἡ Μπουρζέλα δὲν εἶδε μὲ καλὸ μάτι τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀπατεωνίσκου. Ἤξερε τί κουμάσι ἤτανε καὶ δὲν ἔκανε κὰν τὸν κόπο νὰ σηκωθῇ νὰ τὸν βοηθήσῃ. Συνέχιζε νὰ χαϊδεύῃ τὰ μωρουδέλια καὶ νὰ παίζῃ μαζί τους χωρὶς νὰ δώσῃ σημασία οὔτε στὴν μητριά της οὔτε σ’ αὐτόν.
«Ἀπὸ ἐδῶ, φέρτα στὴν κουζίνα καὶ βάλτα πάνω στὸν νεροχύτη», εἶπε ἡ Μοτσενίγκα περνῶντας δίπλα ἀπ’ τὴν Μπουρζέλα βιαστικά, τρομάζοντας τὰ μωρουδέλια ποὺ σκόρπισαν στὴν ἀπέναντι γωνιά. Ἡ Μπουρζέλα κατέβασε μοῦτρα.
— Μὲ θέλεις κάτι ἄλλο Μοτσενίγκα; τὴν ρώτησε ὁ Κουμκαπὸς δείχνοντας τὴν ἀναστάτωσή του καὶ τὴν βιασύνη του νὰ φύγῃ ὅταν εἶδε τὴν Μπουρζέλα. Αὐτὸ δὲν ἔκανε ἐντύπωση στὴν Μπουρζέλα γιατί γνώριζε τὴν ἄποψή της γιὰ τὴν ἀφεντιά του καὶ τὰ κατορθώματά του καὶ ἡ ἀντίδρασή του ἦταν ἀναμενόμενη. Ὅταν ὅμως μία παχιὰ γάτα, ἀρσενικιὰ καὶ μεγαλόσωμη, μία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ εἶχαν πάρει προαγωγή, τὸν πλησίασε ἴσως γιὰ νὰ τριφτῇ στὰ πόδια του, αὐτὸς τὴν κοίταξε σχεδὸν ἔντρομος κι ἔκανε μεταβολὴ γιὰ νὰ φύγῃ.
— Ὄχι, τίποτα ἄλλο . . . . σ’ εὐχαριστῶ, τοῦ ἀπάντησε χωρὶς νὰ γυρίσῃ πρὸς τὸ μέρος του, ἀπασχολημένη ὅπως ἦταν μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς λεκάνης.
Πρὶν προλάβῃ, ὅμως, ν’ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, ἡ γάτα τὸν πλησίασε κι ἄλλο καὶ ἁπλώνοντας μὲ ταχύτητα τὸ μπροστινὸ δεξί της πόδι προσπάθησε νὰ τὸν γρατζουνίσῃ, ἐπαναλαμβάνοντας ἀστραπιαία τὴν ἴδια κίνηση ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς παύση. Ὁ Κουμκαπὸς βγῆκε βιαστικὰ κι ἔκλεισε τὴν πόρτα πρὶν προλάβῃ ἡ γάτα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. «Καλὰ νὰ πάθῃς, βλάκα», εἶπε σιγανὰ ἡ Μπουρζέλα ποὺ τῆς φάνηκε περίεργη ἡ συμπεριφορὰ τῆς συγκεκριμένης γάτας, γιατί ἦταν ἀπ’ τὶς πιὸ ἥσυχες καὶ δὲν εἶχε δώσει ποτὲ τέτοια δικαιώματα, τουλάχιστον ὅσο καιρὸ τὴν ἤξερε.
— Τί σοῦ ἔφερε ὁ ἀλήτης; Χωρὶς νὰ σηκωθῇ κοίταζε πρὸς τὸ μέρος τῆς μητριᾶς της μὲ περιέργεια, ἐνῶ οἱ γάτες ξαναμαζεύτηκαν κοντά της. Ἡ μητριὰ ἔβαλε τὸ χέρι στὴ λεκάνη κι ἔβγαλε ἕνα μεγάλο κομμάτι κρέας, φρεσκοπλυμένο κι ἕτοιμο γιὰ βράσιμο, καὶ κοίταξε πρὸς τὸ μέρος της μὲ τὸ στόμα μισάνοιχτο ἕτοιμο νὰ χαμογελάσῃ, φανερώνοντας τὰ κάτω δόντια τὰ μπροστινά, τὰ μικρὰ καὶ τὰ σάπια, ποὺ ἔσμιγαν μὲ τὰ πάνω, τὰ λευκότατα καὶ μακριά.
Ἡ Μπουρζέλα τινάχτηκε ἀπότομα ἀπ’ τὴν θέση της ἀφήνοντας τὰ μωρουδέλια νὰ πέσουν χάμω καὶ ν’ ἀπομακρυνθοῦν ξανὰ φοβισμένα.
— Δὲν εἶναι δυνατόν! Κρέας! Ποῦ τὸ βρῆκε αὐτὸς ὁ ἄχρηστος; Ἔχουμε νὰ δοῦμε κρέας χρόνια καὶ κανεὶς ἐδῶ στὴ συνοικία δὲν τρώει πιὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἔπεσε θανατικὸ κι ἄφησε ξερὰ ὅλα τὰ ζωντανά.
— Μὴν μιλᾷς ἔτσι γιὰ τὸν σωτήρα μας Μπουρζέλα! Ἔχει πιάσει δουλειὰ στὸ πανδοχεῖο τῆς πόλης κι ἐκεῖ στὴν ταβέρνα στὸ τέλος τῆς μέρας, ἅμα περισσέψῃ κρέας, τοῦ τὸ δίνουν γιατὶ τοὺς κλάφτηκε ὅτι ἐδῶ κάτω ἔχει πέσει πολὺ πείνα· κι αὐτοὶ ὅπως φαίνεται ἔδειξαν εὐσπλαχνία!
— Αὐτὴ ἡ κοπρὰ νὰ δουλέψῃ; Ἀδύνατον! Πλησίασε τὴν μητριά της, ἔπιασε τὸ κομμάτι κρέας καὶ τὸ περιεργάστηκε μὲ τὴν ἁφὴ καὶ τὴν ὅραση γιὰ ὥρα σὰν νὰ τὸ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της. Τὸ μύρισε, τὸ ἀπομάκρυνε ἀπ’ τὸ πρόσωπό της, τὸ κοίταξε ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, τὸ ξαναμύρισε καὶ τέλος τὸ ἔβαλε στὸ πανέρι ὅπου ἦταν ἁπλωμένα μὲ τάξη καμπόσα κομμάτια ἀκόμα.
— Ἐπιτέλους θὰ φᾶμε κρέας. Γιὰ λίγες μέρες θὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς σὰν βασιλιάδες!
— Ναί, ἔχεις δίκιο! Τὴν κοίταξε ἡ Μπουρζέλα μ’ ἀπορία συνεχίζοντας νὰ μὴν πιστεύῃ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Ὅμως, ἡ λαχτάρα της νὰ φάῃ κρέας κι ἐπιτέλους νὰ χορτάσῃ κι ἡ ἴδια τὴν πείνα της, τὴν ἔκανε νὰ σταματήσῃ ν’ ἀναρωτιέται περὶ τῆς ἐντιμότητας καὶ τῆς ἐργατικότητας τοῦ Κουμκαποῦ καὶ περὶ τῆς προέλευσης τοῦ ἴδιου του κρέατος καὶ τὴν ἀπέτρεψε ἀπ’ τὸ νὰ ἀναζητήσῃ τὴν μ α κ ά β ρ ι α ἀλήθεια, ποὺ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση θ’ ἀναζητοῦσε. Τὴν ἴδια ἀδιαφορία ἔδειξε καὶ γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τῆς παχιᾶς ἀρσενικῆς γάτας ποὺ ὅταν μύρισε τὸ κρέας καὶ τὸ εἶδε νὰ βγαίνῃ ἀπ’ τὸ πανέρι, κύρτωσε τὴν ράχη της καὶ μ’ ἀνασηκωμένες τὶς τρίχες κουνοῦσε τὴν οὐρὰ πέρα δῶθε σὰν μαστίγιο βγάζοντας ἕναν συριγμό.
Μὰ ἡ γάτα συνέχιζε ν’ ἀντιδρᾷ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κάθε φόρα ποὺ ἔμπαινε τὸ κρέας τοῦ Κουμκαποῦ στὸ σπίτι τῆς Μοτσενίγκα. Μία ἀντίδραση ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβῃς ἂν ἦταν φόβος ἢ θυμὸς γιὰ κάτι. Καὶ πάντα ὕστερα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὀξύθυμη συμπεριφορά της, ἡ γάτα πήγαινε καὶ κρυβόταν κάτ’ ἀπ’ τὸ κρεβάτι τῆς Μπουρζέλα, ἀλλὰ ὄχι τῆς Μοτσενίγκα!
Πάντως ἡ ἀντίδραση τοῦ Κουμκαποῦ, ὅταν ἔμπαινε στὸ σπίτι μὲ τὴν λεκάνη κι ἔβλεπε τὴν γάτα, ἦταν εὐκόλως ἐξηγήσιμη· δήλωνε ἀγωνία μὴν τυχὸν καὶ τοῦ ἐπιτεθεῖ ἡ γάτα. Ἢ τουλάχιστον ἔτσι φαινόταν. Ἡ Μπουρζέλα, ὅμως, σύντομα ἔκανε ἄλλη ἐκτίμηση· στοχαζόταν ὅτι γιὰ κάποιο ἄλλο λόγο ἔνιωθε ἄσχημα ὁ Κουμκαπὸς ὅταν ἔβλεπε γάτα μπροστά του κι αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ θέλῃ νὰ τὴν ἀποφεύγῃ. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ δώσῃ μία ἐξήγηση γιαυτό . . . .
Γι’ ἀρκετὸ καιρὸ συνέχιζαν τὰ κρέατα τοῦ Κουμκαποῦ νὰ μπαίνουν στὸ σπίτι τῆς μητριᾶς καὶ νὰ λαδώνουν τὰ ἔντερα τῶν δυὸ γυναικών. Τὴν μέρα ποὺ ἡ Μπουρζέλα ἦταν ν’ ἀπολύσῃ ἔξω τὴν παχιὰ μεγάλη γάτα, γιατί εἶχε πιὰ γίνει καλὰ καὶ ἡ διάθεσή της εἶχε καλυτερέψει, ξαφνικὰ ἀρρώστησε ξανὰ καὶ μέσα σὲ λίγες ὧρες πέθανε!
Θρῆνος καὶ πένθος ἔπεσε στὸ σπίτι καὶ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ συνεφέρῃ τὴν Μπουρζέλα, οὔτε κὰν ἡ μυρωδιὰ τοῦ φρέσκου κρέατος! «Τουλάχιστον μᾶς ἀπάλλαξε ἀπ’ τὰ ἐνοχλητικὰ τσιριχτά της», σκέφτηκε ἡ μητριὰ ἀνακουφισμένη ποὺ τώρα θ’ ἀπολάμβανε τὸ κρέας της χωρὶς νὰ πρέπῃ ν’ ἀνέχεται τὰ καπρίτσια καὶ τὶς γκρίνιες αὐτοῦ τοῦ γάτου.
Μὲ βαριὰ καρδιὰ τράβηξε κατὰ τὸν γήλοφο κρατῶντας φασκιωμένο τὸν παχύ, μεγάλο γάτο καὶ λίγο πρὶν ἀνηφορίσῃ κοντοστάθηκε κι ἀναστέναξε δίνοντας ἔτσι ἐλευθερία στοὺς χειμάρρους τῶν δακρύων της.
Λίγες στιγμὲς μετὰ ἀκούστηκε ἀπ’ τὴν κορφὴ τοῦ γήλοφου μία δυνατὴ καὶ μακρόσυρτη κραυγὴ σὰν αὐτὴ ποὺ βγάζουν οἱ ἄνθρωποι ὅταν βρίσκονται μπροστὰ σὲ θέαμα ἀπαίσιο κι ἀποκρουστικό. Οἱ κάτοικοι ἦσαν συνηθισμένοι στοὺς ὀλολυγμοὺς ποὺ ἔβγαζε ἡ Μπουρζέλα ὅταν συνόδευε μία γάτα στὸ στόμα τοῦ Ἅδη, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν θύμιζε ὀλολυγμό. Κάποιοι ἔτρεξαν κατὰ τὸν γήλοφο γιὰ νὰ δοῦν τί συνέβη.
Κι ἀντίκρισαν τὴν Μπουρζέλα πεσμένη στὰ γόνατα μὲ τὰ χέρια στὸ πρόσωπο νὰ κλαίῃ καὶ μπροστά της ὅλο τὸ νεκροταφεῖο σκαμμένο καὶ τὰ κουφάρια τῶν γατιῶν, τουλάχιστον αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχα ἀποσυντεθεῖ, παρμένα! Μία ἀναγούλα ἦρθε σ’ ὅλους ἀπ’ τὴν βρῶμα τῶν ἀφημένων στὸν ἥλιο καὶ τὸν ἀέρα ζωικῶν κουφαριῶν. Ἡ Μπουρζέλα τότε σηκώθηκε γοργὰ καὶ κοίταξε μὲ θυμὸ ἕνα γύρο τοὺς γείτονες ποὺ τὴν εἶχαν περικυκλώσει· καὶ τὸ πρόσωπό της εἶχε γίνει σὰν προσωπίδα γύψινη ποὺ χύνουν οἱ ζωγράφοι στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν. Ὅλοι τὴν πῆραν ἀπὸ φόβο καὶ ἔκαναν ἕνα-δυὸ βήματα πίσω ἀφήνοντάς της χῶρο νὰ τρέξῃ καὶ νὰ φύγῃ.
Τίποτα πιὰ δὲν θὰ ἐρέθιζε ξανὰ τοὺς δακρυγόνους ἀδένες της, μόνο ἀπόλυτη σιχασιὰ θὰ ἔνιωθε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Κι ἀργότερα, ὅταν ἐπικράτησε ξανὰ ἠρεμία στὴν Σαμπιοναρού, ὕστερ’ ἀπ’ τὰ τελευταία γεγονότα, ἀνέβηκε στὸν λόφο νὰ θάψῃ τὴν μεγάλη, παχιὰ γάτα ποὺ εἶχε ἀφήσει ἐκεῖ ἄθαφτη ἀπὸ πρὶν καὶ νὰ βάλῃ μία τάξη στὸ νεκροταφεῖο κλείνοντας μέσα στὴ γῆ τ’ ἀποσυντεθειμένα κουφάρια. «Ἐσένα δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ σὲ πάρουν ὅπως τὶς ἄλλες», εἶπε ἀποφασιστικά.
Οἱ ὑποψίες ἄρχισαν νὰ τὴν βασανίζουν ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ νοῦς της συσχέτισε τὴν ἀπροσδόκητη ἐμφάνιση τοῦ κρέατος στὸ καθημερινό τους πιάτο μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῶν πτωμάτων ἀπ’ τὸ νεκροταφεῖο. Αὐτὸ τὴν ὁδήγησε ἀρχικὰ στὸ πανδοχεῖο ὅπου δούλευε ὁ Κουμκαπός. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, ὁ Κουμκαπὸς ἔλειπε. Βρῆκε τὸν πανδοχέα νὰ καθαρίζῃ τὰ τραπέζια καὶ τὸ πάτωμα τῆς ταβέρνας ἀπ’ τὰ ἀποφάγια. Ὅταν τοῦ ἐξήγησε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Κουμκαπὸ καὶ τὰ κρέατά του ὁ Πανδοχέας ἔβγαλε ἐκεῖνο τὸ γέλιο ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἀναγελοῦν τοὺς ἄλλους. «Νὰ δίνω ἐγὼ κρέας στὸν Κουμκαπὸ γιὰ νὰ φάῃ ἡ ἀφεντιά του καὶ μαζὶ κι ἐσεῖς; Ἀδύνατον! Γνωρίζεις καλὰ ὅτι ὅλοι μας ἔχουμε νὰ δοῦμε κρέας ἀπὸ τότε ποὺ βάρεσε θανατικὸ τὰ ζωντανὰ τῆς Κ… Δὲν δίνω ἐγὼ κρέας στὸν Κουμκαπό, ἀλλὰ ὁ Κουμκαπὸς σὲ μένα, μὲ τὸ ἀζημίωτο βέβαια!!!»
Ἡ Μπουρζέλα τὸν κοίταζε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ μία φρίκη τὴν κυρίευσε μαζὶ μὲ μία ἐλπίδα νὰ μὴν ἔχουν συμβεῖ τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ ὑποψιαζόταν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Πανδοχέα ἔδωσε στὶς ἔρευνές της τὸν ὁδηγητικὸ μίτο.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ἐνημέρωσε τὴν μητριά της ὅτι θ’ ἀνέβῃ στὸν γήλοφο γιὰ νὰ θάψῃ μερικὲς γάτες ποὺ βρῆκε στοὺς δρόμους τῆς Κ… τὸ προηγούμενο ἀπόγευμα. Βαστῶντας μία μεγάλη μαύρη σακούλα στὸν ὦμο κατευθύνθηκε πρὸς τὸ νεκροταφεῖο. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι τους ὁ Κουμκαπὸς κι ἡ Μοτσενίγκα, μὲ ὕ φ ο ς σ υ ν ω μ ο τ ι κ ό, τὸν ἔβαλε μέσα καὶ λίγο πρὶν κλείσῃ τὴν πόρτα κοίταξε ἔξω γιὰ νὰ διαπιστώσῃ ἂν εἶδε κανεὶς τὴν ἄφιξή του.
Λίγο μετὰ τὸ σούρουπο, ὅταν τὰ παγωμένα φτερὰ τῆς νύκτας ἁπλώθηκαν πάνω ἀπ’ τὴν Κ…, μία σκοτεινὴ σκιὰ ἔμπαινε γοργὰ σ’ ἕναν μισορημαγμένο μύλο τοῦ ὁποίου τὰ σανιδένια φτερὰ κρέμονταν σὰν ἀπαγχονισμένοι στὴν κρεμάλα. Ὁ μύλος αὐτὸς ἦταν χτισμένος δίπλ’ ἀπ’ τὸ νεκροταφεῖο τῶν ζώων, στὴν ἄκρη ἀκριβῶς τοῦ γκρεμοῦ, ἐκεῖ ποὺ τελείωνε ὁ προμαχώνας.
Εἶχε ἀρχίσει νὰ σφυρίζῃ τὸ ἀγέρι ἐνῶ βαριὰ σύννεφα κάλυπταν ὅλο τὸν οὐρανὸ κάνοντας τὴ βραδιὰ νὰ μοιάζῃ ἀφέγγαρη. Στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα ἀνατριχίαζαν ἀστραπὲς κι ὁ ρόχθος τοῦ νεροῦ στὰ ριζὰ τοῦ γκρεμοῦ ἀκουγόταν ὁλοένα καὶ πιὸ δυνατὸς ὅσο πέρναγε ἡ ὥρα.
Γύρω στὰ μεσάνυχτα δυὸ ἀνθρώπινοι ὄγκοι πλησίασαν τὸ νεκροταφεῖο, στάθηκαν δίπλα ἀπ’ τὴν ξύλινη ἐπιγραφή, κάτι εἶπαν μεταξύ τους κι εὐθὺς ἀμέσως ἀκούστηκε τὸ χτύπημα φτυαριοῦ ἢ ἀξίνας πάνω στὸ χῶμα. Αἴφνης, τὸ γύρισμα τῶν χεριῶν ποὺ σκάβανε σταμάτησε ἀπότομα: Ἡ σκιὰ εἶχε βγεῖ ἀπ’ τὸν παλιὸ μύλο καὶ πλησιάζοντας τοὺς ἀνθρώπινους ὄγκους ἐπιχείρησε νὰ χτυπήσῃ μ’ ἕνα σκεπάρνι τὸν ἕναν ἐκ τῶν δυό, ὁ ὁποῖος τὴν τελευταία στιγμὴ κατάλαβε τὴν παρουσία της κι ἔκανε ἕνα βῆμα στὸ πλάι γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὸ χτύπημα. Ἡ ἀξίνα τὸν χτύπησε ξώφαλτσα, ἔβγαλε μία κραυγὴ πόνου καὶ χάθηκε, τρέχοντας, μέσα στὴν νύχτα. Ὁ ἄλλος ἀνθρώπινος ὄγκος σάστισε βλέποντας τὸ συμβὰν κι ἡ σκιὰ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν σπρώξῃ μὲ δύναμη μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ρίξῃ κάτω καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσῃ μ’ ἕνα δυνατὸ χτύπημα τοῦ σκεπαρνιοῦ. Ἔτσι, ὅμως, πηχτὸ σκοτάδι ποὺ ἦταν, δὲν ὑπολόγισε ὅτι ὁ δεύτερος ἀνθρώπινος ὄγκος ἦταν κοντὰ στὸ γκρεμό, μ’ ἀποτέλεσμα νὰ πέσῃ στὴ θάλασσα τῆς ὁποίας τὰ κύματα εἶχαν ἤδη ἀγριέψει καὶ θραύονταν μὲ ὁρμὴ στὰ βράχια. Ἡ σκιὰ ἔτρεξε πρὸς τὸ χεῖλος του ἀλλὰ ἦταν ἤδη ἀργά. Ἡ φουσκοθαλασσιὰ εἶχε καταπιεῖ τὸ θύμα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ξεπρόβαλε τὸ φεγγάρι μέσ’ ἀπ’ τὰ σύννεφα γιὰ νὰ ξαναχαθῇ μετ’ ἀπὸ λίγο, ρίχνοντας στιγμιαία τὸ ἀργυρό του φῶς στὸ πρόσωπο τῆς σκιᾶς. Ἡ Μπουρζέλα κοιτοῦσε, ἀνακουφισμένη γιὰ τὴν ἐκδίκηση ποὺ εἶχε πάρει, πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμὸ κατὰ τὴ μεριὰ ποὺ ἔπεσε τὸ θύμα!
Ὕστερα, ρίχνοντας γρήγορες ματιὲς δεξιὰ κι ἀριστερά, κατηφόρισε τὸν γήλοφο βιαστικὰ κι ἐπέστρεψε στὸ σπίτι. Προσέχοντας νὰ μὴν ξυπνήσῃ τὴ μητριά της, μὲ σιγανὰ βήματα μπῆκε μέσα καὶ κατευθύνθηκε στὸ κρεβάτι της ὅπου κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἀφήνει ὁ κλῶνος τὴ δροσοσταλίδα νὰ πέσῃ πάνω στὴ γῆ μπροστὰ στὸ φέγγος τῆς πρώτης ἡλιαχτίδας, ἡ Μπουρζέλα σηκώθηκε καὶ χωρὶς νὰ ξυπνήσῃ τὴ μητριά της βγῆκε ἔξω καὶ κατευθύνθηκε στὸν γατώνα. Τρεῖς γάτες ἦσαν πολὺ ἄρρωστες, ἀλλὰ λόγω τῆς θλίψης τῶν προηγούμενων ἄστατων ἡμερῶν, τὶς εἶχε παραμελήσει.
Ἀφοῦ ταχτοποίησε τὰ ξύλινα κλουβιὰ μὲ τὶς ἄρρωστες γάτες στὸ χειραμάξι ξεκίνησε γιὰ τὴν Κ… Ἡ ὥρα ποὺ ἔφευγε ἦταν κι ἡ ὥρα ποὺ ἡ Μοτσενίγκα ἔβγαινε στὸ παράθυρο γιὰ ν’ ἀγναντέψῃ. Αὐτή, ὅμως, τὴ φορὰ δὲν βγῆκε, πράγμα ποὺ τῆς φάνηκε παράξενο. «Θ’ ἀποκοιμήθηκε ὡς φαίνεται», εἶπε μέσα της κοιτῶντας τὸ παράθυρο.
Στὸ κτηνιατρεῖο τοῦ Σαλιχότρα δὲν ὑπῆρχαν ἄλλοι ἰδιοκτῆτες κατοικίδιων ἐκείνη τὴν ὥρα. «Ὡραία, θὰ τελειώσω σύντομα καὶ θὰ προλάβω νὰ εἶμαι στὴν ὥρα μου στὴν προβλήτα γιὰ τὸ ξεφόρτωμα τῶν κιβωτίων», εἶπε μὲ ἱκανοποίηση ἡ Μπουρζέλα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ ἐρχόταν μία βρατσέρα στὸ λιμάνι τῆς Κ… πράγμα ποὺ σήμαινε ὅτι ὑπῆρχε δουλειὰ (καὶ μεροκάματο) γιαυτήν.
Μπαίνοντας μέσα εἶδε τὸν Σαλιχότρα νὰ δένῃ μὲ ἐπιδέσμους τὸ δεξί του χέρι. Πάνω στὸ τραπέζι ἦταν ἄλλοι ἐπίδεσμοι ματωμένοι τοὺς ὁποίους ἀντικατέστησε μὲ καθαρούς. Ἡ Μπουρζέλα θυμήθηκε ἀμέσως ὅτι τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχε τραυματίσει μὲ τὸ σκεπάρνι τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἑνὸς σκαφτιᾶ!
«Κτῆνος! Ἐσὺ ἤσουν λοιπὸν κι ὄχι ὁ Κουμκαπός», καὶ χωρὶς δεύτερη σκέψη ὅρμησε πάνω του καὶ τύλιξε τὶς παλάμες της σὰν τανάλια γύρ’ ἀπ’ τὴν καρωτίδα του. Ὁ Σαλιχότρας δὲν πρόλαβε ν’ ἀντιδράσῃ κι ἔπεσαν κι οἱ δυὸ χάμω. Μὲ πρόσωπο νεκρόχλωμο πάλευε ν’ ἀπελευθερωθῇ ἀπ’ τὰ χέρια τῆς Μπουρζέλα ποὺ τὸν ἔπνιγαν καὶ ταυτόχρονα πάλευε καὶ μὲ τὸν ἄγγελο.
Ἂν δὲν τοὺς χώριζαν κάποιοι ποὺ περνοῦσαν τυχαῖα ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ Σαλιχότρας θὰ εἶχε ἀποδημήσει εἰς κύριον! «Θὰ σοῦ ξεριζώσω τὴν καρδιὰ καὶ θὰ στὴν δώσω νὰ τὴν φᾷς, κάθαρμα!», οὔρλιαξε ἡ Μπουρζέλα. Ὁ Σαλιχότρας κρατῶντας τὸν λαιμό του τὴν κοιτοῦσε, ἔντρομος, ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά του μὲ τὴ βοήθεια δυὸ ἀστυνόμων ποὺ εἶχαν στὸ μεταξὺ φτάσει στὸ κτηνιατρεῖο. Ὁ φόβος τοῦ δέσμευσε τόσο πολὺ τὴ φωνὴ πάνω στὴ γλῶσσα του ποὺ ἔκανε ὧρες ν’ ἀρθρώσῃ μία κουβέντα.
Ὅταν τελικὰ βρῆκε τὴ λαλιά του βρισκόταν ἤδη στ’ ἀστυνομικὸ τμῆμα τῆς Κ… μαζὶ μὲ τὴν Μπουρζέλα ὅπου παραδέχτηκε ὅτι διακινοῦσε κρέας ψόφιων γατῶν σ’ ὅλη τὴν πολίχνη εἰσπράττοντας, βέβαια, καὶ τ’ ἀνάλογο ἀντίτιμο! Κι ὁ Κουμκαπός; Ὁ ρόλος του περιοριζόταν στὸ νὰ ἐνημερώνῃ τὸν Σαλιχότρα πότε ἡ Μπουρζέλα ἔθαβε γάτες στὸ νεκροταφεῖο προκειμένου νὰ πηγαίνῃ ἐκεῖ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ξεθάβῃ τὸ ἐμπόρευμα! Ἐνῶ τὸν Κουμκαπὸ τὸν ἐνημέρωνε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ἡ Μοτσενίγκα ποὺ ἤξερε πότε ἡ θετή της κόρη ἀνηφόριζε τὸν γήλοφο γιὰ τὴν ταφή.
Σ’ ἐρώτηση τοῦ ἀστυνομικοῦ σχετικὰ μὲ τὸν συνεργό του ἐκεῖνο τὸ βράδυ ποὺ τοὺς ἐπιτέθηκε ἡ Μπουρζέλα στὸ νεκροταφεῖο, ὁ Σαλιχότρας δὲν ἔβγαλε μιλιά, κοίταξε τὴν Μπουρζέλα μὲ μάτια ἐνοχικὰ κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὅπως τὸ σκύβουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλο πένθος στὴν καρδιά!
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας μαθεύτηκε ὅτι κάτι ψαράδες εἶχαν βρεῖ πεταμένο σὲ βράχια, δυὸ μίλια μακριὰ ἀπ’ τὴν Κ…, ἕναν ἄμορφο σωρὸ ποὺ ἄχνιζε κάτ’ ἀπ’ τὸν ἥλιο μέσα σ’ ἕνα σύννεφο ἀπὸ μύγες!
Τὸ μυστήριο σχετικὰ μὲ τὴν ἀλλόκοτη συμπεριφορὰ τῆς μεγάλης, παχιᾶς γάτας καὶ τὸν αἰφνίδιο θάνατό της καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὸ κουλὸ χέρι τῆς Μοτσενίγκα ἴσως τελικὰ νὰ μὴν ἦταν καὶ τόσο δύσκολο νὰ λυθῇ, εἰδικὰ γιὰ τὴν Μπουρζέλα ποὺ ἔκλεισε μία γιὰ πάντα τοὺς λογαριασμούς της μὲ τ’ ἀνθρώπινο εἶδος καὶ δὲν ἔβαλε στὸ στόμα της κρέας ποτὲ ξανά!
Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.