Απόστολος Θηβαίος | Σαν δροσιά

© Vivian Maier

Ο ουρανός της λίμνης
Είσαι εσύ
Ν. Καμπάς

 

Αν όλα ήταν όπως το ορίζει η συνήθεια, θα έρχονταν τώρα οι φροντιστές και θα έκαναν το γαλάζιο μου στενό να μοιάζει με ξέφωτο. Όμως η ιστορία είναι καταδικασμένη και οι φροντιστές καπνίζουν στα παρασκήνια και λένε, «καλύτερα πες την ιστορία σου, μα μην περιμένεις πολλά.» Μόνο αυτό, μες στο σκοτάδι δεν είπαν πολλά. Μόνο οι καύτρες των τσιγάρων τους στο σκοτάδι, μόνο αυτό.

Λησμονείστε για μια στιγμή το γαλάζιο στενό. Ξεχάστε όλα τα γνώριμα, όσα πλάσατε με τον νου σας, αφήστε τα κατά μέρος. Και φέρτε στο νου σας εκείνα τα μεγάλα ξέφωτα, με όλες τις πιθανότητες, με όλες τις εκδοχές τους ορθάνοιχτες. Φανταστείτε την ώρα που η νύχτα συναντά την μέρα, μια ώρα μετέωρη, όταν ο λεπτός υμένας του κόσμου σπάει σαν δροσιά. Αυτό φανταστείτε. 

Και εκεί μες στο γαλάζιο τίποτε και μέσα στην ομίχλη, φάνηκε η φιγούρα του γέρου με την καλοσυνάτη περπατησιά. Κρατούσε τον κουβά με τα δολώματα και ισορροπούσε πότε στο ένα πόδι πότε στο άλλο, μουρμουρίζοντας κάτι που δεν διασώζεται. Η ομίχλη έπεφτε τόπους τόπους πυκνή, σαν χιόνι μα ο γέρος ήξερε καλά πού πηγαίνει. Ένα πουλί έκραξε από το ψηλότερο κλαδί, ο γέρος σταμάτησε. Έβγαλε το καπέλο του, δίχως να ξέρει πού πρέπει να χαιρετήσει. Έτσι είναι ο γέρος, πιστός και ευσεβής. Τράβηξε ως την όχθη του ποταμού και ξέπλυνε τον κουβά του. Και έπειτα συνέχισε μες στην καρδιά του περιβολιού, σαν άνεμος και σαν προσκυνητής.

Στάθηκε στο χείλος του φιλιατρού. Μέσα βαθιά μπορούσε να δει τον εαυτό του. Τρεμόπαιζε κάτι εκεί κάτω, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει. Και αποφάσισε, σαν πάντα, πως αυτό που κοιμάται φυλακισμένο είναι ο αδικημένος ουρανός. Έτσι απλός είναι ο γέρος σαν θαύμα, έτσι μηρυκάζει τα χρόνια και λογαριάζει τις μέρες, ένας ατόφιος μηχανισμός. Μέσα του χτυπά το ρολόι του βασιλικού, της σποράς ο ερχομός και του χειμώνα, το σχηματισμένο φεγγάρι. Το ηλιοστάσιο. 

Αργά κατεβάζει τον κουβά και αρχινάει το μονότονο καθήκον που του επιφύλασσε η μοίρα. Έχει διαβάσει κάπου πως πριν από χρόνια πολλά ένας άλλος είχε τιμωρηθεί σε ένα μάταιο κόπο για αυτήν μα και την αλλοτινή του ζωή. Μα ο ίδιος έχει έναν σκοπό κάπως μεγαλύτερο. Γιατί είναι άλλο να σώζεις τον ουρανό που κοιμάται για πάντα στον πάτο του πηγαδιού. Είναι άλλο να τον εμπιστεύεσαι στα πουλιά, είναι άλλο να μην τελειώνει αυτός ο μεγάλος και ο ωραίος κόπος και άλλο ο βράχος ως την κορυφή, οι αμυχές, τα κομμένα χέρια, η απογοήτευση όταν λύνεται το σώμα. Άλλωστε, σκέφτεται υπάρχει ακόμη ουρανός εκεί κάτω και συνεχίζει ώσπου να σταματήσει η κουρασμένη του καρδιά, μέχρι να σωθεί το κλεφτοφάναρο  που έχουν όλοι στην ράχη τους. 

Φανταστείτε τώρα πως η αρχική σκηνογραφία επανέρχεται. Πάει να πει το γνώριμο στενό, τα κτίρια, οι σκαλωσιές, οι γρήγορες τροχιές, οι περαστικοί, οι φορτωτές, όλα βρίσκονται στην θέση τους.  Ωστόσο, είμαστε όσα δεν είδαμε, όσα δεν νιώσαμε, μας ορίζουν στερητικά γράμματα, τέτοιες λέξεις είμαστε πληγωμένες.  

Καμιά σχέση με τον ηλικιωμένο της ομίχλης αυτόν που με την ιδιότροπη επιμονή του κατόρθωσε να σώσει αρκετό από τον φυλακισμένο ουρανό του φιλιατρού. 

Απόστολος Θηβαίος