au petit monsieur triste
μέρος α’
κατάλαβε πως ήταν αργά
όταν ψάχνοντας στον ονειροκρίτη για χειραψίες
αναζητούσε μια δικαιολογία για τον χθεσινό ύπνο
και το χέρι σου
που κάτι θα σήμαινε
έτσι λιανοκόκκαλο, τορνευτό
ίσως λεφτά, μικροθανάτους, συνάντηση με πρόσωπα από το παρελθόν
στο προσεχές, το σκέφτηκε απλώς γιατί φοβήθηκε
που στη Βασιλίσσης Σοφίας, έξι και είκοσι, ήταν ακόμα βράδυ
φάνηκε ότι ξημέρωσε μόλις έσβησαν τα φώτα
κι έτσι δε χωρά αμφιβολία
σ’ έναν κόσμο πάμφωτο θα μας έπειθαν ότι είναι πάντα νύχτα
εσύ θα κουραζόσουν
απανωτές εφημερίες, αξεχώριστες
θα ξεχώριζαν οι μέρες που την έβρισκες θηλυκή
και θα χώριζαν οι δρόμοι σας πάνω στους πεζούς
πατώντας τους
καμία ποινή
στη διαθήκη ο ευεργέτης όριζε σαρανταήμερη κλινική εκπαίδευση
χωρίς να γίνεται λόγος για κάποια, οιασδήποτε μορφής, ανάσταση νεκρών.
όταν λοιπόν τ’ απόπασχα ο Λόγος αυτονομήθηκε
πήγε κι έγινε αιτία επιλήψιμης ενόχλησης εκείνου που θέλει να χαθεί
και όλοι αυτοί οι σπασμοί που κάποτε υποσχέθηκες
είχαν τώρα πια την αξία ενός πενταλέπτου.
μες στο φρεάτιο γυάλιζαν συχνά
πεντάλεπτα πάνω σε κινητά
που μπορούσαν ν’ ανασυρθούν, από τα καλώδια των ακουστικών κεφαλής
λες κι ήταν ψάρια πιασμένα σε πετονιές αστικών θαλασσών.
ξέρεις, δε στο ‘πε ποτέ,
αλλά έβρισκε στη μαύρη μπλούζα κάτι το προσκλητικό
μια απλοϊκή πύηση σε στίγματα για τον αμόρφωτο λαό
και ό,τι πάνω σου δε λαϊκίζει
γίνεται δικαιωμένη ντροπή
ξεχνιέται
παίρνει τη μορφή εκείνου
που ξεχάστηκε πρώτος (sic)
έμεινε μ’ ένα κεφαλαίο στο χέρι και την άφραστη εντολή να μη λείψει σε κανέναν.
αραιά και πού διαβάζει κάτι που γράφτηκε γι’ αυτόν, αλλά χωρίς αυτόν
και του αρκεί να πεθάνει κολακευμένος
ή έτσι δείχνει
όταν εκείνη προτείνει οι αυλικοί να γίνουν φίλοι.
στο μεταξύ, η αυλή καθαρίζεται
κι απριλοφορεμένη προσπαθεί να τον τρυπήσει και να πει ότι
δε γνωρίζει
πώς σε σκέφτεται
τις φορές που δοκιμάζει καλσόν στα χέρια της, να δει ποιο έχει κοπεί
και αν μάθαινε
θα προσπερνούσε βιαστικά αυτά που θυμίζουν λιγότερο το δέρμα σου
χέρι τορνευτά επινοημένο, λιανοκόκκαλο
μέρος β’
και από χρόνια και καιρούς
(σαν παραμύθι)
θυμάται μια εποχή
(ήσουν στα τριάντα)
μ’ ελάχιστο νερό
να παίρνει απ’ το ποτήρι σου, να βάλει στο σίδερο
κι εσύ να λες ν’ αφήσει τα ρούχα γι’ αύριο
Η Αλεξία Κατσικογιάννη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια Ιατρικής. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Ξινή πορτοκαλάδα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.