Απόστολος Θηβαίος | Δέντρα και πλοία

© Pierre Bettencourt

Γαλάζιος Πιερ Μπεττενκούρ
Με αφορμή
Την έκδοση της στιγμής
Με τίτλο
Τα πλοία που βγήκαν σεργιάνι
Που μου πρότεινε ένας παράξενος βιβλιοπώλης
Μες στην καρδιά της
Άρρωστης πολιτείας, πριν καιρό

 

Γαλάζιος φάνηκε στο βάθος του στενού. Κρατούσε μερικές ακουαρέλες κάτω από το μπράτσο του. Τις κόλλησε σαν αφίσες εδώ και εκεί και σε λίγο παντού τριγύρω μου υπήρχαν κορμοί με πρόσωπα, μάτια και έκφραση. Στο βάθος του στενού, πάνω στην μάντρα είχε κολλήσει ένα σχέδιο τυπογραφείου των αρχών του αιώνα. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην λεπτομέρεια αφού ο τύπος σκάρωσε μέχρι και τα παπούτσια στην απάνω γωνιά πλάι στον λαβομάνο. Δεν λησμόνησε τις διακοσμήσεις του ταβανιού που σταματούσαν σαν να τάχα ο εμπνευστής του αναγκάστηκε να διακόψει το έργο του, προλαβαίνοντας ευτυχώς να μας παραχωρήσει ένα δείγμα της έκτασης του ταλέντου του.
Αργότερα απομακρύνθηκε από το στενό. Έφυγε γαλάζιος όπως ήρθε μα μόνο για λίγο. Σε δυο λεπτά φάνηκε κατάκοπος, έσερνε κάποιο δυσανάλογο με εκείνον φορτίο. Για την ακρίβεια έβαλε μια φωνή και είπε. Καλύτερα να με βοηθήσεις με αυτά τα πλοία. Παράτησα την μοναξιά μου δίχως πισωγυρίσματα και έτρεξα κοντά του. Πρέπει να είπε πλοία αλλιώς το πρόβλημα καθίσταται προσωπικό και χρίζει άμεσης παρακολούθησης. Πάει να πει πως φαντάζεται κανείς πράγματα, όπως ας πούμε, πλοία και δεν είναι να κωλυσιεργεί στην εκτίμηση της έκτασης του ζητήματος.
Πλοία; Ρώτησα εξουθενωμένος από το κακόγουστο αστείο μα εκείνος επέμεινε.
Με λένε Πιερ, Πιερ Μπεττενκούρ. Θα βάλεις ένα χεράκι;
Και κάπως έτσι γίναμε και οι δυο γαλάζιοι μες στους ατμούς του αερίου που σπαταλιέται σε αυτό εδώ το παράξενο σκηνικό. Έπιασα το σχοινί και κατάλαβα πως δεν έκανε καθόλου πλάκα. Πίσω μου μες στις ομίχλες κατόρθωσα να δω ένα ακρόπρωρο, μια γοργόνα, ένα θεωρητικό ναύτη, την αιχμή ενός δόρατος, το κοράκι που κομματιάζει τα πάντα. Δεν ξεχώριζε τίποτε έξω από την μνημειώδη φιγούρα των πλοίων.
Βάλαμε τα δυνατά μας και για συντροφιά στον ρυθμό μας λέγαμε τα παρακάτω λόγια.
Τα πλοία που κατεβαίνουν τον ποταμό, τα πλοία που κατεβαίνουν τον κόσμο, και δώστου τα εμπρός φίλε μου, και είπα τότε πως συμβαίνει μια φορά μονάχα σε κάποιου την ζωή να συναντήσει φανάρια και ψηλές σιλουέτες, να ακούει τον σκύλο που γαυγίζει μακριά και ανάμεσα στα δέντρα, να περνά με ένα πλοίο, έτσι για αποχαιρετισμό και νοσταλγία. Θα είναι χαριτωμένο αν αύριο ακούσεις τους μαγαζάτορες να ρωτούν πώς γίνηκαν οι ζημιές και τι είναι όλες αυτές οι φωλιές των πουλιών. Κύριοι θα έλεγε ο Πιερ που γνώρισα απόψε, κύριοι μην ανησυχείτε, πρόκειται μονάχα για τα πλοία που βγήκαν σεργιάνι. Αν τον λογαριάσουν για ποιητή, ίσως σωθεί από το μίσος του πλήθους. Μα είναι βέβαιο πως θα τον χαρακτηρίσουν ελαφρύ στον νου και θα του γυρίσουν την πλάτη και θα απομείνουν με την σκοτεινιά στα κορμιά τους, αδύναμοι για όλη αυτήν την φαντασία που οργιάζει απόψε το βράδυ, σε ένα γαλάζιο φόντο.
Όταν το φεγγάρι είναι στην γέμισή του, οι υπνοβάτες, είπε αγκομαχώντας, καθώς όπως γνωρίζει ο καθένας είναι φορτίο βαρύ της ποίησης το διακόνημα, περπατούν επάνω στο νερό. Παρεμβλήθηκε ανάμεσα στις δυο φράσεις μια παύλα, σαν εκείνες που επιστρατεύουν οι ποιητές όταν αλλάζουν συχνότητα και όταν η αιωνιότητα του απλού θαύματος θέτει σε κίνηση τα πρόσωπα της αχαλίνωτης φαντασίας.
Ολόκληρα κοπάδια από ζώα έφευγαν τώρα προς την πεδιάδα, ξανάπε και από την πλευρά της λεωφόρου ανοίχτηκε ένα μεγάλο πεδίο, ένας χώρος για να ασκηθεί η δεξιότητα της δημιουργίας, καθώς συζητά σαν ρίζα με το σύμπαν τριγύρω της.
Κοίταξα πίσω και στην θέση των πλοίων είδα δυο μεγάλα δέντρα. Είχα από ώρα καταλάβει πως κάτι αλλάζει εκεί πίσω, πως οι όγκοι μεγαλώνουν, σαν να μεταφέρει κανείς τεράστια δεμάτια χρόνο σε τόπους μακρινούς. Μου γελούσαν και χαλούσαν τον κόσμο. Λίγο πιο πίσω η έκταση θύμιζε κατάμαυρη Γη. Συνεχώς εκεί καταφεύγω, απάντησε δίχως να έχω διατυπώσει το ερώτημά μου. Τα δέντρα περπατούσαν πίσω μας ακούραστα, μια καταιγίδα φάνηκε πέρα μακριά, όπως πάντα στις νουβέλες, τα μάτια του Πιερ είχαν δυο Ειρηνικούς Ωκεανούς με ψάρια, πλοία, κοχύλια, ύφαλα και ναυάγια. Ο χρόνος και η καρτερία διαμόρφωναν ένα ανίκητο άθροισμα και έτσι δεν γνωρίζω να πω πόση ώρα σέρναμε εκείνα τα δέντρα πίσω μας. Προτού ξημερώσει ο Πιερ πήρε να τραγουδά με τον ρυθμό του πόνου κάτω από το σώμα του και όλα σωπάσανε. Το βάρος μου, ένα είδος χειροπιαστής εμπειρίας, με κυρίευε και τραβούσα από ορόσημο σε ορόσημο, σηκώνοντας πέτρες, γυρεύοντας σύμβολα, κλειδιά.
Αποκοιμήθηκα, τόσο κουρασμένος ήμουν. Έριξαν τα δέντρα τον ίσκιο τους και πλήθυνε η νύχτα. Όταν βρήκα ξανά τον εαυτό μου, πλάι μου υπήρξε ένας φάκελος αλληλογραφίας, με ένα κίτρινο κομμάτι χαρτί πρόχειρα βαλμένο. Δεν έγραφε στοιχεία αποστολέα, διευθύνσεις, p.o και τα ρέστα. Μονάχα η μπορντούρα σε στυλ πολύχρωμου παγωτού μαρτυρούσε πως ο φάκελος είχε αποκτηθεί μέσω κάποιας επίσημης συναλλαγής. Το χαρτί έγραφε.
Μην ζητήσεις ποτέ να σου πουν για ποιον χτυπάει πένθιμα η καμπάνα, για σένα χτυπάει. Συμφώνησα, σκάρωσα κάπου μια ζωγραφιά αυτού του Πιερ και όταν πια είδα το χάραμα να φτάνει πάνω από τις στέγες, βγήκα στην λεωφόρο σαν να με κυνηγούν. Πίσω ένιωσα κάτι να σαλεύει και τότε τον είδα. Ήταν ο ίδιος, με δέντρινα χέρια, με το ναυτικό του κασκέτο, πιο αληθινός από ποτέ να εκφωνεί ποιήματα, ή καλύτερα πρόζες δίχως ρυθμό, προικισμένες με την χάρη του πολύπειρου βλέμματός του και την δύναμη της γνήσιας μεταφοράς.
Παντού ξημέρωνε στο πηγάδι τούτης εδώ της πολιτείας και όλα φαντάζανε γαλάζια. Ο Πιερ, τα ποιήματα και πρωτίστως τα δέντρα και τα πλοία που έρχονταν πια ολομόναχα, πιστά στον σκοπό που υπηρετεί αυτή η μοναδική, μεταφραστική επιλογή του σπουδαίου Ε. Χ. Γονατά. Ο Πιερ Μπεττενκούρ αναλαμβάνει τα υπόλοιπα, το βιβλίο κλείνει.
Στα ηχεία Stealers Wheel και ο νους μου στο πέλαγο εκεί έξω. Απ΄έξω περνά η πομπή χαλί που ανάδινε μυρωδιά κουφέτου. Τα ποιήματα του Πιερ Μπεττενκούρ λένε την αλήθεια. Πρόκειται για ζωγραφιές, που μας διδάσκουν την πυκνότητα του θαύματος από έναν αθεράπευτα ρομαντικό δεξιοτέχνη της τυπογραφίας. Στα χέρια του ο κόσμος δεν λιγοστεύει, δεν λυγά, δεν αποδυναμώνεται. Ο Πιερ Μπεττενκούρ ενσαρκώνει εκείνους του αναγεννησιακούς καλλιτέχνες του έαρος που στους αιώνες θα κάνουν τις αλυσίδες των αστεριών να σαλεύουν. Κοιτάζω και τριγύρω και ίσως μπορώ να ξεχωρίσω την μυστική ζωή, εκείνη που δίνει χρησιμότητα στην περιπέτεια εκεί έξω. Την ζωή που κυλά έξω από τον χρόνο, όπως στα έργα του Λεονάρντο και του Μικελάντζελο, την ζωή του Μπεττενκούρ που δανείζεται το εξαίσιο υλικό της από τα παζάρια, τις αγορές, τα μυθιστορήματα, τα τραγούδια, τις ταινίες, τις πολιτείες, τα άπειρα μίλια που διήνυσε η βιογραφία του Γάλλου καλλιτέχνη, εκδότη, ζωγράφου, ποιητή και πεζογράφου Πιερ Μπεττενκούρ. Γεννήθηκε σε κάποιο χωριουδάκι της Νορμανδίας, αρχές του περασμένου αιώνα και αγάπησε βαθιά κάθε εκδοχή της ανθρώπινης μαρτυρίας.

Απόστολος Θηβαίος