Διήγημα: «Η κρουαζιέρα»
Γράφει η Νάγια Κουτρουμάνη
Ο ήλιος έδυε και σκέφτηκε ότι είχε περάσει πολλές ώρες κοιτάζοντας τον ίδιο ουρανό. Τα σύννεφα είχαν μείνει κολλημένα στο ταβάνι. Ήταν η ώρα που έκλειναν οι εταιρίες και κοπάδια κουστουμιών κατέβαιναν την όχθη. Μπλε και γκρι κουστούμια με πολύχρωμες γραβάτες γύρω από αναψοκοκκινισμένους λαιμούς που λαχταρούσαν να καταπιούν δροσερές γουλιές μπίρας. Είχε κρύο εκείνη τη μέρα και οι ανάσες τους έβγαιναν σαν ξεφυσήματα μικρών δράκων, ενώνονταν κάπου κάτω από το πιγούνι τους και πέφτανε βαριές πάνω στον πάγο που είχε μαζευτεί στα κιγκλιδώματα της όχθης.
Τα έβλεπε όλα αυτά, ενώ έπλεε ανάσκελα πάνω στο νερό, το ένα χέρι της μισοβυθισμένο και χορευτικό σαν φτερούγα κύκνου, το άλλο πιασμένο μέσα στη χοντρή μάλλινη ζακέτα, φυλακισμένο από το βρεγμένο μαλλί, άβουλο να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση. Τα έβλεπε όλα ξεκάθαρα, γιατί τα μάτια της ήταν ολάνοιχτα στο φως και στην κίνηση γύρω από τον Τάμεση. Αλλά παρ’ όλες τις εικόνες και τα χρώματα, εκείνη σκεφτόταν ότι δεν είχε προλάβει να κάνει τις δουλειές της Κυριακής. Δεν είχε βάλει μπουγάδα, δεν είχε τακτοποιήσει τα ντουλάπια της κουζίνας, δεν είχε τινάξει τα μαξιλάρια του καναπέ, δεν είχε καθαρίσει τη λεκάνη της τουαλέτας ούτε είχε σφουγγαρίσει το πάτωμα. Το χειρότερο, δεν του είχε μαγειρέψει. Δεν είχε καθαρίσει τις πατάτες, δεν τις είχε βάλει προσεκτικά γύρω από το μπούτι του αρνιού, όπως το ήθελε εκείνος, δεν είχε ρίξει αλάτι ούτε ρίγανη ούτε είχε στύψει λεμόνι πάνω από τη γυαλιστερή επιφάνεια με το λίπος και το λάδι. Ο φούρνος ήταν σβηστός. Κρύος όσο τα σιδερένια κάγκελα πάνω από το νερό.
Το ποτάμι τη μετέφερε απαλά προς τα δεξιά. Ένα ζευγάρι τουριστών που κοίταζαν τα νερά, την είδε. Η γυναίκα άφησε μια κραυγή και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι με τα κουστούμια και οι άλλοι χωρίς, έστρεψαν τα πρόσωπά τους καταπάνω της. Ευχήθηκε να μην της είχε φύγει το μέικ απ που κάλυπτε τη χλωμή της όψη και της έδινε λίγο χρώμα στα μάγουλα.
Το πλήθος εξακολούθησε να ουρλιάζει και να τη δείχνει με απρέπεια. Της θύμισε πώς ούρλιαζε κι εκείνος το προηγούμενο βράδυ, περισσότερο σαν γάβγισμα λυσσασμένου σκύλου, όταν είδε ότι δεν του είχε ράψει την τρύπα στην κάλτσα του. Είχε δίκιο να εκνευριστεί. Της το είχε πει από την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά εκείνη, με την αφηρημάδα της, το ξέχασε. Του έβαλε ένα ποτήρι νερό, γιατί κατάλαβε από τη φωνή του, ότι το λαρύγγι του είχε στεγνώσει. Το άρπαξε και το έριξε πάνω της. Σκέφτηκε ότι δεν ήταν ευγενικό, με τόσο κρύο, αλλά δεν είπε τίποτα. Άρχισε να τακτοποιεί τα ντουλάπια πίσω της, με την ελπίδα ότι θα ηρεμούσε, θα καθόταν στον καναπέ, θα έβλεπε τηλεόραση και θα αποκοιμιόταν όπως έκανε τόσες φορές. Αλλά αυτήν τη φορά, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, με ένα άλλο βλέμμα που έκανε μουντές τις κίτρινες ακτίνες γύρω απ’ τις καφέ ίριδες. Με μια λύπηση –αμέσως σκέφτηκε τα μαλλιά της που ήταν λαδωμένα–, με μια ψυχρότητα –τον τελευταίο καιρό είχε πάρει μερικά κιλά– με ένα ύφος, που το έβλεπε για πρώτη φορά.
Της είπε ότι φεύγει. Ότι την αφήνει. Ότι δεν αισθάνεται πια ερωτευμένος μαζί της, ότι δεν την αναγνωρίζει, ότι έχουν καταντήσει δύο ξένοι. Της είπε κι άλλα και μετά από λίγο, η φωνή του μετατράπηκε σε ένα μακρόσυρτο βουητό που φαινόταν να έρχεται από το δρόμο, ακατάληπτο και ενοχλητικό.
Την άλλη μέρα, πήρε τα πράγματά του κι έκλεισε την πόρτα, χωρίς να την κοιτάξει. Εκεί που ήταν η βαλίτσα με τα εργαλεία του, ένα κενό. Εκεί που ήταν τα παπούτσια του, πέντε άδειες θέσεις. Όλες οι γωνιές με τα ενοχλητικά του πράγματα, έρημες.
Δεν την αγάπησε. Δεν αγαπήθηκε από κανέναν, ποτέ. Αποφάσισε να πάει μόνη της στην κρουαζιέρα που της είχε υποσχεθεί.
Πλέει τώρα πάνω στο ποτάμι. Ενοχλείται που είναι τυλιγμένη με την γκρίζα ζακέτα που ποτέ δε φοράει εκτός σπιτιού και που ένα σωρό άγνωστοι τη δείχνουν και φωνάζουν. Κάνει το μόνο που μπορεί. Καμώνεται πως δεν τους βλέπει και κοιτάζει τα σύννεφα που είναι κολλημένα στο ταβάνι. Καθώς ο ήλιος αρχίζει να τα βάφει ροζ και βιολετιά, της φαίνεται ότι όλα ησυχάζουν. Ότι ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι ο παφλασμός πάνω στο σώμα της. Ένας ρυθμός επαναληπτικός και σίγουρος, που την ανακουφίζει, καθώς σιγά σιγά το ποτάμι τη σπρώχνει προς την ξηρά.
*. Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή της Νάγιας Κουτρουμάνη «Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο», εκδόσεις Ιωλκός, 2022
>>> https://iolcos.gr/eshop/titlos/triantafylla-mpakaliaro/ <<<