Παράξενη περίσταση σε γαλάζιο στενό,
σε στίχο απόκρημνο επάνω
Όταν πια ο κόσμος άδειαζε εκείνος φάνηκε. Οδηγούσε μια μοτοσικλέτα σε μεταλλικό χρώμα. Ήταν ο Αντίνοος, ίσως κάποιος πνιγμένος ναύτης, κάποιος που δεν υπήρξε στα αλήθεια ποτέ. Πίσω του το καλοκαίρι έκαιγε τις σοδειές. Ο ίδιος άνηκε σε έναν τρίτο κόσμο. Καθώς είναι φυσικό, ο νέος αυτός μονοπώλησε το ενδιαφέρον μου. Μα έπειτα από λίγης ώρας παρατήρηση, ένιωσα πόσο λυπημένος ήταν και η ψυχή μου σφίχτηκε. Τριγύρω του χορεύανε χαρτιά, μπροσούρες, αποτσίγαρα, ξερά φύλλα. Κομμάτι και εκείνος της χλωρίδας και της πανίδας αυτής εδώ της βρώμικης πόλης. Εμπρός κιθάρες, σπάστε την μέρα να δούμε τι σόι καρδιά έχει.
Σκέφτηκα τι τάχα να του συνέβη. Λογάριασα όλα τα πιθανά σενάρια, έβαλα τίτλους τέλους, φοβερά νέα και φοβερή ερημιά μες στην ζωή του. Δεν με έπεισε τίποτε. Τότε κατάλαβα πως δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσε να περιγράψει το πρόσωπο του νέου.
Επειδή ήταν ένας άγγελος και τα ρούχα του διπλώνανε σαν οροσειρές. Ένας πικρός έρωτας έκαιγε στο προσκεφάλι του, η γνώση, ο πόλεμος, η αθωότητα όλα αποκοιμιόντουσαν στα πόδια του. Όλες οι μπροσούρες έλεγαν την ίδια λέξη, όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν το ίδιο απελπισμένο σήμα, τριγύρω άναβαν φωτιές, τα απογεύματα ξερνούσαν πτώματα στους δέκτες. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη, επειδή εκείνη ακριβώς την στιγμή πήρε στους ώμους του το φορτίο του κόσμου. Και είδε βαθιά μες στα μάτια του πικρού έρωτα και τα ΄βρε αδειανά. Και γονάτισε, όπως στις παρακλήσεις και είπε την προσευχή του αδέξια Και όταν τέλειωσε, βροχές τα μάτια του θυμωμένου αγγέλου , μια κούκλα σπασμένη ο πικρός έρωτας. Στο βάθος περνούσαν οι καταιγίδες, και ο άγγελος κοιτούσε προς τον άνεμο. Στα χέρια του διαβήτες και ο μονότονος ρυθμός της άμμου.
Από το βάθος έρχεται ένα κορίτσι. Όλο γνέφει και γελά, όποιος την είδε αντίκρισε όλου του άχρονου καιρού τους απρίληδες. Και ο νέος τώρα αλλάζει τρόπους και φέρσιμο και με έναν κεραυνό απάνω στο φτερό του ίσια πέφτει στο αγώνισμα του έρωτα. Οι δυο τους ιππεύουν το άστρο, στίχοι στα ποιήματα του Λόρκα, απελπισμένα ερωτευμένοι. Στριφογυρίζουν στο στενό, έπειτα διαλέγουν ξαφνικά την έξοδό τους και τραβούν προς τα νιάτα που κυλούν δίχως ορόσημα, γοργά.
Στο μεταξύ η Μελαγχολία του Άλμπρεχτ Ντύρερ μπορεί να παραμείνει ένα από τα πιο εξαίσια δείγμα της αλληγορίας, καμωμένο από μια μοναδική αυθεντία του ευρωπαϊκού βορά που εξαργύρωσε την συναλλαγή της με το αναγεννησιακό πνεύμα και τους Βενετσιάνους δασκάλους. Η κριτική μπορεί να ερμηνεύσει τα έργα του Ντύρερ που αποδίδει στην ιδιότητα του καλλιτέχνη μια πρωτόγνωρη για την εποχή σημασία. Απομένει η ανθρώπινη φαντασία του σήμερα, ό,τι τέλος πάντων σώζεται από αυτήν για να αφηγηθεί η ζωγραφιά τον κλειδωμένο της μύθο.
Στο μεταξύ ο καιρός περνάει και δεν μοιάζει να δίνει σημασία στην μελαγχολία σου αγαπητέ Άλμπρεχτ. Στην μελαγχολία κανενός για την ακρίβεια, Άλμπρεχτ.
Σε φιλώ,