Μίλτος Σαχτούρης
[…Τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη νιώθουν κάπως άβολα μες στις ανθολογίες. Διαθέτουν άγρια δόντια, αρπάζουν τις ράχες των βιβλίων, αμύνονται ή ονειρεύονται. Δεν γνωρίζω τι προτιμούν περισσότερο, μα είναι πάντα από εφιάλτη, κουβαλούν τον σπόρο της συμφοράς, είναι δύσπνοιες, αστερισμοί σε απόσταση χιλίων ετών. Αυτό πρώτα…]
Όλο το τοπίο σερνότανε μες στα λάδια. Μια ακαθόριστη ιχνογραφία, έκπληκτα θολά πρόσωπα στο στυλ του μακαρίτη του Μπόντσογλου. Οι θαμώνες, δηλαδή οι παίκτες συνωστίζονταν κάτω από τις ψηφιακές οθόνες. Κοιτούσαν ψηλά σαν να λάτρευαν τον καινούριο, αυστηρό Θεό. Δυο τρεις καπνίζανε έξω, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, δίχως να προσέχουν την υγεία τους. Αν συνεχίσουν έτσι θα πεθάνουν μια μέρα, αυτό είναι βέβαιο. Οι νικητές εισπράττουν, κερνούν, φωνάζουν, φιλιούνται, αποχωρούν με μια ρετσινιά, οι καταδικασμένοι τους αποκαλούν όσοι μένουν πίσω και μεμιάς παθιάζονται απρόσμενα. Έπειτα ποντάρουν όλους τους στίχους τους σε ένα στοίχημα, τι θάνατος!
Οι δυο τους θυμίζουν τα παράξενα ζευγάρια των συνοικιακών σινεμά. Ιθαγενείς που διατηρούν την ανωνυμία τους και επαναλαμβάνουν με αθεράπευτο στωικισμό τις συνήθειές των. Φορούν παλιά ρούχα, έχουν παλιομοδίτικους τρόπους, κρατιούνται αγκαζέ στην ερημιά της Πατησίων μες στο σαββατόβραδο, όσο πλησιάζουν στο διαμέρισμα που διαθέτει τρεχούμενα νερά και εσωτερική κλίμακα, τα πόδια τους βαραίνουν. Συλλογίζονται λέξεις από ε μα δεν το αποκαλύπτουν μεταξύ των, επειδή αν θυμηθούν καμιά, ίσως ραγίσουν.
Κάθε τόσο έρχονται και παίζουν μια στάλα. Περνούν από το γαλάζιο μου στενό, στρίβουν στο αδιέξοδο και πληρώνουν το αντίτιμο. Εκείνος της βγάζει όλο ευγένεια την γούνα και εκείνη ισιώνει το πουκάμισό του. Έπειτα φιλιούνται και θυμίζουν παιδαρέλια μες σε ενήλικες μόδες. Εκείνη χειροκροτεί, εκείνος ματώνει. Εκείνη, η μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού του Πόρου που τέτοιες μέρες βρίσκει τον εαυτό της, παραμονές Επιταφίου. Εκείνος, ο τρελός λαγός με τα σημάδια από τα σύρματα στον λαιμό του, σαν γεωμετρικά μαχαίρια. Εκείνος εργάζεται στα μεταλλεία της μνήμης, το ένα του μάτι είναι από φόβο, το άλλο από αγάπη. Εκείνη ασχολείται με τα οικιακά και την άνοιξη, μονάχα την άνοιξη οπότε και ξεμυτίζει από την αυλή της, στην αρχή διστακτικά , ρομαντικά, πένθιμα. Μα έπειτα ανοίγει τα φτερά της, εννοώ τα βήματά της, μοιάζει πιο αποφασιστική, στριφογυρνάει ανάμεσα στις ρωγμές και τα βλέμματα, επαναλαμβάνοντας το παλιό εκείνο ποίημα, με μια ασυναγώνιστη υποβλητικότητα.
Εκείνος πότε πότε χάνει τον ειρμό της σκέψεώς του, μοιάζει να βυθίζεται, θυμίζει κήτος που αργοσβήνει στον ορίζοντα, νησί που πνίγηκε, κορίτσι που προδόθηκε. Είναι άστεγος και έξω από αυτήν την συνήθεια δεν έχει μήτε ένα μέρος για να κατοικήσει. Τα δωμάτια στο σπίτι του φαίνονται παράξενα, τριγυρνά στις πλατείες και μυρίζει το αίμα, έτσι διασκεδάζει. Λένε πως η θλίψη αποδυναμώνει την ανθρώπινη θέληση, μα αυτό είναι ένα ψέμα, επειδή ο τρελός λαγός βγαίνει τις νύχτες στα μπαρ, μιλάει με αγγελούδια, λέει ιστορίες και ξέρει το χρώμα που έχει η καταστροφή. Θυμάται τα πολυβολεία, το άγριο κυνηγητό, πάει και παίζει ό,τι έχει και δεν έχει, ρολόγια, γραβάτες, συναλλαγματικές, πίνει και πετά το δαχτυλίδι του μες στο ποτήρι. Ο Πόρος λάμπει μες στην καρδιά του και ο θάνατος διαθέτει την μέγιστη φυσικότητα. Η μαύρη πεταλούδα κάποτε πεθαίνει, εκείνος χάνει το κουράγιο του, γονατίζει στον Θεό, τον πετούν έξω από το μαγαζί να τριγυρίζει σαν αλήτης και σαν άγιος μες στους δρόμους της Κυψέλης με το παρατημένο του πτυχίο πάνω στο μέτωπο, ένας άγνωστος κούρος, ναι αυτό είναι, ένα άγνωστος κούρος είναι πια και τίποτε.
Ο κόσμος σκεπάστηκε με πυρετό και κρύφτηκε. Στο βάθος της πόλης ανθίζουν κλαρίνα και νεοκλασικές βλαστήμιες, η μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού καίγεται, εκείνος ο τρελός λαγός ξεδιψάει στην γωνιακή παμπ, μεθυσμένος μέχρι θανάτου. Μα τα παιδιά που τον γνωρίζουν περνούν από τα γαλάζιο μου στενό και χαλούν τον κόσμο. Τρέχουν στην παμπ, τον σέρνουν έξω, τον βάζουν να γυρνάει απελπισμένος γύρω από τα σύρματα, κάθε τόσο τον αγκυλώνουν και γελούν όσο ο τρελός λαγός πασχίζει να βρει μια έξοδο. Το σύρμα κόβει και τα χέρια των παιδιών, αίματα παντού και μαύρες καρδιές.
Κοίταξα στο απέναντι μαγαζί. Εμπόριο ηλεκτρικών ειδών, ακριβώς αντίκρυ στο γαλάζιο μου στενό, τι θάνατος! Στην βιτρίνα ο δέκτης προβάλλει τον τρελό λαγό. Ο τελευταίος, με την θηριώδη του στολή μιλά με μια βαριά προφορά. Ο τρελός λαγός είναι η σειρά που αγαπούν τα παιδιά και οι εκτοπισμένοι. Στο φόντο έχει ένα τελάρο με εκείνον τον παριζιάνικο, μέθυσο λαγό της Μονμάρτης, οι λαμπτήρες τριγύρω αναβοσβήνουν με ακαθόριστο τέμπο. Ένας γεμάτος πληγές τρελός λαγός δείχνει στα παιδιά πώς να φτιάχνουν χάρτινα καραβάκια. Καραβάκια για τους εκτοπισμένους και τους ποιητές και τους απατημένους να έρχεται να αποκοιμιέται εκείνη η μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού.