Τι άλλο μπορούσε να περιμένει; Ίσως δεν είχε καταλάβει. Απέφευγε την πραγματικότητα που είχε συμβεί, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια συνειδητοποίησης της κρισιμότητας ολόκληρης αυτής της πορείας που τον είχε φέρει σε ένα τέλος, μόνο, και, αλίμονο, στα σίγουρα χαμένο. Κανονικά θα έπρεπε να είναι απελπισμένος. Τουλάχιστον, μια μικρή, έστω προσποιητή ανησυχία, για τη συνέχεια ήταν, υπό κανονικές συνθήκες, αναμενόμενη. Αλλά, σάμπως θα υπήρχε άλλη στιγμή για αυτόν. Εκτός κι αν πίστευε στην αιώνια ζωή κάποιου άλλου, διαφορετικού κόσμου. Καλό θα ήταν να έβαζε μια σειρά σε αυτά που έγιναν. Το τόσο μακριά είναι τόσο κοντά τώρα, βιάστηκε να παραδεχτεί πριν ξεκινήσει βαριεστημένος τον απολογισμό.
Η Αλίκη άφαντη. Μάταια προσπαθούσε να την ξαναβρεί κι ας είχε ψάξει σε τόσες και τόσες πόλεις που του είχανε πει ότι την είχαν δει να τριγυρίζει. Γύρισε πίσω βαστώντας ένα πορφυρό γράμμα που του είχε αφήσει κάπου στη Λισαβώνα, μαζί με εκείνο το ξεχωριστό της δώρο. Και πάλι μόνος, τώρα. Τι είχε συμβεί; Το τέλος της βίας; Μπα! Κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο. Η σφαίρα, αφού κατάφερε να ξεφύγει από τη φυλακή, αξιοποίησε το χαλκό και το μόλυβδό της για να γίνουν όλα όπως έπρεπε, χωρίς την παραμικρή παραχώρηση. Είχε ταξιδέψει για τα καλά. Αναίμακτα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ενδιάμεσες στάσεις αλλού. Η καρδιά του δεν έβγαλε σταγόνα από αίμα. Το δικό της το υγρό είχε το χρώμα ενός λυπημένου ουρανού. Σαν να ήταν έτοιμη από καιρό, για εκείνο το ταξίδι. Ξεκινώντας σαν μια αστραπή πάνω στο νερό, ύστερα χύμηξε προς τα εκεί που είχε βρει καταφύγιο μια αγάπη χωρίς όρια, καταλήγοντας σε μια ψυχή που ήξερε να πονά και να νοιάζεται. Ο ίδιος ήταν γεμάτος από σπάνια περιέργεια. Πού θα διηγούταν, αυτή η συνεσταλμένη σφαίρα, όλες τις εμπειρίες της; Ή μήπως αναμνήσεις; Μεγάλο ταξίδι, σε αχαρτογράφητα νερά, βλέπετε. Του είχε κάνει το πιο πρωτότυπο δώρο. Ένα ταξίδι μέχρι το τέλος του κόσμου. Του δικού του. Εκείνο το βράδυ, χειμώνας ήταν, Γενάρης στα ντουζένια του, η ώρα περνούσε εντελώς άσκοπα, όπως το έκανε σχεδόν πάντα, και καθώς στριφογύριζε σαν παιχνίδι στο δάχτυλο του αριστερού, του καλού, χεριού του, το δώρο της, ξαφνικά ένας από τους έξι γεμάτους θαλάμους του πήρε εντολή για εκτόξευση. Και ύστερα έμεινε κενός. Ταξίδι να σου πετύχει! Δεν είχε προλάβει να αναλογιστεί πως ξέσπασε το περιστατικό, αυτή η λάθος κίνηση, όμως η κατάσταση των πραγμάτων δεν ευνοούσε μακρόσυρτους συλλογισμούς. Η αγωνία, η δικιά του αγωνία τη στιγμή που η σφαίρα ταξίδευε μέσα από τα φανερά και κρυφά του όρια, δεν μπορούσε με τίποτα να συγκριθεί. Αυτό το πέναλτι δεν θυμόταν για ποιο λόγο είχε δοθεί. Μια σφαίρα από συναισθήματα, της δικιάς του της Αλίκης υπέθετε, χαμογελώντας διστακτικά, που κατευθύνθηκε από την καρδιά που ήταν γεμάτη αγάπη προς την ψυχή που ποτέ δεν έκανε δεύτερες σκέψεις. Ένα ταξίδι ήταν κι αυτό και συγχωρέστε με που δεν κατάφερα να είμαι πιότερο περιγραφικός, όμως τι μπορεί να περιμένετε από έναν άνθρωπο που μοναδικό του μέλημα είναι να μην τον συγκρίνουν με μια μηχανή. Όλα θα πάνε καλά.
Ο Χαράλαμπος Κόκκινος γεννήθηκε (1966) και μεγάλωσε στο Περιστέρι, ενώ από το 2007 ζει στο Χολαργό. Σπούδασε μηχανικός στο ΕΜΠ, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Εργάστηκε στον τομέα της Εκπαίδευσης Ενηλίκων, διδάσκοντας για περισσότερα από είκοσι χρόνια ενώ παράλληλα είχε την ευθύνη σχεδιασμού και υλοποίησης προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά: Ρεύματα, Οδός Πανός, Fractal, Eyelands, Ο Πολίτης, Δευκαλίων, Νεύσις, Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, International Journal of Humanities, Synesis, Open Journal of Philosophy.
Τον Νοέμβριο του 2021 εκδόθηκε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του (Απλή Μετάβαση, Εκδόσεις Παράξενες Μέρες). Επίσης, κυκλοφορούν τα βιβλία του Η τεχνολογία συνδρομητής του πολιτισμού;, Εκδόσεις Παπαζήση, 2004 και Το Πλαίσιο της Τεχνολογικής Εξέλιξης: Κοινωνικό Περιβάλλον και Τεχνολογία, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα/ΕΚΠΑ, 2005.