Εκείνος:
Τα πρωινά, οι ώρες αιχμής και οι κυκλοφοριακές συμφορήσεις είναι φλύαρα. Από την άλλη, οι πρώτες ώρες της κάθε μέρας παρομοιάζονται με λακωνικό λογοτεχνικό πυροτέχνημα. Επεισόδια μικρά της ανθρώπινης ζωής που ξεφυτρώνουν από τυχαία γυάλινη ρωγμή στις όψεις από μπετό. Έμπνευση για ερωτικά ραβασάκια και αποφθέγματα που κινητοποιούν και φωτίζουν. Θα έσκαγαν στον μαύρο καμβά αυτών των πρώτων ωρών της ημέρας με δυνατό και πολύχρωμο κρότο τα πράγματα που βρήκαν διέξοδο από δόντια σφιγμένα και ντροπαλά στόματα. Πάνω σε εκείνα τα μπαλκόνια. Πλάι στην είσοδο της οικοδομής. Στα πρώτα σκαλάκια μιας εξωτερικής σκάλας και σε ένα σαλόνι που ίσα-ίσα διακρίνεται. Κυρίως τη νύχτα.
Αυτό βέβαια αν υπάρχει η τύχη για περιπλάνηση και παρατήρηση. Οι Κυριακές μού χαρίζουν τις τελευταίες τους ώρες -ένα κύκνειο άσμα- με τη μορφή μιας εισαγωγικής τελετής: το πώς κάθομαι στο χαλί ενός φίλου, έπειτα περπατάω με τα χέρια στις τσέπες και, ενώ ο κόσμος αποκτά ρομαντική χροιά, κοιτάω αδιάκριτα τα όνειρα να περιφέρονται μεταξύ των δωματίων στα διαμερίσματα που εκείνη την ώρα ακόμη φωτίζονται. Να περιφέρονται στο επίπεδο του δρόμου και στην κάθε σκοτεινή γωνία… Τότε σκάνε πυροτεχνήματα. Τότε τα σκουριασμένα κάγκελα τσιρίζουν αμέτρητα «ίσως», «μάλλον» και «θα ήθελα» και τα πεζοδρόμια καταλαμβάνονται από πρώτα φιλιά και αβάσιμες συζητήσεις.
Αλλά τώρα δεν είναι Κυριακή.
Δυο υποστυλώματα καδράρουν τις σιλουέτες των κατοίκων στα γειτονικά νοικοκυριά, κόντρα σε ουράνια χρώματα που προμηνύουν ότι η νύχτα, όπου να ‘ναι, αναλαμβάνει βάρδια. Τα πόδια μου ξεβολεύονται από βολική γωνία με τον κορμό μου.
Η τσάντα μου γεμίζει με πράγματα που ποτέ δεν χρειάζομαι αλλά πάντοτε κουβαλάω. Ακουμπάει τη πλάτη μου.
Το λεωφορείο γεμίζει σε κάθε του στάση απελπιστικά από όσους έχουν σχέδια για αυτή τη Παρασκευή.
Δυο τυπικοί χαιρετισμοί με όσους μοιράζονται κοινό ωράριο. Μόνο ρυτίδες κάτω από τα μάτια με αυτά τα ψεύτικα χαμόγελα ευγένειας.
Η πετσέτα μου στρίβει αγκαλιάζοντας τα εσωτερικά τοιχώματα του κάθε ποτηριού. Καθοδηγείται από χέρια που απομνημόνευσαν μηχανικά κινήσεις ικανοποιητικής δεύτερης περασιάς καθαριότητας.
Δεν περίμενα να βρεθώ ποτέ μου εκεί.
Η επιφάνεια μπροστά μου μαρτυρά άγαρμπες κινήσεις βουτηγμένες στο αλκοόλ και προσπάθειες απολύμανσής του με καθαριστικό. Τα μάτια μου λαμβάνουν οπτικά ερεθίσματα από απομονωμένα τραπέζια απέναντι μου. Ζευγάρια στα μέλια. Ζευγάρια με επιτακτική ανάγκη εύρεσης ενός ιδιωτικού χώρου. Άνδρες μόνοι που ροκανίζουν τα νύχια τους και φτύνουν τσόφλια. Άνδρες σε συνδυασμούς των 3, παραπονιούνται για την αύξηση των τιμών ή συζητούν τα τελευταία αθλητικά νέα. Παρέα κοριτσιών πάνω από ένα κινητό τηλέφωνο για απόφαση της τέλειας απάντησης… Που και που κάποιοι που απλά περνάνε καλά.
Περνάω καλά; Όχι επειδή δεν μπορώ να παρατηρήσω τις πτυχές της πόλης μετά τα μεσάνυκτα. Αυτό το κατάπια τη στιγμή που ξεβολεύτηκα από το μπαλκόνι μου. Αναρωτιέμαι αν περνάω καλά, αν είμαι καλά, επειδή έδωσα, όπως ισχυρίζομαι, χρόνο στον εαυτό μου για ενδοσκόπηση. Ενδοσκόπηση και εσωτερική αναζήτηση. Περνάω καλά τώρα που δεν με φαντάζομαι με ένα ταίρι γύρω από εκείνο το τραπέζι μπροστά μπροστά; Παλιά φοβόμουν να «δώσω» σε περίπτωση που δεν θα κατάφερνα να θεμελιώσω ούτε τον ίδιο μου τον ψυχισμό: και έτσι όλα θα κατέρρεαν άσχημα μπροστά από ένα ταίρι που δεν του άξιζε να μαζεύει ό,τι απέμεινε από μια προηγούμενη μου κρούση.
Θεραπεύτηκα έπειτα από τόσο καιρό; Απαντάω θετικά. Και τόσο ανώριμα συνειδητοποιώ ότι αυτό είναι μόλις το πρώτο βήμα. Ισχυρίζομαι ότι συνεχώς τρώω τα μούτρα μου επειδή η απόρριψη έρχεται μετά από την επίδειξη ελάχιστης προσπάθειας: Ότι έδειξα στοιχειώδες ενδιαφέρον. Ότι προσπάθησα να επικοινωνήσω. Ότι πείστηκα πως έλκομαι. Άρα δεν θα έπρεπε να με ξαφνιάζει που το «όχι» με ανακουφίζει τόσο πολύ. Άρα δεν είμαι καλά. Γιατί συνήθισα να μην περνάω καλά και το απόλαυσα;…
Μπήκε μέσα. Και κάπως σαν να προσπάθησε να συγκρατηθεί: να μην τρέξει προς το μπαρ από την αγωνία της, τον ενθουσιασμό της και την ανέμελη ζαλάδα της. Φτιάξε μου τη μέρα, πες μου τα νέα σου…πως πήγε το ραντεβού σου; Θέλω να τα μάθω όλα.
Εκείνη:
Τα ακριβά μπουκάλια, τα προβαρισμένα λόγια και τα φημισμένα ρεστοράν έχουν καταντήσει φλύαρα. Από την άλλη βέβαια, το μελετημένο ραντεβού σε ένα προσεκτικά επιλεγμένο παγκάκι, κιόσκι ή βράχο μοιάζει με λακωνικό λογοτεχνικό πυροτέχνημα. Ήταν βράδυ και πρέπει να ήμασταν στο τρίτο μας ποτήρι. Και, φυσικά, εννοώ πλαστικό ποτήρι που υποδεχόταν φθηνό κρασί του περιπτέρου από χέρια ελαφρώς ασταθή, υπό την επιρροή του αλκοόλ.
Δεν έχω γευθεί πιο ηδονικό οίνο. Κυρίως επειδή κατάπινα τη κάθε γουλιά και τον κοιτούσα καθώς τα λόγια του ξεχείλιζαν από το στόμα του. Λόγια για το πάθος του, για το αντικείμενο του. Λόγια για τα όνειρα του και τις φιλοδοξίες του. Πίνω ταυτόχρονα το κρασί από το μούστο των προσπαθειών του, της νοημοσύνης και της φαντασίας του. Κρασί που ρέει ακανόνιστα από τα λεπτά του χείλη.
Εστιάζω εξωτερικά και σκέφτομαι πως δεν με νοιάζει που δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Εστιάζω εσωτερικά και ανατριχιάζω που οι μήνες παίζουν κυνηγητό με την μετανάστευση του στις πολιτείες. Περνάω καλά μαζί του. Και του το λέω αυτολεξεί: «με κανείς να νιώθω καλά». Για πόσο καιρό θα περνάω καλά;
Με αφήνει στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, βάζοντας ένα κάπως απότομο τέλος στη γλυκιά φλυαρία του, υποστηρίζει ότι είναι αργά και πως πρέπει να κοιμηθώ αμέσως για την αυριανή πρωινή μου βάρδια. Η διαβεβαίωση της ήρεμης και ερωτοχτυπημένης μου χροιάς τον οδήγησε σε στροφή, να απομακρύνεται από το κατώφλι.
Η πλάτη του χάνεται μέσα στον λιγοστό φωτισμό της γειτονιάς, λίγο πριν στρίψει σε μη ορατό πλέον σοκάκι.
Τα δάκτυλά μου ψηλαφίζουν τα πράγματα μέσα στη τσάντα μου και έπειτα ακουμπούν τα κλειδιά της εξώπορτας.
Δεν θα ηρεμήσω αν δεν τα πω σε κάποιον, αν δεν τα πω σε εκείνον…
Ανοίγω την πόρτα του μαγαζιού. Πέρα από την ακανόνιστη και αραιή στοίχιση απομονωμένων τραπεζιών, βρίσκεται εκείνη η επιφάνεια. Επιφάνεια που έχει δεχτεί τους μονολόγους μου, στηριζόμενη στον ένα αγκώνα. Επιφάνεια που έχει βαπτιστεί με τις άγαρμπες μου κινήσεις με φτηνή βότκα και μαργαρίτες. Επιφάνεια που έχει φιλοξενήσει όμορφες νύχτες που είχα ανάγκη να τα πω σε εκείνον, πάντα εκείνες τις μέρες της εβδομάδας πίσω από αυτή την λερωμένη και άθλια επιφάνεια.
Όταν προχωρούσα προς το μέρος του, τα χέρια του ακόμα σκούπιζαν ποτήρια με εκείνο το χαρακτηριστικό πανί. Διεξοδικά, να τα χαϊδεύουν με ακανόνιστες στριφογυριστές κινήσεις.
Έρχομαι να σου πω τα νέα μου και πως εξελίχθηκε το σημερινό λακωνικό λογοτεχνικό μου πυροτέχνημα. Το πώς θα εξελίσσεται μέσα στους επόμενους δυο μήνες είναι άγνωστο.
Σου κλείνω το μάτι από απόσταση και ξέρεις ήδη τι θα πιώ απόψε. Δεν περίμενες να με δεις εδώ αυτή τη βραδιά, αλλά και πάλι, κάπως σαν να έλαμψες εκ νέου όταν περπατούσα δίπλα από τα ζευγάρια μίας νωχελικής Παρασκευής. Ούτε εγώ περίμενα να καταλήξω τελικά εδώ…ή βασικά για να είμαι ειλικρινής:
Δεν περίμενα να βρεθώ ποτέ μου -έτσι- εδώ.
Μπερδεμένη και ανήσυχη. Ανυπόμονα υπομονετική. Δεν έχω τον έλεγχο των πραγμάτων και ταράζομαι πάνω από μία επιφάνεια που με έχει ακούσει να εξιστορώ απορρίψεις και προσωπικό έλλειμα ενθουσιασμού. Να εκπέμπω αυτοπεποίθηση και φεμινισμό. Τώρα ανοίγω το στόμα μου, υποδέχομαι περισσότερο αλκοόλ και η φωνή μου τρεμοπαίζει από την αδυναμία απέναντι σε έναν άνθρωπο, από την αδυναμία απέναντι σε αυτή την αναπόφευκτη απόληξη.
Ίσως είναι φυσιολογικό για εμένα -ή και τον οποιονδήποτε- να σκέφτομαι δυο βήματα παραπέρα, το μέλλον μαζί του και το μέλλον χωρίς αυτόν. Αλλά αυτή η διαδικασία αποτροπής της απρόβλεπτης εξέλιξης ή έκπληξης δηλητηριάζει βιαστικά την μαγεία της στιγμής. Η πρόβλεψη του γνωστού τέλους τη δολοφονεί βίαια. Είναι όταν εστιάζω εξωτερικά που φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να κάνω μαζί του όλα αυτά που επιβάλλει ο φρέσκος ενθουσιασμός. Είναι όταν εστιάζω εσωτερικά που νομίζω ότι δεν γεύτηκα ακόμα τις φρουτώδεις επιγεύσεις της φαντασίας του, που τόσο αρμονικά δένουν με το κρασί του λόγου του.
Περνάω καλά μόνο όταν δεν σκέφτομαι για πόσο ακόμα. Γιατί κάτι που ξέρω ότι θα γίνει δεν μ ‘αφήνει να απολαύσω αυτό που προηγείται;
Νομίζω έχουμε και οι δυο τις έγνοιες μας. Αλλά όσο και αν μεγαλώσουμε, θα εύχομαι -κάπως εγωιστικά- αυτή η επιφάνεια να ακούει πάντα πρώτη μαζί σου τις χρωματιστές κροτίδες της ζωής μου. Κάτω από κερασένιους ουρανούς και υπό τη φροντίδα ενός μουσικού προγράμματος που έχουμε πια βαρεθεί.
Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.