ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Το φασόλι
…Χιλιοειπωμένες ματαιότητες:
Ποιος έχει τι, και πού τα βρίσκει, και ποιος είναι φίλος με ποιόν, και πούθε κρατά η σκούφια του, και πόσες γενιές βαστάει το τάδε τζάκι, και αν η Ανάστασις είναι εντός ή εκτός μας, και αν ο Έρως είν’ έτσι ή αν είναι αλλιώς…
Ή ίδια φάρσα και πάντα, πάνω απ’ όλα, το ίδιο πάντα ψέμα.
Έσκυβα σιωπηλός στα δίχως αγάπη μαγειρεμένα φαγητά και κατάπινα με δυσκολία τις μπουκιές, ώσπου ο μικρός μελαψός λακές -ποιος ξέρει πού το ψάρεψαν και το μασκάρεψαν έτσι το παιδί- γεμίζοντας κρασί το ποτήρι μου, συνάντησε το βλέμμα μου. Μισή στιγμή τα είπαμε όλα· έσκασαν δυο λακκάκια στις άκρες των χειλιών του κι έφυγε. Και στον επόμενο γύρο, γεμίζοντας πάλι το ποτήρι μου κρασί, απίθωσ’ επιδέξια πάνω στην πετσέτα μου ένα φασόλι.
Κανείς δεν είδε τίποτα, γιατί μιλούσανε για την Αθανασία της ψυχής.
Το πήρα στη χούφτα μου κι έβαλα το χέρι στην τσέπη. Το φασόλι ακούμπησε μαλακά πάνω σε μία φλέβα και μού έστελνε τις ανάσες του:
…«Ήταν, έλεγε, ένα χωράφι γεμάτο φασολιές και ζουζούνια και σαλιγκάρια και μέρα και νύχτα και κρύο και ζέστη και πουλιά και βροχή και ήλιο και καλάμια που τις στήριζαν. Κι όταν με τα πολλά οι φασολιές έφτιαξαν τα φασόλια τους, ήρθανε χέρια και τα μάζεψαν. Και τα ’βαλαν σ’ ένα τσουβάλι. Και το τσουβάλι το άφησαν στο μαγαζί. Κι ερχότανε η σέσουλα και κάθε τόσο έπαιρνε φασόλια και τα ’βαζε σε σακούλες. Και από μια σακούλα, από μια τρύπα· ένα έπεσε. Έπεσε στην άκρη τού δρόμου κι έμεινε μόνο του, κάτω από κάτι παπαρούνες. Κι όταν έμεινε έτσι μόνο, θυμότανε το περιβόλι με τις φασολιές κι όλα όσα είχε ζήσει ίσαμε τώρα. Μα τώρα νόμιζε πως τίποτα δεν τού θύμιζε τη ζωή του. Τίποτα. Τώρα ήτανε μόνο. Κατάμονο. Και το κοφίνι με τη σακούλα που είχε τ’ άλλα φασόλια, ξεμάκραινε πάνω στη ράχη ενός γαϊδουριού. Το φασόλι πάγωσε. Φώναξε· κανείς δεν απάντησε. Ξαναφώναξε· κανένας. Δάκρυσε και βάλθηκε να κλαίει.
Έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε. Με τις μέρες έκλαιγε… Ώσπου απ’ το κλάμα η γης γύρω του άρχισε να νοτίζει, να μουσκεύει, και το φασόλι φύτρωσε».
«Μη χειρότερα!» είπα. Άνοιξα την παλάμη, κι έβγαλα το χέρι απ’ την τσέπη και σήκωσα το ποτήρι μου, κάτι να ευχηθώ κι εγώ μαζί με τους άλλους. Μετά· πάλι στην τσέπη, έπιασα το φασόλι, το ’σφιξα. Μα δεν μού έστελνε τίποτα. Τίποτα. Ούτε μιαν ανάσα. Δαγκώθηκα· γιατί έτσι;
Όταν φεύγαμε, ο μικρός λακές έσπευσε χαρούμενος να με βοηθήσει να βάλω το πανωφόρι μου. Με κοιτούσε λάμποντας.
«Είναι πολύ ανόητη ιστορία» τού είπα. Είχα πειραχτεί γιατί το φασόλι τα είπε έτσι ξερά κι ύστερα σταμάτησε να μού λέει. Το χαμόγελό του έσβησε. Με κοίταξε σοβαρά, σκοτεινιασμένος, με οδύνη:
«Μα· ξέρετε πόσο πονάει ένα φασόλι που αρχίζει να φυτρώνει, ύστερ’ από τόσο κλάμα;»
Όμως είχα ήδη φορέσει το ένα μανίκι τού πανωφοριού μου. Έπρεπε να φορέσω και τ’ άλλο. Και οι άλλοι έφευγαν. Δεν είχα καιρό.
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
alexadam48@hotmail.com
Από τα «Δώδεκα και ένα ψέματα»
Άγρα: ISBN 978-960-325-829-2