Τίποτα τώρα δε θ’ αντιληφθείς
ένα στεφάνι από σάρκα
εξάγνιση της φύσης μας
γδέρνουνε τις παλάμες μας σταγόνες κάποιας κίτρινης βροχής
οι μέρες σου κοινές, τα ψέματά μου ταπεινά
ίσως αυτό το σώμα να ‘ταν το
ολόδικό μας κελί
γιατί να το γκρεμίσουν;
Τίποτα τώρα δε θα αντιληφθείς
σφάχτηκε ηρωικά και η τελευταία μου ανάμνηση
όσο με ανακρίνεις
θ΄ αλλάζω βάρδιες με τους ήχους της βροχής
θα ανοίξω διάπλατα στις αιμοβόρες υποσχέσεις
να μας καταβροχθίσουν
κανείς δε θα μας σώσει
ίσως αυτό το σώμα
να τη γεννούσε λίγη ζωή
γιατί να το γκρεμίσεις;
Οι σκιές που δεν γνωρίσαμε ποτέ ή αλλιώς
οι λέξεις που δεν πρόφτασα να κλέψω
σκεπάζουν τα μάτια του νεκρού παιδιού
ετοιμοθάνατη αγνότητα,
στερνά μου χάδια,
βυζαίνω τρυφερά της συμφοράς το γάλα
το πρόσωπό μου το αλλοτινό
αγκομαχά κάπου
σε κάποιο αχαρτογράφητο στενό,
του λείπει το γαλάζιο χέρι
γλείφει το χώμα
μ’ ένα μάτι μισάνοιχτο διαλέγει σύννεφο για αντικαταστάτη
ο πόνος είναι υπόθεση βάθους
τυφλός αναπολώ
τα μαλλιά μου να πέφτουν
τις σόλες να σμιλεύουν τα όμορφά μου χείλη
τη λεπτή μου μύτη
τα θλιμμένα φρύδια μου
τίποτα τώρα δε θα αντιληφθείς
βρήκε στα πάθη σου τη θέση του ο χρόνος
αυτός που φρόντισε σα μάνα μας
να γιάνει όλες τις πληγές
αυτός
που σκύβει επάνω σου λίγο πριν του παραδοθείς
που δίδαξε στο σώμα σου
το σιωπηλό κυμάτισμα των φύλλων του χειμώνα
να το μιμείσαι κάθε που
το ανθρώπινό σου βάρος
σε παιδεύει
– του χρωστάς το βάρος μας –
τα νοτισμένα βλέφαρα
τα ερεθισμένα ακροδάχτυλα
των αστεριών υγρά φιλιά
καπνός και πυρωμένα ξύλινα στολίδια
ανάσες του χρωστάς
κι η οροφή σιγογκρεμίζεται
κοίτα, να
συλλογίζομαι πόσες αρνήσεις στεριώσαν τη ζωή μου,
όσα κι αν μ’ έμαθαν
το σπίτι αυτό πια δυσκολεύομαι να το αναγνωρίσω
κυλάνε δάκρυα, σκεπάζουνε το χώρο οριστικά
βουτάω στην απόγνωση
σαν τα πουλιά που γέννησε το στόμα σου
την πίκρα σπόρο σπόρο κοινωνάω
δεν έμαθα πολλά μα
κουράστηκα να ψαλιδίζω είδωλα,
κουράστηκα να απορώ
έχεις ακούσει τα φτερά τους να πάλλονται;
Άβολοι διάλογοι, ίχνη αποχαιρετισμών
κι η αγκαλιά μου,
προφανής
μια επανάληψη στιγμής υπερεκτιμημένης
κι εσύ στο πλάνο ζωντανός και ακριβής
γνέφεις συγκαταβατικά
μη γνωρίζοντας την αξία του αδιέξοδου
φυτεύεις λεμονιές για τις νεκρές σου μνήμες
ποτίζεις το χαμό τους
αλήθεια λες, ο κόσμος άλλαξε
κι εμείς κοντά του
ανθίζουν κενοτάφια και ποιος να το περίμενε
φέτος η άνοιξη θα τρέχει στο ρυθμό σου.
Τίποτα όμως δε θ’ αντιληφθείς
πως κλίθηκε η λέξη σώμα όταν της λάβωσες τα χέρια
τα ανορθόγραφα λειπάμαι να την περικυκλώνουν
βουτιές, φωνές, καλώδια ισορροπίας
το κουτί με τα σημαδεμένα πρωινά σου βότσαλα
η επίκληση κάτι μισοπνιγμένων επιθυμιών
ακούγεται σε λα μείζονα
κι ένας άνθρωπος καθ’ όλα λογικός
διαλέγει το κενό
έχεις ακούσει τα φτερά του να πάλλονται;
μες το υγρό υπόγειο των παύσεων
προφταίνω απόψε να ξαπλώσω
Η Υακίνθη Στρατοπούλου ζει και εργάζεται στην Αθήνα μοιράζοντας παράλληλα τον εαυτό της σε καμβάδες και λέξεις.