Ὅταν ἄνοιξα τὰ βλέφαρα διαπίστωσα ὅτι ἤμουν τυλιγμένος μέσα σὲ πηχτὸ σκοτάδι. Πρέπει νὰ εἶχα βγῆ ἀπὸ βαθὺ ὕπνο ἢ λήθαργο. Τὰ πρῶτα λεπτὰ βρισκόμουν σὲ μία σύγχυση κι ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω ποὺ βρίσκομαι καὶ τί μου συμβαίνει, συνέχιζα νὰ τὰ ἔχω χαμένα. Ὁ νοῦς μου καὶ κυρίως ἡ μνήμη μου ἦταν σ’ ἀδράνεια. Δὲν μποροῦσα νὰ θυμηθῶ τί ἔκανα πρὶν βγῶ ἀπ’ τὸν λήθαργο κι ἀνοίξω τὰ μάτια.
Ἡ ἀπόλυτη κυριαρχία πάνω στὶς αἰσθήσεις μου ἦρθε ἀργὰ καὶ σταδιακά. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔνιωσα ἦταν μία μεγάλη πίεση στὸν αὐχένα καὶ ἕνας ἔντονος πόνος στὸ κεφάλι ποὺ ξεκίναγε ἀπ’ τὴν κορφή του καὶ διακλαδιζόταν σ’ ὅλο τὸ κρανίο. Αὐτὸ μοῦ ἦταν ἰδιαίτερα ἐνοχλητικὸ καὶ δὲν ἄφηνε, ἀρχικά, τὴν προσοχή μου νὰ στραφῇ ἀλλοῦ παρὰ μόνον στὰ χάλια ποὺ βρισκόταν τὸ κεφάλι κι ὁ αὐχένας μου.
Ὅσο φωτιζόταν ὁ νοῦς μου τόσο περσότερο ἄρχιζα νὰ καταλαβαίνω τί μου συνέβαινε. Κι αὐτὸ ἦταν μία ἀνακούφιση γιὰ μένα ἀπ’ τὸ ἀρχικὸ νοητικὸ ἀνακάτωμα στὸ ὁποῖο εἶχα παγιδευτῆ προσωρινά. Ἔκανα ἀρκετὲς προσπάθειες νὰ κουνήσω τὸ σῶμα μου ἢ τ’ ἄκρα μου ἀλλ’ αὐτὸ κατέστη ἀδύνατο. Παρέμενα ἀκίνητος καὶ τελικὰ διαπίστωσα, μετ’ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες, ὅτι μόνον τὸ κεφάλι μου, τὰ μάτια μου καὶ τὸ στόμα μου μποροῦσα νὰ κινήσω.
Πρέπει νὰ ἤμουν κάπου ξαπλωμένος ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ποῦ. Ἡ ἀπώλεια αἴσθησης τῶν ἄκρων καὶ τοῦ κορμοῦ δὲν μὲ βοηθοῦσε καθόλου σ’ αὐτό. Μὲ μία ἐλαφριὰ ἐπαναλαμβανόμενη κι ἐναλλὰξ κάμψη κι ἔκταση τοῦ αὐχένα ποὺ ἔκανα, τὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου χτυποῦσε πάνω σὲ μία ἐπιφάνεια ποὺ μᾶλλον ἦταν ξύλινη παρὰ πέτρινη ἢ σιδερένια. Αὐτό, τουλάχιστον, μπόρεσα νὰ συλλάβω ἀπ’ τὸν θόρυβο ποὺ ἔκανε τὸ κεφάλι καθὼς χτυποῦσε τὴν ἐπιφάνεια.
Ἑπομένως, σκέφτηκα ὅτι πρέπει νὰ ἤμουν ξαπλωμένος σὲ κάποιο κρεβάτι ἢ τέλος πάντων σὲ κάτι ποῦ ἔμοιαζε μὲ κρεβάτι· ἀλλὰ ἂν ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα γιατί δὲν ὑπῆρχε κάποιο ἔστω λεπτὸ στρῶμα ἀπὸ κάτω; Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμουν δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ καταλάβω περσότερα παρὰ μόνον νὰ περιορίζομαι σὲ εἰκασίες.
Ἔπειτα ἦταν κι ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι ποὺ δὲν μ’ ἄφηνε νὰ δῶ τὸν χῶρο. Γύριζα τὸ κεφάλι μου δεξιὰ κι ἀριστερὰ ἀναζητῶντας μὲ τὸ βλέμμα μου ἔστω καὶ μία ἀμυδρὴ πηγὴ φωτός, κάτι ποὺ ν’ ἀναδίδῃ μία λαμπράδα, ἀλλὰ ἦταν μάταιο. Ἔνιωθα ὅτι ἤμουν μέσα σ’ ἕνα κενό, στὸ ἀπόλυτο τίποτα κι αὐτό μου προκάλεσε ἔντονο φόβο.
Ὁ φόβος αὐτὸς κορυφώθηκε καὶ μετατράπηκε σὲ πανικὸ ὅταν ἄρχισα νὰ θυμᾶμαι πράγματα σχετικὰ μὲ τὸ πρόσφατο παρελθόν μου. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια νὰ μαζέψω τὰ διασκορπισμένα κομμάτια τοῦ νοῦ μου καὶ νὰ συγκεντρωθῶ, ὅσο μποροῦσα, στὰ περασμένα γεγονότα· ὅσα συνέβησαν δηλαδὴ πρὶν κλείσω τὰ μάτια καὶ πέσω σὲ βαθὺ ὕπνο.
Ἀρχικά, αὐτὸ δὲν ἦταν εὔκολο γιατὶ ἡ τωρινή μου κατάσταση μ’ ἀπασχολοῦσε πολὺ κι ἀπορροφοῦσε ὅλες μου τὶς νοητικὲς δυνάμεις. Τὴν ἴδια ἀδυναμία νὰ συγκεντρωθῶ στὸ παρελθὸν μοῦ προκαλοῦσε κι ἡ ἔντονη ἀνησυχία μου σχετικὰ μὲ τὴν ἀδυναμία ποὺ ἔνιωθα σ’ ὅλο μου τὸ σῶμα. Ἔπρεπε, ὅμως, νὰ βρῶ ἀπαντήσεις.
Ἔτσι σταδιακὰ καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφερνα στὴ μνήμη ἀποσπασματικὲς εἰκόνες ποὺ ἄλλες παραμένανε μπροστά μου ἐνῶ ἄλλες ἐρχόντουσαν κι ἔφευγαν πρὶν προλάβω νὰ βγάλω νόημα. Αὐτὸ τὸ κυνηγητὸ ἀναμνήσεων κράτησε δὲν ξέρω κι ἐγὼ πόση ὤρα. Ἄλλοτε τὸ σταμάταγα, ἀπελπισμένος ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ συλλέξω ὅλες τὶς εἰκόνες ἢ νὰ βάλω τὶς ἤδη ὑπάρχουσες σὲ μία λογικὴ σειρὰ κι ἄλλοτε τὸ ξαναξεκίναγα μὲ μεγαλύτερο πεῖσμα.
Ὅταν μπόρεσα, τελικῶς, νὰ θυμηθῶ τί μου εἶχε συμβεῖ, μὲ κυρίευσε πανικὸς καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπέραντη θλίψη. Κατάλαβα ἀμέσως, καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν ἀναμνήσεων, ὅτι πρέπει νὰ ἤμουν παράλυτος ἀπ’ τὸν αὐχένα καὶ κάτω!
Λίγες μέρες νωρίτερα -πόσες μέρες, αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ προσδιορίσω, ἀλλὰ δὲν εἶχε καὶ μεγάλη σημασία γιὰ μένα- βρισκόμουν στὸ πέτρινο μπαλκόνι ἑνὸς δίπατου σπιτιοῦ. Τὸ μπαλκόνι ἦταν στὸ πίσω μέρος τοῦ δεύτερου ὀρόφου ποὺ ἀπεῖχε ἀπ’ τὸ ἔδαφος τουλάχιστον πέντε μέτρα. Ὅλ’ ἡ ἐπιφάνεια αὐτοῦ τοῦ πίσω μέρους ἦταν γεμάτη μ’ ἀναρριχητικὰ φυτά, κυρίως μπιγκόνιες καὶ κισσούς, ποὺ ἔφταναν μέχρι τὸ πέτρινο μπαλκόνι καὶ τὸ τύλιγαν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Σκύβοντας πάν’ ἀπ’ τὸ ὑπερυψωμένο περβάζι τοῦ μπαλκονιοῦ ἔβλεπες αὐτὰ τὰ φυτὰ νὰ μπλέκονται τὸ ἕνα μέσα στ’ ἄλλο καὶ νὰ σχηματίζουν ἕνα πυκνὸ πλέγμα ἀπὸ φύλλα, διαφορετικοῦ μεγέθους, μίσχους κι ἄνθη ποὺ κορυφωνόταν στὴν ἄκρη τοῦ περβαζιοῦ.
Ἡ μητέρα μου, ποὺ τῆς ἄρεσαν τὰ καλλωπιστικὰ φυτὰ κι εἶχε γεμίσει τὸ μπαλκόνι μὲ γλάστρες γεμάτες ἀπὸ δαῦτα, σκέφτηκε νὰ φυτέψῃ καὶ κάποια ἀναρριχητικὰ δίπλα στὸν τοῖχο γιὰ νὰ στολίσῃ ἔτσι τὴν πίσω ὄψη τοῦ δίπατου σπιτιοῦ μας. Στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ ἁπλωνόταν ἕνας πλατὺς κῆπος κι ἑπομένως τὸ ἔδαφος ἦταν πρόσφορο γιὰ φύτεμα. Ὅταν οἱ κισσοὶ κι οἱ μπιγκόνιες φτάσανε μέχρι τὸ περβάζι, μοῦ ζήτησε νὰ τὶς κορφολογήσω γιὰ νὰ μὴν περάσουν ἀπ’ τὴ μέσα μεριὰ τοῦ μπαλκονιοῦ.
Κηπουρικὰ ἐνδιαφέροντα δὲν εἶχα ποτέ μου καὶ τὰ φυτὰ γενικὰ δὲν μοῦ προκαλοῦσαν καμία ἀπολύτως συγκίνηση, ὅπως προκαλοῦσαν στὴν μητέρα μου. Ἐπειδή, ὅμως, ἦταν προχωρημένης ἡλικίας εἶχα ἀναλάβει ἐγὼ τὴν περιποίηση ὅλων αὐτῶν τῶν φυτῶν, ἀπρόθυμα.
Βγῆκα στὸ μπαλκόνι μ’ ἕνα ψαλίδι κλαδέματος κι ἄρχισα τὸ κόψιμο. Κάποια στιγμὴ ἡ μητέρα μου, μοῦ ζήτησε νὰ τὴν βοηθήσω σὲ κάτι μέσα στὸ σπίτι -δὲν θυμᾶμαι τί- κι ἄφησα τὸ ψαλίδι πάνω στὸ περβάζι -τὸ περβάζι ἦταν ἰδιαίτερα στενὸ σὲ πλάτος καὶ πάνω στὴ βιασύνη μου τοποθέτησα τὸ ψαλίδι σὲ θέση ἐγκάρσια σὲ σχέση μὲ τὸ περβάζι, καθιστῶντας το ἔτσι εὐάλωτο σὲ πτώση.
Ὅταν ἐπέστρεψα στὸ μπαλκόνι γιὰ νὰ συνεχίσω τὸ κλάδεμα διαπίστωσα ὅτι τὸ ψαλίδι δὲν ἦταν πάνω στὸ περβάζι. Κοίταξα στὸ μέσα μέρος τοῦ μπαλκονιοῦ ἀλλὰ δὲν ἦταν πουθενά. Ὡς φαίνεται εἶχε πέσει ἀπ’ τὴν ἔξω μεριὰ κι ἂν δὲν ἤμουν ἄτυχος, δὲν θὰ εἶχε συγκρατηθῆ ἀπ’ τὸν κισσὸ ἀλλὰ θὰ εἶχε πέσει στὸν κῆπο. Ὅμως ἂν ἤξερε κανεὶς αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ συνέβαινε, θὰ ἔλεγε σίγουρα ὅτι ἤμουν ἄτυχος ποὺ ἐν τέλει συγκρατήθηκε ἀπ’ τὸν κισσό.
Κι ἤμουν πράγματι ἄτυχος γιατί ἔσκυψα πάν’ ἀπ’ τὸ περβάζι γιὰ νὰ φτάσω τὸ ψαλίδι ποὺ ἦταν σκαλωμένο λίγο πιὸ κάτω ἀπ’ τὸ ὕψος τοῦ περβαζιοῦ. Εἶχα τεντώσει τὸ σῶμα μου καὶ πιὸ πολὺ τὸ χέρι μου ποὺ λίγο ἤθελε νὰ φτάσῃ τὸ ψαλίδι. Δὲν εἶχα προλάβει νὰ τ’ ἀγγίξω ὅταν ἔνιωσα ν’ ἀναποδογυρίζω καὶ νὰ πέφτω στὸ κενό! Κι ἔπειτα σκοτάδι. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς σκοτάδι στὸ ὁποῖο βρισκόμουν τώρα.
Μέχρι ἐκεῖ κατάφερα νὰ θυμηθῶ ὕστερα ἀπὸ πολὺ κόπο καὶ κυνηγητὸ εἰκόνων κι ἀναμνήσεων.
Ἡ πτώση πρέπει νὰ μοῦ προκάλεσε ὅλη αὐτὴ τὴν σχεδὸν ὁλικὴ παραλυσία γιατί ἴσως νὰ ἔπεσα μὲ τὸ κεφάλι στὸ δάπεδο κι αὐτὸ νὰ μοῦ ἔκανε ἀνεπανόρθωτες ζημιὲς στὸν ἐγκέφαλο ἢ στὸν νωτιαῖο μυελό.
Αὐτὲς οἱ μακάβριες σκέψεις γέμισαν τὴν καρδιά μου μὲ θλίψη γιαυτὸ πού μου εἶχε συμβεῖ. Καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἐδῶ γύρω γιὰ νὰ μοῦ τὶς ἐπιβεβαιώσῃ ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση νὰ μοῦ τὶς διαψεύσῃ. Ἤμουν σὲ μία ἀπόλυτη μόνωση κι αὐτὸ αὔξαινε τὴν ἀγωνία μου νὰ μάθω τελικὰ ἂν εἶχα δίκιο ἢ ἄδικο· ἂν οἱ μνῆμες μου ἦταν σωστὲς κι ἐξηγοῦσαν τὴν τωρινή μου ἀδυναμία νὰ κινηθῶ.
Ἄρχισα νὰ καταριέμαι πρῶτα τὴ μάνα μου ποὺ ἐξαιτίας της βρέθηκα νὰ πέφτω στὸ κενό, γιατὶ ἂν δὲν μοῦ εἶχε ζητήσει νὰ κλαδέψω τὰ φυτὰ δὲν θὰ ἔπεφτα. Ναί, αὐτὴ ἔφταιγε ποὺ βρισκόμουν τώρα ἐδῶ σ’ αὐτὴν τὴν ἄθλια θέση. Κι αὐτὸ κράτησε γιὰ κάποια ὥρα μέχρι ποὺ ξεκίνησα νὰ σιχτιρίζω τὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτὸ ποὺ δὲν πρόσεξε ποὺ ἔβαζε τὸ κλαδευτήρι· γιατί ἂν τὸ εἶχα ἀκουμπήσει στὸ πάτωμα, δὲν θὰ ἀναγκαζόμουν νὰ τ’ ἀναζητήσω μέσα στοὺς κισσοὺς καὶ κατ’ ἐπέκταση νὰ χάσω τὴν ἰσορροπία μου καὶ νὰ τσακιστῶ. Καὶ μία ἔριχνα τ’ ἀνάθεμα στὴν μάνα μου καὶ μία σὲ μένα.
Κάποτε ξεθύμανε ὁ θυμός μου κι ἔπεσα σὲ μία βαθιὰ ἄρνηση νὰ παραδεχτῶ τὴν θέση στὴν ὁποία βρισκόμουν. Σκαρφίστηκα ἕνα σωρὸ δικαιολογίες κι ἔπλασα μπόλικες ἱστορίες γιὰ ν’ ἁπαλύνω τὸν ψυχικό μου πόνο καὶ τὴν ἄμετρη ἀγωνία μου. Σίγουρα, σκέφτηκα, δὲν ἔγιναν τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ φαντάστηκα πρίν· ἁπλῶς ἡ μνήμη μου μοῦ ἔπαιζε ἄσχημα παιχνίδια. Ἦταν πιὸ πολὺ ὁ φόβος ὅτι δὲν θὰ ξαναπερπατήσω ποὺ μ’ ἔκανε νὰ σκεφτῶ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ζοφερὰ περὶ πτώσης μου. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα συνέβη, σίγουρα δὲν ἔπαθα τόση μεγάλη ζημιά. Θὰ ἐπανέλθω στὴν πρότερή μου κατάσταση καὶ θὰ ξαναπάω στὸ μπαλκόνι ν’ ἀπολαύσω ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ τὸν κῆπο μας καὶ τ’ ἀναρριχητικὰ φυτά μας. Ἢ ἀκόμα κι ὅτι ὅλ’ αὐτὰ ἦταν ἕνα κακὸ ὄνειρο καὶ θὰ ξυπνήσω σύντομα μέσα στὸ φῶς, δίπλα στὴ μητέρα μου.
Αὐτὲς οἱ σκέψεις μὲ βοήθησαν προσωρινὰ νὰ ξεπεράσω τὴ μιζέρια μου καὶ νὰ κάνω σχέδια γιὰ τὴ ζωή μου ξανά. Ὅταν ὅμως κατάλαβα ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τῆς ὥρας ἡ ἀνημποριά μου παρέμενε ἡ κυρίαρχη κατάσταση, ξαναέπεσα στὰ ἴδια καταθλιπτικὰ αἰσθήματα καὶ στὶς ἴδιες ἀποθαρρυντικὲς ἰδέες. Τότε ἔνιωσα στὰ μάγουλά μου μία ὑγρασία· ἦταν τὰ πρῶτα δάκρυα ποὺ κυλοῦσαν ἀργὰ πάνω στὸ πρόσωπό μου. Ξέσπασα σὲ λυγμοὺς καὶ γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ἔκλαιγα.
Κάποια στιγμὴ ἔπεσα σὲ ὕπνο βαθὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια μου ἐδῶ μέσα. Ἔνιωσα μία ἐξάντληση συναισθηματικὴ κι αὐτὸ μὲ ὁδήγησε σὲ μία σωτήρια ἀπώλεια ἐπαφῆς μὲ τὸ βασανιστικὸ σκοτάδι. Σὰν νὰ ἤθελα νὰ ξεφύγω γιὰ λίγο ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐφιάλτη ποὺ ζοῦσα γιὰ νὰ ἠρεμήσω.
Δὲν ξέρω γιὰ πόση ὥρα κοιμήθηκα. Πάντως ὅταν ξύπνησα βρισκόμουν στὸ ἴδιο σκοτάδι, ξαπλωμένος κάπου, μὴ δυνάμενος νὰ κουνηθῶ οὔτ’ ἕνα ἑκατοστό. Ἔνιωθα ἀδύναμος. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα θορύβους νὰ ἔρχονται ἀπὸ διαφορετικὰ σημεῖα τοῦ χώρου, ἀλλὰ ὅταν ἐπικεντρώθηκα περσότερο σ’ αὐτούς, κατάλαβα ὅτι ἔρχονταν ἀπὸ πάνω μου!
Σκέφτηκα ὅτι τοὺς θορύβους αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς κάνουν ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐδῶ κοντά. Αὐτὸ τουλάχιστον ἤλπιζα κι ἔκανα νὰ φωνάξω βοήθεια μπᾶς καὶ μ’ ἀκούσουν. Ὅμως μὲ τρόμο διαπίστωσα ὅτι ἀντὶ γιὰ φωνὴ ἔβγαινε ἕνα σιγανὸς συριγμός, σὰν αὐτὸν ποὺ βγάζουν τὰ φίδια ὅταν κουλουριάζονται καὶ βρίσκονται σ’ ἄμυνα. Προσπάθησα κι ἄλλες φορὲς νὰ φωνάξω δυνατά, ἀλλὰ τοῦ κάκου· δὲν ὑπῆρχε πιθανότητα νὰ μ’ ἀκούσῃ κανείς. Ὁ συριγμός μου ἦταν ἀπελπιστικὰ σιγανός. Νὰ εἶχε πειραχτῆ κι ἡ φωνή μου ἐκτὸς ἀπ’ τὴν κινητικότητά μου;
Ἄρχισαν νὰ αἰωροῦνται ἀπὸ πάνω μου καὶ νὰ ἁπλώνουν τὰ μεγάλα τους μαῦρα φτερὰ οἱ ἴδιες φρικιαστικὲς σκέψεις ὅπως νωρίτερα. Μακάρι νὰ μὴν εἶχα ξυπνήσει καθόλου. Μὰ πάλι ἡ ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ ἔρθῃ νὰ μὲ βγάλῃ ἀπ’ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ τὴν ἀλήθεια, ἀναζωπυρώθηκε μέσα μου ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς εἶχα ἀκούσει αὐτοὺς τοὺς περίεργους θορύβους.
Κι ὅσο κυλοῦσε ὁ χρόνος οἱ θόρυβοι αὐτοὶ συνεχίζονταν μὲ τὴν ἴδια ἔνταση καὶ συχνότητα ὥσπου συνειδητοποίησα ὅτι πρόκειται γιὰ ἀνθρώπινες φωνές! Δὲν μποροῦσα ὅμως νὰ νοήσω τί λένε. Λὲς καὶ μπαίνανε σ’ ἕνα πολὺ μακρὺ σωλήνα καὶ μετὰ ἀπ’ ὤρα βγαίνανε ἀπ’ τὴν ἄλλη ἄκρη του, ἀποδυναμωμένες καὶ μουντές, στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόμουν ἐγώ! Πρέπει νὰ γινόταν κάποιος διάλογος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν γιατί ὅταν σταμάταγε ἡ μία φωνὴ ξεκίναγε μία ἄλλη, ποτὲ ὅμως δὲν ἀκούγονταν ταυτόχρονα.
Ξεκίνησα πάλι τὶς ὑποθέσεις: Μπορεῖ νὰ εἶναι γιατροὶ ποὺ συζητᾶνε γιὰ τὴν κατάστασή μου κι ἑτοιμάζονται νὰ μ’ ἐπισκεφτοῦν γιὰ νὰ μοῦ κάνουν ἀνακοινώσεις σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία μου. Ἄρα πρέπει νὰ βρίσκομαι σὲ κάποιο νοσοκομεῖο. Ἀλλὰ πάλι γιατί μὲ ἔχουν στὰ σκοτάδια καὶ δὲν ἔχει ἔρθει τόση ὥρα κάποια νοσοκόμα ἔστω γιὰ νὰ μὲ φροντίσῃ, ὅπως εἴθισται στὰ νοσοκομεῖα; Ἴσως νὰ εἶναι ἀκόμα νωρὶς κι ἡ κατάστασή μου νὰ χρήζῃ διαμονῆς σὲ σκοτεινὸ κι ἥσυχο δωμάτιο.
Ὅταν σταμάτησαν ν’ ἀκούγονται οἱ φωνὲς περίμενα μήπως ξαναξεκίναγαν ἢ μήπως ἄκουγα βήματα νὰ πλησιάζουν. Τίποτα ὅμως ἀπ’ τὰ δυὸ δὲν ἔγινε. Θυμωμένος, τότε, ἄρχισα νὰ χτυπάω τὸ κεφάλι μου μὲ δύναμη πάνω στὴν ἐπιφάνεια ποὺ ἤμουν ἀκουμπισμένος μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θ’ ἀκούσῃ τοὺς χτύπους καὶ θὰ ἔρθῃ. Τὸ κεφάλι μου πόναγε ἤδη ἀπ’ τὴν ὑποτιθέμενη πτώση καὶ μὲ τοὺς χτύπους αὐτοὺς ἡ κατάστασή του χειροτέρεψε. Ὅμως, ἐγὼ συνέχισα νὰ τὸ χτυπάω μὲ λύσσα γιὰ νὰ μπορέσω ν’ ἀκουστῶ. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νὰ κάνω θόρυβο καὶ νὰ τραβήξω ἔτσι τὴν προσοχὴ κάποιου.
Ὁ ἀφόρητος πόνος μ’ ἀπέτρεψε ἀπ’ τὸ νὰ συνεχίσω. Ἐξάλλου καὶ νὰ συνέχιζα δὲν ὁδηγοῦσε πουθενά. Κανεὶς δὲν μ’ ἄκουγε, ὡς φαίνεται, καὶ κανεὶς δὲν ἐρχόταν σὲ μένα.
Ἄρχισα πάλι τὸ κλάμα καὶ τοὺς λυγμούς. Ἤθελα νὰ τελειώνῃ αὐτὸ τὸ μαρτύριο ποὺ δὲν ἄντεχα ἄλλο. Συλλογίστηκα ὅτι τίποτα πιὸ ἀπαίσιο καὶ πιὸ δυσάρεστο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ πέρναγα ἐγὼ δὲν θὰ ἔχῃ βιώσει ἄνθρωπος· ἴσως ὅμοιό του μόνον στὰ ἄδυτα τῆς κολάσεως μπορεῖ νὰ νιώσῃ κανείς.
Φυλακισμένος μέσα στὸ σάρκινο κλουβί μου καὶ πνιγμένος στὸ σκοτάδι ἔνιωθα ὅτι εἶμαι μόνον ἕνα κεφάλι τραυματισμένο, ἕνα ζευγάρι μάτια σβησμένα κι ἕνα στόμα ἀνήμπορο ν’ ἀρθρώσῃ ἔστω κι ἕναν φθόγγο· μία θλιβερὴ βορὰ στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πανικό. Ἤθελα νὰ πεθάνω, ἀλλὰ πῶς;
Ξανακοιμήθηκα ἀποκαμωμένος. Μὲ ξύπνησε ξανὰ ἕνας θόρυβος ἴδιος μὲ τὶς φωνὲς ποὺ ἄκουγα νωρίτερα. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἀκουγόταν μόνον μία φωνὴ μὲ τὴν ἴδια σταθερὴ ἔνταση ἀλλὰ μὲ μία χροιὰ πιὸ γλυκιὰ καὶ μ’ ἕναν ἐπιτονισμὸ ποὺ ἅρμοζε σὲ φωνὴ ποὺ «τραγουδάει» ἢ κάτι παρόμοιο! Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκουγόταν γι’ ἀρκετὴ ὥρα καὶ μοῦ προκαλοῦσε μία εὐχάριστη αἴσθηση· ἦταν ἡ μοναδικὴ εὐχάριστη αἴσθηση μέσα σ’ ὅλ’ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο ἔρεβος ποὺ εἶχα περιπέσει.
Ὅταν τελείωσε τὸ «τραγούδι», πλάκωσε ξανὰ ἀπόλυτη σιγὴ παντοῦ, τέτοια ποὺ ἂν ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντὰ μία ἀράχνη νὰ ὑφαίνῃ τὸν ἱστό της, σίγουρα θὰ τὴν ἄκουγα!
Αἴφνης, ἔνιωσα ὅτι λιγοστεύει ὁ ἀέρας καὶ μὲ κυρίευσε ξανὰ ὁ πανικός. Ἔκανα μεγάλες προσπάθειες νὰ εἰσπνεύσω ὅσο τὸ δυνατὸ περσότερο ὀξυγόνο ἀλλὰ δὲν μποροῦσα· ἡ ἀναπνοή μου γινόταν ἀργὴ καὶ βαριά. Τὸ αἴσθημα τῆς ἀσφυξίας μ’ ἔζωνε ὁλοκληρωτικά. Σκέφτηκα ἀστραπιαῖα εἴτε ὅτι ὁ ἀέρας τελείωνε στὸν χῶρο ποὺ βρισκόμουν εἴτε ὅτι ὅπως τὸ ὑπόλοιπο σῶμα μου ἔτσι κι οἱ πνεύμονές μου παρέλυαν, κάνοντας δύσκολη ἕως ἀδύνατη τὴν ἀναπνοὴ καὶ σύντομα θὰ ἔσβηνα, ὅπως σβήνει τὸ κεράκι σ’ ἕνα σκοτεινὸ κι ἀνάερο δωμάτιο! Ζαλιζόμουνα καὶ σὲ λίγο ἔχασα τὴν ἐπαφή μου μὲ τὴν πραγματικότητα . . . .
⁂
Τὴν στιγμὴ ποὺ συνέβη τὸ ἀτύχημα, κάποιοι ἀπ’ τοὺς κατοίκους τῶν διπλανῶν κι ἀπέναντι σπιτιῶν ἦταν ἔξω κι ἔτσι ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς πτώσης τοῦ ἄντρα ἀπ’ τὸ μπαλκόνι τοῦ δευτέρου ὀρόφου. Βάλανε τὶς φωνὲς γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν τὴν μάνα τοῦ ἄτυχου θύματος, ἡ ὁποία βγαίνοντας στὸ μπαλκόνι καὶ βλέποντας τὸν γιό της νὰ κείτεται ἀναίσθητος στὸν κῆπο δὲν μπόρεσε, ὅσο κι ἂν ἤθελε, νὰ βγάλῃ οὔτε μία κραυγὴ ἀγωνίας ἀπ’ τὴν σαστιμάρα. Ἁπλῶς ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ κοίταζε κοκαλωμένη μέχρι ποὺ λιποθύμησε. Ἡ διακομιδὴ στὸ κοντινότερο νοσοκομεῖο ἄργησε ἀρκετὰ γιατὶ τὸ χωριὸ ὅπου συνέβη τὸ ἀτύχημα ἦταν μακριὰ ἀπ’ τὴ χώρα κι ἄρα ἀπ’ τὸ νοσοκομεῖο.
Ὅταν ἔγινε ἡ εἰσαγωγὴ ἦταν πλέον ἀργά. Ὁ γιατρὸς ποὺ τὸν ἐξέτασε ἐπιβεβαίωσε ἁπλῶς τὸν θάνατό του. Ἡ πτώση προξένησε ζημιὰ στὸν νωτιαῖο μυελὸ, στὸ ὕψος τῆς αὐχενικῆς μοίρας, ἀφήνοντας τὸ θύμα ὄχι μόνον παράλυτο ἀλλὰ καὶ νεκρό! Αὐτὰ περίπου ἔγραψε στὴν λιτὴ γνωμάτευσή του ὁ γιατρὸς ποὺ διαπίστωσε, ἤδη ἀπ’ τὴν πρώτη ἐξέταση, ἔλλειψη καρδιακοῦ παλμοῦ κι ἀναπνοῆς, παθητικὴ στάση σώματος, ὠχρότητα δέρματος καὶ χαμηλὴ θερμοκρασία ἄκρων· ὅλα συνηθισμένα σημάδια θανάτου.
Ἡ ταφὴ ὁρίστηκε γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα· ἡ μάνα, χαροκαμένη, τρόμαξε νὰ συνέλθῃ, τὸ χωριὸ ἔπεσε σὲ βαρὺ πένθος κι ὁ ἄτυχος ἄντρας, ὕστερ’ ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, ἀποδείχτηκε διπλὰ θύμα: Τὴν πρώτη φορὰ θύμα πτώσης, λόγω ἀπροσεξίας, ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ ὁλικὴ παραλυσία, καὶ τὴ δεύτερη φορὰ θύμα ἰατροῦ, ποὺ ἀπὸ λάθος δὲν μπόρεσε νὰ κάνῃ σαφὴ τη διάκριση μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου σὰν εἶχε μπροστά του τὸν ἄντρα, μ’ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσῃ ἕναν ζωντανὸ νὰ θαφτῇ κατάβαθα μες στὸ κοῦφιο χῶμα!
Τὸ ἰατρικὸ λάθος δὲν ἔπεσε φυσικὰ στὴν ἀντίληψη κανενός, οὔτε τῶν συγγενῶν οὔτε τῶν φίλων τοῦ θύματος. Ὅλοι δώσανε πίστη στὴν γνωμάτευση τοῦ ἰατροῦ, ὅπως γίνεται σχεδὸν πάντα, καὶ τὸ ζήτημα τελείωσε ἐκεῖ. Καὶ καλύτερα ἔτσι, γιατὶ ἡ ἀναστάτωση ποὺ θὰ προκαλεῖτο στὴν κοινωνία τοῦ χωριοῦ, ἐὰν μάθαινε ὅτι ἔθαψε ἕναν ζωντανό, θὰ ἦταν ἀνεκδιήγητη.
Ὅσο γιὰ τὸν «νεκρό», αὐτὸς ἔμεινε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ ἐρχόταν, τελικά, σ’ ἐκεῖνο τὸ σκοτεινὸ «δωμάτιο», ὅπου τὸν εἶχαν βάλει, γιὰ νὰ τοῦ πῇ τὰ εὐχάριστα νέα καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὸ πολυπόθητο ἐξιτήριο!
Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.